Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2015

_Άγγελος Σικελιανός : Άγραφον

Άγγελος Σικελιανός (1884-1951) Επροχωρούσαν έξω από τα τείχη της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του, σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος, ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια, καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια, σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια... Κι εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω, πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,   που -ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν- μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι σα μ' ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν...   Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας δεν εκρατήθη μαθητής και Του 'πεν από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα    τη φοβερήν οσμή και στέκεσ' έτσι;» Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι απ' το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη: «Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει κα

_ο Ληστής και η Πόρνη

  Είδα αυτούς τους δύο να κάθονται πλάι πλάι σ' ένα παγκάκι στον υπόγειο σταθμό. Επτά μερόνυχτα καθόντουσαν. Ενόσω περνούσαν και ξεμάκραιναν τα τρένα, αυτοί μένανε ακίνητοι στην αποβάθρα. Αυτός, που τον είπανε ο Ληστής κι εκείνη που την είπανε η Πόρνη. Εκτελούνταν κανονικά τα δρομολόγια, πλήθος οι άνθρωποι ανέβαιναν και κατέβαιναν με τις αποσκευές τους... Άλλοι, κρατώντας στα χέρια τα εισητήριά τους περίμεναν να έρθει η γραμμή τους. Οι ελεγκτές έκαναν τους ελέγχους τους... Οι οδηγοί των αμαξοστοιχιών δεν φαίνονταν, όμως όλοι ξέραμε ότι υπάρχουν, καθώς η κίνηση των τροχών υποθέτει την ύπαρξή τους. Το φως στο σταθμό ήταν άσπρο, σκληρό φθόριο κι απ' τα μεγάφωνα ξεχύνονταν οδηγίες για τα δρομολόγια και τις θεατρικές παραστάσεις των θιάσων της πόλης. Αυτοί οι δύο, άλλες φορές μιλούσαν κι άλλες σώπαιναν για μήνες. Κοιτάζονταν βαθιά. Και άκουσα τον Ληστή να λέει : Πίστευα πάντα ότι δεν έχει αξία το τι λες αλλά το τί κάνεις. Και η Πόρνη είπε : Πίστευα ότι δεν έχει σημα

_Απροσπέλαστος

  Κανένας στόχος δεν αποσπά   Τον ταξιδιώτη που ‘ναι τρυπημένος από βέλη   Τον ταξιδιώτη που ‘ναι ακούραστος. ( Πωλ Ελυάρ,   1940 – Το ανοιχτό βιβλίο Ι)

_προσωπογραφία

μεντεσέδες... καρφιά σκουριασμένα... και σύρτες σανιδάκια ασπρισμένα στα χρόνια η τομή που θέλεις να κρύψεις στο μυαλό  στα σπλάχνα στο σώμα πώς κόπηκες τόσο βαθιά; κι άραγε ποιός ζωγραφίζει πάνω στο τραύμα τα μάτια το χαμόγελο μαύρο στο στόμα;

_"στο Πέραμα"

  Τη μέρα που ήρθα και σε βρήκα κάτω στο Πέραμα με τους γέρους στη θάλασσα να βρίζεις την κάμαρα που σε γέννησε και τον Ξέρξη. Στάθηκα δίπλα σου και σου είπα τα κεραμίδια θα γίνουνε τσιμέντο τα ξύλα θα γίνουνε πέτρες η αγάπη θα γίνει χρήμα. Τη μέρα που ήρθα και σε βρήκα κάτω στο Πέραμα με τους γέρους στάθηκα δίπλα σου και σου είπα θα μας ξεχάσουνε την Πέμπτη το Σάββατο, το Σάββατο την ίδια ώρα θ' αναστηθούμε. Ποίηση : Γιώργος Χρονάς Μουσική : Γιάννης Μαρκόπουλος ("Ανεξάρτητα", 1975)  Ερμηνεία : Βίκυ Μοσχολιού.

_η παρέλασή μου

Δ εν θυμάμαι να παρέλασα ποτέ μου...ήμουν κακή μαθήτρια, βλαξ και κοντή και χάλια μαύρα ήμουνα επιπλέον ήμουν και μουγγή, ούτε ένα ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ  δεν μπορούσα να φωνάξω. Αχ! πώς θα 'θελα κάποτε κι εγώ να παρελάσω εμπρός απ' την εξέδρα των επίσημων κι ας παίζουν τα τραγούδια τους κι ας με κοιτούν παράξενα κι ας λένε κούφιες λέξεις εγώ θα κάνω μια παρέλαση κι ας έχω μαύρα χάλια   με το κουτσό μου βήμα, φορώντας τα τρύπια παντελόνια μου, κι έχοντας σύρριζα κομμένα τα μαλλιά μου, με ό,τι μ' αρνήθηκε η ζωή, και  ό,τι έχασα μιλώντας για πράγματα που φαίνονται βλακείες, κρατώντας για σημαία μου εσένα και η κραυγή του απελευθερωτικού αγώνα να γδέρνει το λαιμό μου : ΑΠΕΤΥΧΑ ΣΕ ΟΛΑ!

_σκέψεις για το νόημα της ημέρας και τα συντρίμια του νοήματος

Έργο: Θεόφιλος Δεν ενημερώθηκα εάν τελικά έγιναν οι ανακαινισμένες παρελάσεις... παρέλειψα.... Κάπου χάθηκα ανάμεσα στα συντρίμια του ερ μπας και στο νόημα της ημέρας. Το νόημα της ημέρας και το νόημα μιας συντριβής, αμφότερα που χάνονται κι αυτά, όπως κι εγώ. Τι δράμα κι αυτό! Να πρέπει, εκτός της ισορροπίας μιας διαπραγμάτευσης, εκτός των εντυπώσεων ενός δείπνου, εκτός της αναστήλωσης κάποιας εθνικής αξιοπρέπειας .... να έρχεται και μια 25η Μαρτίου και να πρέπει να ανακαινίσεις μια παρέλαση... να επιστρατεύεις προς τούτο σκηνοθετικές πρακτικές του "στην υγειά μας" του Παπαδόπουλου... του παρουσιαστή εννοώ, όχι του άλλου... Γλέντια με παραδοσιακά τραγούδια, με τσάμικα και με φουστανέλες από παραδοσιακά συγκροτήματα που κατέφθασαν από όλα τα μέρη της Ελλάδας... στο Σύνταγμα Μια μετάγγιση ενός ξεριζωμένου λαϊκού πολιτισμού, ενός βάθους απροσπέλαστου, που όσο και να τεντωθείς δεν μπορείς πλέον να φτάσεις, μιας ποιότητας συγ-κοινωνίας ανθρώπου - φύσης - λόγο

_διά "το ολίγον αυτό που έλειψεν"

Κ αμιά δεκαριά σειρές πριν το τέλος του διηγήματος "Ερως - Ήρως" υπάρχει η εξής φράση : Ὀλίγον ἀκόμη ἤθελε διὰ νὰ τὸ κάμῃ, ἀλλὰ τὸ ὀλίγον αὐτὸ ἔλειψεν. Κι είναι, θαρρώ, αυτή η αράδα που τελειώνει - αρτιώνει - το ποίημα ετούτο του Αλ. Παπαδιαμάντη. Μου φαίνεται σα να στέκει εκεί για να κλειστεί, να ολοκληρωθεί μέσα σε ετούτη την περίοδο του λόγου, ό,τι ειπώθηκε προηγούμενα, σε όλη την διήγηση. Μια αράδα που μιλάει για κάτι που έλειψε, για κάτι ελάχιστο, που δεν υπήρξε ποτέ κι όμως αυτό το ολιγοστό που δεν ονομάζεται, που είναι σαν άρνηση και απουσία, είναι αυτό που κάνει όλα τα άλλα να πάρουν ένα νόημα εκ του πλείονος , έξω από αυτά τα ίδια. Το χωρίον το ωραίον, το παραθαλάσσιον, η ναυτοσύνη του Γιωργή, το σπίτι με τα φωτισμένα παραθύρια του , οι θόρυβοι που έφταναν έως αυτόν, τα βιολιά, τα λαούτα και τα λαλούμενα, ο Σιγουράντζας με τα μισόλογά του, η μεταμεσονύχτια πομπή - του γάμου της και του θανάτου του-, η μάνα του που υπώπτευεν και ήξευρε και ησθάνετο, η μάνα

_Αλ. Παπαδιαμάντης : Έρως - Ήρως

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, έργο Γ. Κόρδη Ἡ βάρκα ἀραγμένη στὴν ἀκρογιαλιάν, ἡ μπαρούμα δεμένη ἔξω εἰς ἕνα βράχον, δίπλα εἰς τὴν ἄμμον τοῦ Χειμαδιοῦ, παραπέρα ἀπὸ τὸ Μικρὸ Μουράγιο τῆς Πιάτσας, κάτω ἀπὸ τὸν βραχώδη κρημνὸν τοῦ Πανωμαχαλᾶ. Καὶ ὁ μικρὸς ναύτης, ὁ Γιωργὴς τῆς Μπούρμπαινας, ἐξαπλωμένος ἐπάνω εἰς τὴν πρύμνην, μὲ μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ἀκίνητος, μὲ ἀνοικτὰ τὰ ὄμματα, σπινθηρίζοντα εἰς τὸ σκότος, ὡμοίαζε μὲ τὸν δράκον τοῦ παραμυθιοῦ κατὰ τοῦτο, ὅτι ἐκοιμᾶτο μὲ ἀνοικτὸν τὸ ὄμμα. Δὲν ἐξήρχετο στεναγμὸς οὔτε πνοὴ ἀπὸ τὸ στόμα του. Τὸ στῆθός του δὲν ἐκολποῦτο. Θὰ ἔλεγες ὅτι ἀνέπνεε πρὸς τὰ ἔσω, ὅτι ἔζη μόνον ζωὴν ἐνδόμυχον. Εἶχαν περάσει τὰ μεσάνυκτα πρὸ πολλοῦ. Ὀλίγα φῶτα ἐφαίνοντο ἀκόμη λάμποντα ἀμυδρῶς εἰς τοὺς φεγγίτας τῶν οἰκιῶν, ὁλόγυρα, σιμὰ εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν. Γαλήνιος ἡ θάλασσα ἐκοιμᾶτο, καὶ μόνον εἰς τὴν ἀκροπελαγιὰν ὡς ρογχάλισμά της ἐρρόχθει, ἐφλοίσβιζε μελαγχολικῶς φωσφορίζον τὸ κῦμα. Καὶ ἡ βάρκα ἐλικνίζετο ἐλαφρά, ὡς διὰ τῆς ἁπαλωτέρα

_ένα σκληρό παίγνιο

To παιχνίδι είναι απλό και παίζεται με δύο παίκτες. Υπάρχει ένα ποσόν 1.000 ευρώ που θα μοιραστεί ανάμεσα στους δύο παίκτες (Α , Β), οι οποίοι πρέπει να γράψουν, δίχως να συνεννοηθούν προηγούμενα μεταξύ τους, σ' ένα χαρτί το ποσοστό που θα ήθελαν να λάβουν από το μοίρασμα του ποσού. Οι όροι είναι εξής : Εάν το άθροισμα των δύο ποσών (Α + Β) είναι μικρότερο ή ίσο από τα 1.000 ευρώ, τότε ο καθένας λαμβάνει το ποσό που δήλωσε. Εάν όμως το άθροισμα (Α+Β) είναι μεγαλύτερο, τότε κανείς δεν λαμβάνει τίποτα. Απλό, ε;  Υπάρχουν και πιο περίπλοκες εκδοχές με πιό γνωστή αυτή του "διλήμματος του φυλακισμένου" , αλλά εμείς ας μείνουμε σ' αυτό το απλό. Το απλό αυτό παιχνίδι παίξαμε σήμερα σε ένα τμήμα 18 ατόμων, δηλαδή χωρισμένοι σε 9 ζευγάρια. Από αυτά τα 9 ζευγάρια, τα 4 πήραν από 50% έκαστος , δηλαδή όλο το ποσό των 1000 ευρώ (οι ακριβοδίκαιοι), τα 3 πήραν μικρότερα ποσά (οι συνετοί) και 2 δεν πήραν τίποτα γιατί υπερέβησαν τα 1.000 ευρώ (οι άφρονες).  Ακολούθησε

_Μπαλωθιές στην κηδεία του Γιακουμάκη

      του Γιώργου Ανανδρανιστάκη Καθένας αποχαιρετά τους ανθρώπους του με τον τρόπο που κρίνει ότι ταιριάζει καλύτερα, με κλάματα, με σιωπή, με τραγούδια, ακόμη και με χωρατά. Στην κηδεία του Βαγγέλη Γιακουμάκη κάποιοι έβγαλαν τα όπλα και πυροβόλησαν στον αέρα, συνηθίζεται τούτο σε κάποιες περιοχές της Κρήτης. Δικαίωμά τους; Όχι, δεν είναι δικαίωμά τους. Δεν είναι δικαίωμά τους να πυροβολούν σε δημόσιους χώρους, πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Ειδικά στην κηδεία του Βαγγέλη, νομίζετε ότι ο πρέπων αποχαιρετισμός ήταν η μπαλωθιά; Ήταν πρέπον να αποχαιρετίσουν το παιδί που έπεσε θύμα της σκοτεινής πλευράς της Κρήτης, αναπαράγοντας το σκοτάδι που έφερε τον θάνατο; Είναι δύσκολο να μιλάς για τη σκοτεινή πλευρά της Κρήτης, του νησιού που λούζεται από κάθε είδους περίλαμπρο φως, ήλιος, βουνά, θάλασσες, φιλοξενία, αγάπη, τραγούδι, πιοτό, φαγητό. Κι είναι ακόμη πιο δύσκολο όταν είσαι κι εσύ κρητικός, λάτρης και κοινωνός του φωτός. Η Κρήτη επιβεβαιώνει την Αρχή της Εναν

_κι εμνήσθην

... κι εμνήσθην πόσες φορές συζητώντας εδύσαμε τον ήλιον... Παλατιανή Ανθολογία

_ιστορίες λεωφορείου ix

Καὶ ψυχὴ εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν εἰς ψυχὴν αὐτὴ βλεπτέον:  (Πλάτωνος, Αλκιβιάδης ) Α υτή τη φορά καθίσαμε μαζί, πλάι-πλάι. Αν και μπορούσαμε να κάτσουμε χωριστά... είχε πολλά αδειανά καθίσματα το τελευταίο υπεραστικό λεωφορείο των 9.00 Έχω, λοιπόν, παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι προτιμούν να κάθονται μόνοι τους και αποφεύγουν τους αγνώστους. Ενοχλούνται. Μου έχει τύχει να μπω σε λεωφορείο όπου όλοι κάθονταν  ο ένας πίσω από τον άλλο, ένας - ένας, όλοι άγνωστοι... μάλιστα πολλοί συνηθίζουν να βάζουν δίπλα τους τσάντες, ζακέτες, σακούλες.. έτσι που η θέση να είναι  τρόπον τινά "πιασμένη". Κοιτάζουν την οθόνη του κινητού τους έτσι που να νιώθεις τρόπον τινά ανεπιθύμητος... και το σκέφτεσαι και λες σιγανά "μπορώ να κάτσω;"... Μαζεύει τότε, ανόρεχτα τα πράγματά του ο άλλος και κάθεσαι... Άλλες πάλι φορές αν τύχει σε κάποια στάση και αδειάσει κανένα  κάθισμα, κάποιος σβέλτος θα τρέξει γρήγορα γρήγορα να καταλάβει την απροσδόκητα εκκενωθείσα διπλή θ

_Αζίζ Νεσίν : Σώπα μη μιλάς

Ένα συγκλονιστικό όσο και διαχρονικό ποίημα του Τούρκου συγγραφέα, ποιητή και ακτιβιστή  Αζίζ Νεσίν (1915 - 1995) Απαγγέλει η Μαριέτα Ριάλδη Σώπα, μη μιλάς , είναι ντροπή κόψ' τη φωνή σου σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή ειναι χρυσός. Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί έκλαιγα,γέλαγα,έπαιζα μου λέγανε: "σώπα". Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε :"εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!" Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: "κοίτα μην πείς τίποτα, σσσσ....σώπα!" Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου χρόνια. Ο λόγος του μεγάλου η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, "Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρείς το μπελά σου, σώπα". Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι "Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις ,σώπα" Παντρεύτηκα , έκανα παιδιά , η γυναίκά μου ήταν τίμ

_ένας τρόπος δίχως όνομα

Υπάρχει κάτι άκαμπτο εδώ. Όταν κάτι οδηγείται στον θάνατο... όταν μια ανθρώπινη ζωή συνθλίβεται με αυτόν τον τραγικό τρόπο, τον τρόπο αυτού του νέου παιδιού.. . τότε ας είματε υποψιασμένοι : κάπου έχει στηθεί μια μέγγενη. Υπάρχουν δύο ειδών μέγγενες : αυτές που στήνει ο νους κι αυτές που στήνουν τα ένστικτα. Πολλοί μιλούν για μια συλλογική ενοχή, για την κοινωνική μας κατάπτωση και για νέα κοινωνικά φαινόμενα... Δεν θα διαφωνήσω με πολλά από αυτά που λέγονται για την υπόθεση (διάβασα κάποιες  ενδιαφέρουσες κοινωνιολογικές αναλύσεις,  βλ. "Στο κόκκινο" άρθρο κ. Μαρίας  Λουκά). Διάβασα τόσα πολλά συναισθηματικά φορτισμένα, θρήνους, αποχαιρετισμούς, υποσχέσεις, αναθέματα και κραυγές αγωνίας... σχεδόν νιώθεις ότι το κακό που προκάλεσε το κακό, σόκαρε τους ανθρώπους... Κατανοώ και δικαιολογώ. Είναι, όμως τόσο σοκαριστικά, είναι τόσο απίστευτα και "νέα" όλα αυτά; Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει τίποτε "νέο", με την έννοια του καινοφανούς... υπάρχουν μόνο

_H γυναίκα από το Δίστομο

   Η μαυροντυμένη κοπέλα, η άσημη Μαρία Παντίσκα, είναι ίσως το πιο διάσημο πορτρέτο Ελληνίδας στον πλανήτη  Του Κωστή Χριστοδούλου  Φθινόπωρο του 1944. Ο Ουκρανός φωτογράφος Ντμίτρι Κέσερ βρίσκεται στην Ελλάδα απεσταλμένος του περιοδικού Life και καταγράφει την υποχώρηση των Γερμανών . Σ' αυτόν χρωστάμε μοναδικά ντοκουμέντα για όσα που έζησε η χώρα στην δεκαετία του '40. Ήταν παρών με τον φακό του στα Δεκεμβριανά, στην επίσκεψη Τσόρτσιλ στην Αθήνα, αλλά και αργότερα στον εμφύλιο πόλεμο. Τον Οκτώβριο επισκέφθηκε και το μαρτυρικό Δίστομο λίγο μετά από τις θηριωδίες των Γερμανών και απαθανάτισε τους εναπομείναντες κατοίκους να προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους. Εκεί, μεταξύ των άλλων φωτογραφίζει την μαυροφορεμένη Μαρία Παντσίκα η οποία έμελλε να γίνει μία από τις πιο γνωστές φωτογραφίες που απεικονίζουν τον πόνο της απώλειας. Τις φωτογραφίες μαζί με τις μαρτυρίες τις στέλνει πίσω στην Αμερική και αυτές δημοσιεύονται τελικά στις 27