Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2017

_το νησί

_ευγνωμοσύνη και τουριστική σεζόν

Τουριστική σεζόν...η τρέλα του καλοκαιριού, ταβέρνες, ομπρέλες, παραλίες...κορμιά, λεφτά, Λόγια κοφτά, wellcome, come inside, beer, cold beer, τζατζίκι, greek salad, καλαμπούρια τόσο συνηθισμένα ανάμεσα στις ίδιες παρέες, ο λογαριασμός, να μαζευτούν τα τραπέζια, στο πίσω μέρος του μαγαζιού σωροί οι μαύρες σακούλες... Το βράδυ  έρχεται και με παίρνει, στις 2.30, στις 3.00, όταν σχολάω.... και γω ξέρω πόσο πολύ είναι κουρασμένος από τα χωράφια όλη μέρα που γυρίζει και πόσο μόνος του και πόσο φτωχός είναι κι αυτός, όπως και γω, όπως και συ, μάνα.... Τα βράδια που έρχεται και με παίρνει κι είμαστε οι δυό μας πάνω στο μηχανάκι του... εκείνο το μηχανάκι που είχε πάρει όταν ήταν παιδί ακόμα στο σχολείο, θυμάσαι μάνα; το παλιό του μηχανάκι που όλο κάτι θέλει, κι όμως πάει ακόμα... Τα βράδια που έρχεται και με παίρνει, όταν τελειώνει η βάρδια μου, στο δρόμο καθώς γυρίζουμε πίσω στο σπίτι μας, μάνα, που είναι έρημο και βουβό, όπως η ερημιά του και η ερημιά μου και η ερημιά σου μ

_παπαρούνες

Παπαρούνες, ζωγραφική με νεροχρώματα σε κομμάτια σπασμένης γλάστρας

_Θεόφιλος Φραγκόπουλος : Επαναστατημένος Χριστός

Θεόφιλος Φραγκόπουλος (1923-1998)                                   I Τα βράδυα, την ώρα που ξυπνάνε τα παράθυρα και βγαίνουν στις κορφές των σπιτιών τα φώτα της προσμονής, σε συνοικίες λαϊκές, του κουρασμένου πατέρα που πλένει απ’ τα χέρια του τον κάματο και την πονηριά της μέρας, και μπαίνει στο δωμάτιο με τα κοιμισμένα παιδιά και το τρεμάμενο χαμόγελο της μάνας τους, κείνη την ώρα, γλιστρώντας από τις χρυσωμένες του εκκλησιές που τον βαστούσαν φυλακισμένο, κατεβαίνει ο Χριστός με ένα τσιγάρο στο αυτί, με τραγιάσκα ψαρά και νύχια γεμάτα λάδι της μηχανής και κοιτά τα σπίτια τούτων εδώ των φτωχών χαμογελώντας                                      ΙΙ οι συνοικίες συχνά επαναστατούνε. Θυμωμένες μανάδες χτυπάνε τα στεγνά στήθια τους και τα παλικάρια ανάβουν τσιγάρο ή παρακολουθούν αυτούς που παίζουν τρίλιζα με τ' όπλο ανάμεσα στα δυο τους πόδια σε μια γωνιά του οδοφράγματος. Δεν είναι όμορφες οι συνοικίες. Δεν είναι όμορφη η επανάσταση. Κι όταν νικάνε, γίνονται κα

_για όσους επιθυμούν την αλλαγή

Όσοι επιχείρησαν και κατάφεραν να αλλάξουν τον τρόπο που σκέφτονται την ζωή, τον κόσμο και τον εαυτό τους, ξέρουν καλά πόσο μεγάλη προσπάθεια χρειάζεται και πόσο χρόνο παίρνει η αλλαγή αυτή. Εκ πρώτης όψεως, οι άνθρωποι αυτοί δεν ξεχωρίζουν από το πλήθος των ανθρώπων σε τίποτα,  δεν διακρίνονται στους στίβους των συνήθων διακρίσεων. Ένα μόνο σημείο τους διαφοροποιεί αισθητά από το πλήθος : Δεν μιλάνε πολύ. Οι άνθρωποι αυτοί δεν μιλάνε πολύ, όχι γιατί δεν έχουν να πουν πράγματα ούτε γιατί δεν έχουν σε υπόληψη τον ανθρώπινο λόγο. Αλλά λάβετε υπόψη σας ότι για να γίνει μια έστω μικρή αλλαγή του νοητικού χρειάζεται η ανακατάταξη του ψυχικού, δηλαδή μια συνολική αναμέτρηση με το παρελθόν, με το παρόν και με τις προσδοκίες του μέλλοντος, χρειάζεται να αναμοχλευτούν οι φόβοι και να συμβούν πολλά΄ για τον λόγο αυτό χρειάζεται μια συγκέντρωση δυνάμεων, μια συσπείρωση του Εγώ, μια απόσυρση από τις θεωρίες και τις ιδεολογίες, μια αποκαθήλωση των ιερών και απαράβατων κανόνων που τρέφονται με τ

_Θόδωρου Μαραγκού : Δεν θα Σωπάσω (2016)

Δεν μπορούμε να ζούμε σε ένα πεθαμένο θέατρο.... Μια παρέα άστεγων διατρέχουν την ιστορία της Ελλάδας, στηρίζουν τις ελπίδες τους, αγωνίζονται και στήνουν μια θεατρική παράσταση στο εγκαταλελειμμένο θέατρο

_Αντόνιο Πόρτσια : Voces

      Ο Αντόνιο Πόρτσια γεννήθηκε το 1886 στην Καλαβρία της Ιταλίας, αλλά πολύ νέος  μετανάστευσε στην Αργεντινή, στο Buenos Aires, όπου και έμεινε μέχρι το θάνατό του, το 1968. Στην ζωή του άσκησε πάντοτε  χειρωνακτικά επαγγέλματα και δεν του δόθηκε η ευκαιρία να σπουδάσει: δούλευε στο λιμάνι, σε τυπογραφεία, είχε ασχοληθεί με κεραμική, με ξυλουργική κ.τ.λ. Ανακάλυψε, όμως, τη δύναμη του λόγου μέσα του και έγραψε ένα και μοναδικό έργο στα ισπανικά, τις «Voces» («Φωνές»).  Φυσικά, το έργο αυτό πέρασε απαρατήρητο, μιας και δεν ανήκε σε φιλολογικούς κύκλους ο Πόρτσια. Τυχαία, όμως, έπεσε στα χέρια ενός Γάλλου συγγραφέα, του Roger Caillois, ο οποίος μετέφρασε μερικούς απ’ τους αφορισμούς που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Voces» και τους εξέδωσε στο Παρίσι το 1949. Η μετάφραση αυτή έγινε αιτία να ασχοληθούν μαζί του πολλοί σπουδαίοι ποιητές και συγγραφείς, όπως ο Henry Miller, o Andre Breton κι ο Borges. Ευρισκόμενος σε κάποιο μακρινό νεφέλωμα κάνω  ό,τι κάνω, ώστε η

_γιατί δεν μ' αρέσει το facebook

Για δύο λόγους δεν μ'αρεσει το Facebook. Ο πρώτος : Διότι προσπαθεί με το στανιό να συνάψει σχέσεις μαζί μου. Με αποκαλεί με το όνομά μου. Μου απευθύνεται στον ενικό. Μου στέλνει χαρούλες και φιλάκια Θυμάται τα γενέθλιά μου και μου στέλνει digital τούρτες με κεράκια. Θυμάται τα γενέθλια των παιδιών μου και των παιδικών μου φίλων. Υπολογίζει πόσες φορές χάρηκα, θαύμασα, σχολίασα, θύμωσα, μπήκα και βγήκα από τους τοίχους του. Μου υπενθυμίζει να πάω διακοπές, μου προτείνει πού να πάω, μου φτιάχνει προσωπικά, δικά μου άλμπουμ με τις στιγμές του χρόνου που πέρασε. Αν περάσει αρκετός χρόνος χωρίς να κάνω κάτι μαζί του, μου στέλνει ειδοποιήσεις, σκουντήματα και σα να μου κάνει παράπονα.... Κοντολογίς προσπαθεί να έρθει τόσο κοντά μου, έτσι που εγώ έχοντας γίνει το επίκεντρό του,  να νιώθω μέσα του και αυτό να με έχει περικυκλώσει. Είναι σχέση αυτό; Και βέβαια είναι. Είναι όμως σχέση με το τίποτα. Είναι αυτο-σχέση. Δηλαδή η διαστροφή της σχέσης. Ο δεύτερος: Διότι ωθεί το

_ο ξερόλας

Ο ξερόλας  είναι ένα ανόητο πλάσμα όχι επειδή τα ξέρει όλα, αλλά επειδή ξέρει μόνο ένα πράγμα: ότι τα ξέρει όλα... Αν μπορείτε να κρατηθείτε μακριά από τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους, τους διάσημους και τους μαχητές και να αποφύγετε όλους αυτούς που δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα έχουν μια ιδέα για τον εαυτό τους, σίγουρα δεν θα μπορέσετε να αποφύγετε τον ξερόλα. Οι ξερόλες υπάρχουν παντού, πλήθυναν ως κόκκοι της άμμου, ευδοκιμούν ανάμεσα σ'αυτούς που έχουν μια θέση εξουσίας, έστω και μιας τόσο δα μικρούτσικης εξουσίας.... σεκιουριτάδες, παπάδες, ελεγκτές, κομμωτές, καραβανάδες....κυράτσες, γεροντάδες, θεούσες, νυφίτσες και νυφάδες,.... Ο ξερόλας, αν και είναι ανόητος, είναι πολύ προσεκτικός σε ότι τον αφορά, γι'αυτό και δεν έχει φάει ποτέ, μα ποτέ, πραγματικά τα μούτρα του, γιατί αν τα είχε φάει θα είχε πάψει πάραυτα να είναι ξερόλας.... Ο ξερόλας πληροφορείται... κάνει τον πληροφοριοδότη και συναναστρέφεται με πληροφοριοδότες... η πληροφορία τού είναι αρκετή κ

_Μίλτος Σαχτούρης : Πορτοκαλιά

Μουσική - Απαγγελία : LOST BODIES

_Μαίρη Λω : Βαριέμαι

_το ζήτημά μας

Ζωγραφικός πίνακας : Χρήστος Μποκόρος Το ζήτημα δεν είναι τι λες αλλά τι κάνεις.  Εκτός κι αν αυτό που λες είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις.  Το ζήτημα δεν είναι να λες ή να κάνεις.  Γιατί αυτά θα γίνουν έτσι ή αλλιώς ή και καθόλου.  Κι όλοι οι άνθρωποι τα κάνουν ανεπίγνωστα... Το ζήτημά μας είναι η Μεταμόρφωση. Του Ψωμιού και του Οίνου εν ταυτώ η Αλλοίωσις. 

_Δημήτρης Καραγιάννης: Το βλέμμα

_σχολιάζοντας την επικαιρότητα πρέπει να σπάσεις την επικαιρότητα

Ο θάνατος από νευρική ανορεξία της Νανάς Καραγιάννη απασχόλησε την προηγούμενη εβδομάδα τα μμε. Με την ασφάλεια που μας παρέχει η χρονική απόσταση των λίγων ημερών που μεσολάβησαν -αφού η επικαιρότητα απαιτεί να στραφούν αλλού τα φώτα της ενημέρωσης κι ό,τι ειπώθηκε για την τραγική αυτή περίπτωση να ατονήσει περνώντας στο υποσυνείδητο υπόστρωμα της γνώσης και της συνείδησής μας για τον κόσμο- θα εκθέσω μερικές σκέψεις. Ο τρόπος με τον οποίο το γεγονός παρουσιάστηκε στο εθνικό παλκοσένικο της τηλεόρασης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ήταν ο γνωστός τρόπος της χειραγώγησης της κοινής γνώμης  , η οποία δεν στοχεύει πλέον στα γούστα (κομματικά, αισθητικά, καταναλωτικά) των ανθρώπων, αλλά στις ίδιες δομές των αξιών και φέρει τα εξής χαρακτηριστικά : - φλύαρη επιφανειακότητα'  αναμασά τα ίδια στερεότυπα μιας καθημερινής συζήτησης (το καημένο το κορίτσι, ύπουλη ασθένεια, καλό παιδί κλπ. ), επαναλαμβάνεται με ίδιες πάνω-κάτω λεκτικές εκφράσεις από όλους τους προσκεκλημένους ενός τη

_ιστορίες νοσηλείας : στη βραδινή σύναξη των αποκλειστικών

Πριν ξημερώσει σήμερα πήραν τον Κωστή. Άντρα πανύψηλο, κάποτε ευτραφή, υπάλληλο του Δήμου. Εν μια νυκτί κατέρρευσε το μυαλό του Σε έξι μήνες το σώμα του Του πήρε πενήντα δύο χρόνια να πεθάνει. Όπως το είχε προβλέψει η αποκλειστική στη βραδινή σύναξη των αποκλειστικών που κάνουνε τσιγάρο, πριν ξεκινήσει η βάρδια τους  11-7 και βάλουν τις άσπρες τους στολές -ξέρουν αυτές  κι έχουνε δει πολλά τα μάτια τους από κορμιά κι από ζωές- Βρέθηκα κι εγώ εκεί και ψέλλισα  δυο λόγια όπως κάνουν οι άνθρωποι σ'αυτές τις περιπτώσεις. Μετά κοιμήθηκα. Τα ξημερώματα πήραν τον Κωστή Άντρα πανύψηλο, αγκυλωμένο, σκελετωμένο, ολομόναχο Τυλιγμένο με ένα σεντόνι στο φορείο. Αν και στη σύναξη ειπώθηκαν άλλα. Πως ήταν χωρισμένος και μπαρόβιος, πως ήτανε καλό παιδί αλλά άμυαλος Και πως τόσες μέρες κανείς δεν ήρθε να τον δει, ούτε η πρώην γυναίκα του, αν και την ειδοποίησαν πως είν' στα τελευταία του, ούτε τα παιδιά του... τουλάχιστον τ'αρσενικό, 17 χρονών, πατέρας του ήτανε... Μ

_οι βίδες

Μια φούχτα βίδες που άφησε πάνω στο τραπέζι Δίχως φωνή, δίχως μιλιά Και τα πουκάμισά του που έσταζαν τον ιδρώτα Και οι σπίθες που πετάγονταν, φωτοβολίδες της ανάγκης και το δικό μας φωτοστέφανο Και χώνονταν στο στήθος, στους ώμους, στα μαλλιά του Κι έσβηναν μες το σώμα του,  λιωμένο μέταλλο , που χρόνια  ψηλαφούσα Και τα τίμια χέρια του με τα χοντρά δάχτυλα -το μεροκάματο που άφησαν μια φούχτα βίδες πάνω στο τραπέζι Δίχως φωνή, διχως μιλιά Μικρό παιδί, μικρό παιδί... Οι βίδες που άφησες πάνω στο τραπέζι του εξαρθρωμένου κόσμου μας αρκούν, όταν θα λιώνουν τ'άστρα κι οι Θύρες θ'ανοίξουν αλλού, για να περάσουν οι φτωχοί, οι ριμαγμένοι άνθρωποι, που  μανάδες φτωχές τους γέννησαν και διψούσαν γι'αγάπη κι αθώοι βουτήχτηκαν στο καμίνι του απάνθρωπου κόσμου μας. Μικρό παιδί, μικρό παιδί κι αγάπη μου Πάντα σου έλεγα να μην φοβάσαι...