Είδα αυτούς τους δύο να κάθονται πλάι πλάι σ' ένα παγκάκι στον υπόγειο σταθμό.
Επτά μερόνυχτα καθόντουσαν.
Ενόσω περνούσαν και ξεμάκραιναν τα τρένα, αυτοί μένανε ακίνητοι στην αποβάθρα.
Αυτός, που τον είπανε ο Ληστής κι εκείνη που την είπανε η Πόρνη.
Εκτελούνταν κανονικά τα δρομολόγια, πλήθος οι άνθρωποι ανέβαιναν και κατέβαιναν με τις αποσκευές τους...
Άλλοι, κρατώντας στα χέρια τα εισητήριά τους περίμεναν να έρθει η γραμμή τους.
Οι ελεγκτές έκαναν τους ελέγχους τους...
Οι οδηγοί των αμαξοστοιχιών δεν φαίνονταν, όμως όλοι ξέραμε ότι υπάρχουν, καθώς η κίνηση των τροχών υποθέτει την ύπαρξή τους.
Το φως στο σταθμό ήταν άσπρο, σκληρό φθόριο κι απ' τα μεγάφωνα ξεχύνονταν οδηγίες για τα δρομολόγια και τις θεατρικές παραστάσεις των θιάσων της πόλης.
Αυτοί οι δύο, άλλες φορές μιλούσαν κι άλλες σώπαιναν για μήνες. Κοιτάζονταν βαθιά.
Και άκουσα τον Ληστή να λέει : Πίστευα πάντα ότι δεν έχει αξία το τι λες αλλά το τί κάνεις.
Και η Πόρνη είπε : Πίστευα ότι δεν έχει σημασία τι κάνεις αλλά τι λες ότι κάνεις.
Έτσι τους άκουσα.
Και τότε αυτοί, που δεν ήταν τίποτα παρά μόνο δύο άνθρωποι σε όλη την αποβάθρα, κατάλαβαν ότι δεν έχει καμία σημασία ούτε τι λες ούτε τι κάνεις...
Και ξαφνικά o υπόγειος σταθμός μύρισε σαν δροσερός Κήπος κι έλαμψε το παγκάκι τους όπου καθόντουσαν και μίλαγαν κι Αγιάσανε αυτοί οι δύο : εκείνος που τον είπανε Ληστή κι εκείνη που την είπανε Πόρνη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου