Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_γράμματα



Tράβηξε το τραπεζάκι προς το στήθος του κι ανασηκώθηκε λιγάκι. 
Το ίδιο αυτό τραπεζάκι που του έβαζαν το φαγητό. 
Πήρε από δίπλα του ένα μάτσο χαρτιά και το στυλό κι άρχισε να γράφει. 

Σου γράφω, αγάπη μου... ζωή μου... 
Η ζωή μου - όχι, όχι.
Η νύχτα που έζωσε την ζωή μου...
Ο πόλεμος που έδωσα την ζωή μου... 
Σε όλα τα μέτωπα πολέμησα, όπου με έστειλαν πήγα και πολέμησα. 
Δεν ξέρω, είναι πολλοί οι νεκροί. Μην ακούς τι λένε. Δεν θυμάμαι τα πρόσωπά τους. Ακούω τα ονόματά τους και θυμάμαι το αίμα. Το αίμα είναι το μόνο που θυμάμαι. Ήταν το μόνο ζεστό μέσα σ' αυτή τη παγωνιά, στο χιόνι και στη λάσπη που βουλιάζαμε. 
Τα πρόσωπά τους και τα χέρια τους όμως είναι παγωμένα. 
Το αίμα μυρίζει σαν αίμα, κυλάει... όχι! όχι δεν κυλάει πετάγεται, τριγύρω και είναι  μαύρο, κατάμαυρο πάνω σε μαύρα πρόσωπα. Δεν ξέρεις πού είναι η πληγή. Ψάχνεις στα τυφλά. 
Δεν μπορείς να σταματήσεις το αίμα.  Το χώμα βαθιά έχει ποτίσει, πιότερο κι απ' τη βροχή.   
Τα βράδια άκουγα να καρφώνουν πασσάλους. Πεθάναν τόσοι. Καρφώνουν, καρφώνουν ατελείωτα. Στερεώνουν τον φόβο γύρω μας. Την φρίκη. Οι διαταγές, οι κραυγές, τα φώτα καρφώνουν μέσα μας τον τρόμο. 
Έχω χάσει τα πόδια μου. Καμιά φορά νομίζω ότι έχω ακόμα πόδια. Έχω χάσει και τα δυό μου πόδια. 
Και πίσω στον αυχένα έχω μια πληγή. Την αλλάζουν κάθε μέρα, βέβαια εδώ στο νοσοκομείο που βρίσκομαι και σου γράφω, αλλά δεν αντέχω την μυρωδιά. 
Τα πτώματα, όταν μείνεις πολλές μέρες με τα πτώματα ακούς από μέσα τους παράξενους ήχους. 
Το πρόσωπό μου έχει αλλοιωθεί. Δεν ξέρω. 
Θα γυρίσω. Σημασία έχει που ζω. Αύριο...
Όταν γυρίσω...

Το μεσημέρι ήρθε η νοσοκόμα. Τράβηξε κάτω από το μαξιλάρι του δύο άσπρους φακέλους και τους έδωσε στα χέρια της. 
Σε καμιά δεκαριά μέρες θα φτάσουν, του είπε, κι ίσιωσε με μια μηχανική κίνηση το σεντόνι. 
Το άσπρο ανεμπόδιστο σεντόνι. Τα δύο πόδια μου. Τα γράμματα.  

Οι δύο γυναίκες είχαν χρόνια να πάρουν νέα του Βαγγέλη. Είχε χρόνια που κρατούσε αυτός ο πόλεμος. Κανείς δεν ήξερε πια ποιός πόλεμος ήταν, γιατί στο μεταξύ κηρύχθηκαν κι άλλοι πολλοί πόλεμοι. Γεννιόντουσαν, ζούσαν και πέθαιναν μέσα στον πόλεμο. Κανείς δεν ήξερε πια να πει για τη ζωή και το θάνατο ή για τη ζωή μέσα στο θάνατο ή για το θάνατο μετά τη ζωή. 
Τα χέρια τους έτρεμαν καθώς έσχιζαν η κάθε μια το φάκελό της. Τα μάτια τους έγιναν άπληστα, σαν τέσσερα μικρά ζώα που βυζαίνουν. 
Κι αμέσως τα πρόσωπά τους άλλαξαν κι έγιναν σαν μάσκες που ούτε κλαίνε ούτε γελάνε. Τα πρόσωπά τους δεν ήξεραν τι να κάνουν. 
Αντάλλαξαν τα γράμματα. Ήταν λευκές, ολόλευκες σελίδες, δεν είχαν καμία γραφή, κανένα νέο. 
Πού ήταν; Πότε θα ερχόταν; Τι έγινε τόσα χρόνια; 
Μόνο σε κάθε γράμμα, στο τέλος - τέλος της σελίδας ήταν γραμμένες δυο γραμμές 
Και διάβασε η γεροντότερη : Καλή αντάμωση, ο άντρας σου Βαγγέλης. 
Και η άλλη :  Φιλώ το χέρι σου ο γιος σου Βαγγέλης. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός