Paul Ricoeur |
Ο Γάλλος φιλόσοφος Πωλ Ρικέρ γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου
1913 στη Βαλάνς της Γαλλίας.
Εκκινώντας από τη
φαινομενολογία του Χούσερλ,
ο Ρικέρ αναζήτησε σημεία επαφής με τον υπαρξισμό του Γκαμπριέλ Μαρσέλ και του Καρλ Γιάσπερς, διευρύνοντας στη
συνέχεια τη σκέψη του συνδιαλεγόμενος με την ψυχανάλυση, την Ιστορία, το
δίκαιο, τη θεολογία. Η γλωσσική μεταφορά, η αφήγηση και ο χρόνος, η ηθική, η
πολιτική, η μνήμη, η ανάδυση του «εαυτού» μέσα από τη συνάντηση με τον «άλλο»
τον απασχόλησαν σε σημαντικά έργα στη διάρκεια μιας φιλοσοφικής διαδρομής η
οποία συνδύασε την ηπειρωτική φιλοσοφία με τη σκέψη των εκπροσώπων της
αναλυτικής αγγλοσαξονικής φιλοσοφίας.
Αντιπροσωπευτικά έργα της
ώριμης φάσης της σκέψης του είναι: "Η ζωντανή μεταφορά" ("La
metaphore vive", 1975), "Χρόνος και αφήγηση" ("Temps et
recit, vol. I, II & III", 1983-1985), "Ο εαυτός ως ένας
άλλος" ("Soi-meme comme un autre", 1990
Άφησε την τελευταία του πνοή
στις 20 Μαΐου 2005, ενώ κοιμόταν στο σπίτι του στο Σατενέ Μαλαμπρί, έξω από το Παρίσι.
το κακό, μια πρόκληση
για την φιλοσοφία και τη θεολογία
Paul Ricoeur, Το κακό, εκδ. Πόλις, 2005 |
Στο δοκίμιο Το κακό, μια πρόκληση για τη φιλοσοφία και
τη θεολογία (Γενεύη, 1986), ο Ρικέρ επιχειρεί να πιάσει το νήμα της συζήτησης
από εκεί που το άφησε η Χ. Άρεντ και να επανεισάγει
το πρόβλημα του κακού στον φιλοσοφικό στοχασμό, από φαινομενολογική σκοπιά.
Ο Ρικέρ δεν φαίνεται
ευχαριστημένος από την συζήτηση που ακολούθησε τα μεγάλα τραύματα του αιώνα που
πέρασε, κυρίως αυτό του Ολοκαυτώματος, και προτείνει να επιμείνουμε, να μην
αποσύρουμε τη σκέψη μας από το κακό, προσπαθώντας να καλύψουμε απωθώντας την σκοτεινή
πλευρά της ύπαρξης του κακού στον κόσμο και στην ανθρώπινη πράξη.
Πώς όμως να σκεφτούμε
το κακό;
Η ύπαρξη των
θεοδικιών ήταν οι διαχρονικές προσπάθειες του ανθρώπου να κάνει να συμπέσουν
καταφατικά τρεις προτάσεις : α) ο Θεός είναι ο παντοδύναμος δημιουργός του κόσμου,
β) ο Θεός είναι πανάγαθος, γ) το κακό υπάρχει στον κόσμο.
Αυτή η θεωρησιακή
προσέγγιση του κακού, απαιτεί την λογική χωρίς αντίφαση απόδειξη και την
συστηματική ολίκευση.
Όμως κάθε τέτοιο είδος
στοχασμού που εμπλέκεται στα δίκτυα της αυστηρής φιλοσοφικής απόδειξης και
επιθυμεί να ισχύσει σαν μια συστηματική ολίκευση, εκφράζει ένα «οντο-θεολογικό»
επίπεδο σκέψης, που βρίσκουμε από τον ιερό Αυγούστινο μέχρι τον Leibniz και τον Hegel, και ναι
μεν προσκομίζει ένα αναμφισβήτητα τεράστιο πλούτο ιδεών και προτάσεων, πλην όμως
αποτυγχάνει, σ’ αυτό που ο ίδιος έθεσε σαν στόχο : να λύσει το μυστήριο της ύπαρξης του κακού στον κόσμο.
Και τούτο γιατί από
την θεωρησιακή σκέψη λείπει η εμπειρία του κακού. Αδυνατεί να συμπεριέξει ένα αναπόσπαστο
μέρος του κακού που είναι η κραυγή του θρήνου, δηλαδή το βίωμα του ανθρώπου που νιώθει να πέφτει πάνω του, ισοπεδώνοντας
την λογική και την ύπαρξή του το κακό, είτε αυτό είναι το ηθικό (αδικία, ταπείνωση,
αλλοτρίωση, εξολόθρευση), είτε το φυσικό (επιδημίες, σεισμοί, καταποντισμοί) είτε
το μεταφυσικό (αρρώστια, θάνατος, ανυπαρξία).
Ο Ρικέρ όμως επιμένει ότι δεν πρέπει να αποσύρουμε την σκέψη μας από το πρόβλημα του κακού, πρέπει όμως να σκεφτούμε διαφορετικά.
Ο ανθρώπινος εμπλουτισμένος λόγος πρέπει να κινηθεί με ευχέρεια ανάμεσα στο στάδιο της μυθικής αφήγησης (προπατορικό αμάρτημα), στο στάδιο της θρησκευτικής παρηγορίας (ζωή μετά θάνατο), στο στάδιο του γνωστικισμού (παλλογισμός) και του αντι-γνωστικού γνωστικισμού για να καταλήξει στο στάδιο της σοφίας.
Στο στάδιο αυτό της σοφίας τα ερωτήματα : "γιατί εγώ;", 'μέχρι πότε;" -ερωτήματα που περικλείουν τον θρήνο των θυμάτων- δεν αποκλείονται ως μη γενόμενα, αντίθετα μπαίνουν στο κέντρο καθώς πλέον απαιτείται μια σύγκλιση : της σκέψης, της πράξης (κατά την ηθική και πολιτική της έννοια) καθώς και ένας πνευματικός μετασχηματισμός των συναισθημάτων.
Έτσι, το φιλοσοφικό - θεολογικό πρόβλημα της λύσης του αινίγματος του κακού, από φαινομενολογική άποψη ειδωμένο γίνεται συνάντηση - απάντηση του κακού.
(i) Να πράξουμε
Στην θεωρησιακή ερώτηση "από πού προέρχεται το κακό;" η πράξη προβάλλει την δική της "τι να κάνουμε εναντίον του κακού;". Ήδη η πράξη θεωρεί δεδομένο το κακό στον κόσμο και κάνει ένα βήμα παραπέρα, αναγνωρίζοντας ότι το κακό πρέπει να πολεμηθεί.
Η σύνδεση ανάμεσα στο ηθικό κακό και στον πόνο γίνεται μόνο μέσω της βίας. Είναι η άσκηση της βίας που πλήττει αναρίθμητα γένη ανθρώπων με τρόπο αυθαίρετο, χωρίς διάκριση, δημιουργώντας αθώα θύματα που υφίστανται μια μοίρα που δεν τους άξιζε. Η βία βρίσκεται πίσω από κάθε άνθρωπο που πονάει και είναι ένα ασφαλές κριτήριο για να μετρήσουμε την στάθμη του πόνου μέσα στον κόσμο. Φαινόμενα όπως ο φασισμός και ο ολοκληρωτισμός που καταδικάζουν πλήθη ανθρώπων σε κατάσταση πόνου, παρά τις διάφορες εθνικιστικές ή άλλες ιδεολογικές αποχρώσεις και δικαιολογίες, δεν είναι τίποτε άλλο παρ' εκτός η εμφάνιση και η διάδοση του κακού μέσα στον κόσμο κι απ' αυτήν την άποψη πρέπει να απαντώνται και να αντιμετωπίζονται.
Ο Ρικέρ λέει πολύ εύστοχα : Αν
εξαλείψουμε τον πόνο που επιβάλλεται από τους ανθρώπους στους
ανθρώπους, τότε θα δούμε τι θα έχει απομείνει από αυτόν μέσα στον κόσμο.
(ii) Να συναισθανθούμε.
Ασφαλώς μια πρακτική απάντηση δεν αρκεί. Ο άνθρωπος δεν παύει, ακόμα και στην ευκταία περίπτωση της εξάλειψης του ηθικού κακού να υφίσταται μια σειρά δεινών που είναι ανεξήγητα, φαίνονται σαν κακή τύχη, όπως π.χ. ένα θανατηφόρο ατύχημα, μια πτώση ενός βράχου, ένας σεισμός, μια αρρώστια που πλήττει ένα μικρό παιδί.
Στην πρακτική απάντηση ο Ρικέρ μας καλεί να προσθέσουμε την συγκινησιακή.
Ως συγκινησιακή, ας καταλάβουμε τους βαθείς μετασχηματισμούς που τρέφονται με θρήνο και παράπονο για να περάσουν σ' ένα χώρο βαθιάς κατανόησης που δεν απέχει πολύ από τον θεολογικο-φιλοσοφικό στοχασμό, όμως πλέον αυτός έχει μεταποιηθεί σε σοφία.
Η συγκινησιακή απάντηση είναι μια πνευματικοποίηση των θρηνικών συναισθημάτων.
Το περίφημο δοκίμιο του Freud "Πένθος και μελαγχολία" μπορεί να μας καθοδηγήσει, στο πώς βιώνεται το πένθος, ως μια σταδιακή αποδόμηση των δεσμών με το αντικείμενο της αγάπης έως την απώλεια του ίδιου μας του εαυτού για να επιτευχθεί μια νέα συναισθηματική ωριμότητα.
Ένα πρώτο στάδιο για αυτή τη μεταποίηση είναι η ενσωμάτωση της άγνοιας. Να δεχθεί δηλαδή το θύμα του πένθους ότι τελικά δεν γνωρίζει για ποιό λόγο, "δεν ξέρω γιατί", "δεν ξέρω γιατί σε μένα" κι έτσι να βγει από το άγριο παιχνίδι του εξιλαστήριου θύματος και της αυτομομφής.
Ένα δεύτερο στάδιο της πνευματικοποίησης του θρήνου είναι να στραφεί σε παράπονο κατά του Θεού. Το παράπονο του ανθρώπου κατά του Θεού έχει την ρίζα του στην Διαθήκη και στην εννοούμενη παραχώρηση και στα δικαιώματα που εγείρονται από την καταπάτηση αυτής της συμφωνίας. Απηχεί την κραυγή του ψαλμωδού "Έως πότε Κύριε;".
Το τρίτο στάδιο είναι η ανακάλυψη ότι ο πόνος δεν είναι σκάνδαλο παρά μόνο για κείνον που κατανοεί τον Θεό ως πηγή κάθε αγαθού, της δημιουργίας καθώς και κάθε συναισθήματος συμπόνιας. Στο στάδιο αυτό ο άνθρωπος, αίρεται, λαμβάνει μέρος παρά την θνητότητά του, παρά την πεπερασμένη του δύναμη,παρά τον πόνο του κι απαντά - συναντά την πνευματικότητά του. Καθίσταται ο ίδιος δημιουργός του αγαθού και των συναισθημάτων συμπόνιας προς τα θύματα και προς τον εαυτό του που είναι και ο ίδιος εντέλει ένα θύμα. Είναι ένα βαθύ στάδιο πίστης στον Θεό παρά... απαλλαγμένο από κάθε ανταποδοτικότητα και ταυτόχρονα μια στράτευση στο πλευρό του αγαθού.
Η θεολογία του Σταυρού, δηλαδή ο Χριστός πάσχων, είναι ο άνθρωπος που βασανίζεται και πεθαίνει μαρτυρικά για να γεννηθεί εκ νέου σε ένα άλλο επίπεδο πνευματικότητας, που ειδωμένη μέσα από την μεταστοιχείωση του θρήνου συναντά το κακό και το ξεπερνάει.
Ο Ρικέρ διηγείται με δικά του λόγια την ιστορία του Ιωβ, ο οποίος πέρασε από τον θρήνο στην κατηγόρια του θεού, ποτέ όμως δεν δέχθηκε ότι ο ίδιος είχε σφάλει κάπου, υπερασπίστηκε την αθωότητά του παρά τις γνωστικές εισηγήσεις των φίλων του, παραδεχόμενος ότι δεν μπορεί, του είναι αδύνατο να καταλάβει την αιτία των συμφορών του, ότι τελικά ο Θεός είναι πέρα από κάθε ανθρώπινη επιθυμία για ανταμοιβές.
Στο τέλος ο Ιώβ φτάνει να αγαπάει τον Θεό για το τίποτα, κάνοντας έτσι τον Σατανά - δηλ. το Κακό- να χάσει το στοίχημα.
Στο τέλος ο Ιώβ φτάνει να αγαπάει τον Θεό για το τίποτα, κάνοντας έτσι τον Σατανά - δηλ. το Κακό- να χάσει το στοίχημα.
Κλείνοντας το μικρό αυτό σχόλιο, να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η μορφή σοφίας που εισηγείται ο Ρικέρ απέναντι στον πόνο δεν δικαιολογεί κανένα πόνο από την άσκηση βίας, αντίθετα θεωρεί τον αγώνα κατά της ανθρώπινης αδικίας - βίας προϋπόθεση για να καταργηθεί ο πόνος που προέρχεται από αυτές, ώστε να αποκαλυφθεί ο πραγματικός, ακατανίκητος πόνος που βρίσκεται στον αινιγματικό πυρήνα του κακού.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου