Καμιά δεκαριά σειρές πριν το τέλος του διηγήματος "Ερως - Ήρως" υπάρχει η εξής φράση : Ὀλίγον ἀκόμη ἤθελε διὰ νὰ τὸ κάμῃ, ἀλλὰ τὸ ὀλίγον αὐτὸ ἔλειψεν.
Κι είναι, θαρρώ, αυτή η αράδα που τελειώνει - αρτιώνει - το ποίημα ετούτο του Αλ. Παπαδιαμάντη.
Μου φαίνεται σα να στέκει εκεί για να κλειστεί, να ολοκληρωθεί μέσα σε ετούτη την περίοδο του λόγου, ό,τι ειπώθηκε προηγούμενα, σε όλη την διήγηση.
Μια αράδα που μιλάει για κάτι που έλειψε, για κάτι ελάχιστο, που δεν υπήρξε ποτέ κι όμως αυτό το ολιγοστό που δεν ονομάζεται, που είναι σαν άρνηση και απουσία, είναι αυτό που κάνει όλα τα άλλα να πάρουν ένα νόημα εκ του πλείονος, έξω από αυτά τα ίδια.
Το χωρίον το ωραίον, το παραθαλάσσιον, η ναυτοσύνη του Γιωργή, το σπίτι με τα φωτισμένα παραθύρια του , οι θόρυβοι που έφταναν έως αυτόν, τα βιολιά, τα λαούτα και τα λαλούμενα, ο Σιγουράντζας με τα μισόλογά του, η μεταμεσονύχτια πομπή - του γάμου της και του θανάτου του-, η μάνα του που υπώπτευεν και ήξευρε και ησθάνετο, η μάνα της η γραία με τα μαύρα της νύχια, εκείνος που την στεφανώθηκε με χωράφια του και τα υπάρχοντά του, τα παιδικά του χρόνια... τα παιχνίδια τους.. εκείνα που έπαιζαν με την Αρχόντω, τα χεράκια της που τον δάγκωναν, το δακτυλιδένιο στοματάκι της, η μέση της απ' όπου ήθελε να την αρπάξει και να την σώσει...αυτήν, μόνον αυτήν, την αγάπη του... ο ίδιος ο παράδεισος όπου θα τους δεχότανε πρωτόπλαστους, ο κόσμος όλος που θα εσώζετο... όλα αυτά στέκονται, δεν εξαφανίζονται, δεν απωθούνται, δεν απαξιώνονται... τα ζει ο Γιωργής έως τέλους και έως το τέλος-σκοπό τους... έως την ύστατη στιγμή, της υπέρβασης και της αναγωγής τους στην ουσία τους, στην ακανθώδη αλήθεια τους.
Τα ζει οδυνηρά και τα αναλαμβάνει και μαζί μ' αυτά την ενδεχομενικότητά τους, το περιορισμένο του χαρακτήρα τους, την επιμέρους αξία τους, την τυχαιότητά τους, την πολλαπλότητα και την τρεπτότητά τους, το πάθος τους και τα στερεώνει σε ένα άλλο επίπεδο σ' ένα ελάχιστο, που δεν είναι καν παρόν.
Αυτό που δεν είναι καν παρόν, αυτό που λείπει από τον κόσμο μας, αυτό το ολίγον, που λείπει από τα φυσικά, κοινωνικά κι ανθρώπινα, είναι αυτό που έχει χαριστεί ως πλέον : ένα καθόλου, ένας καθολικός τρόπος ύπαρξης που δεν υπακούει στην αισθητικότητα και τον αισθησιασμό, στις αναγκαιότητες της φύσης και της ζωής των ανθρώπων.
Και τούτο το καθόλου, είναι η Ενσάρκωση του Χριστού, ως η δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος ενώ ζει ως κτιστός μέσα στην φθορά και τα πάθη του, ως άκτιστος να τα περιλαμβάνει και να τα υπερβαίνει ανοίγοντας την παθιασμένη ύπαρξή του στον ορίζοντα της ελευθερίας των επιλογών του.
Αυτό το Ολίγον που έλειψε είναι πράγματι ένα σημείο, μια κόψη, ένα μεταίχμιο, ένα τίποτα ανάμεσα στο πριν και το μετά κι όμως μετά απ' αυτό, τίποτα δεν είναι πιά το ίδιο. Όλα έχουν μεταμορφωθεί. Είναι εκεί όπου παίρνονται οι αποφάσεις, δια τούτο δεν μπορεί παρά να είναι ένα σημείο σταυρικό.
O Γιωργής φτάνει στο σημείο να υπερβεί την ερωτική επιθυμία του, τον φθόνο του για τον αντίζηλό του, το μίσος του για την γραία μάνα της αγαπημένης του που δεν του έδωσε κι αυτουνού μιαν ευκαιρία... κι όλα τούτα δεν τα πετυχαίνει με κάποιου είδους στοχασμό, ούτε με κάποια αυτάρεσκη ενδοσκόπηση, πολύ περισσότερο δεν αποφασίζει υπό τον φόβο κάποιας απειλής ή τιμωρίας, του'ρχονται... εμπρός του, πετιούνται από μέσα του μαζί με τα λόγια και τη νοερή οπτασία της μάνας του, κατά πως αρμόζει σ'αυτόν τον ίδιο, τον Γιωργή της Μπούρμπαινας, στο φυσικό βίωμα και στην ζωή του.
Ο Γιωργής με τα ξυλιασμένα χέρια, μέσα από το πουκάμισό του, κάνει τον Σταυρό του.
Στον οριζόντιο άξονα : «Ἂς πάγῃ, ἡ φτωχή, νὰ ζήσῃ μὲ τὸν ἄνδρα της! Μὲ γειά της καὶ μὲ χαρά της!» . Αυτό το "ας" είναι αφετικό, το κατ' έκταση οριζόντιο της χρονικότητας, της διαδοχής των γεγονότων, εκεί όπου ξετυλίγονται τα ιστορικά και προσωπικά δράματα των ανθρώπων, εκεί όπου γεννιούνται τα καθ'έκαστα και πεθαίνουν τα όντα, το γραμμικό γίγνεσθαι...
Λέει ο Γιωργής... ας πάγη... ας κυλήσει η ζωή... ας ρεύσει.. κι έπειτα ποιός ξέρει τι είναι για το καλό, εκείνης, του άντρα της, του ίδιου;
Και στον κάθετο : αυτόν της ανάβασης της ύπαρξης και της συν-κατάβασης στην εσωτερικότητα της καθ' ύψος σχέσης που συνδέει το άπειρο με το πεπερασμένο, την άπειρη οδύνη της ύπαρξης με τον κατευνασμό, την φιλανθρωπία και το άπειρο έλεος, το πλάσμα με τον Δημιουργό του.
Πολλοί ονειδίζουν τους παπαδιαμαντικούς ήρωες για ηττοπάθεια, για παραίτηση από τη ζωή, από τις χαρές της και από τα δικαιώματά τους. Με τους όρους μάχης όπου μιλούν μπορεί να έχουν δίκιο.
Εγώ όμως νομίζω ότι ο Παπαδιαμάντης δίδοντας αυτή την λύση στο δράμα ολοκληρώνει το διήγημά του, παραδίδοντάς μας ένα άρτιο λογοτεχνικό έργο κι ο ήρωάς του δεν ηττάται, δεν υποτάσσει δουλικώς το θέλημά του, αντιθέτως το ζει στην ολοκληρία του και το ανάγει στην θεανθρώπινη ελευθερία.
Ο Γιωργής πραγματοποιεί το ναύλο του, δεν τον αρνείται, βουλιάζοντας ή αναποδογυρίζοντας την βάρκα του.
Διέσχιζει όλη την θάλασσα, αποβιβάζει με ασφάλεια τον μεγάλο του έρωτα και τον παραδίδει στην όχθη της όντως ζωής.
Μας "έστειλες" στην αγκαλιά της εν Χριστώ Ελευθερίας και Γνησίας Αγάπης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε!
Κι εγώ σας ευχαριστώ που με διαβάσατε.
Διαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητή μου Ελένη με αυτή και την προηγούμενη ανάρτηση, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων και αυτών της Εκπληκτικής ζωγραφιάς ενός μοναδικού στο είδος του, θα τολμούσα να σε μεταονομάσω από "Παράκοσμος" σε "Αυθεντόκοσμος".
Ίσως είναι και παρότρυνση γιατί η αυθεντικότητα λείπει στις μέρες μας.
Για τον Παπαδιαμάντη έχουν γραφτεί πάρα πολλά και είναι ελάχιστα για την αξία του και την αυθεντία του, όμως για τον Καταπληκτικό και Μοναδικό Γιώργο Κόρδη, δεν έχω λόγια, είμαι φτωχός στο να περιγράψω αυτή την αέρινη πανδαισία χρωμάτων, δημιουργίας, τέχνης και ρεαλισμού.
Δεν είναι τυχαίο πού σε όλα τα θέματα του Γιώργου Κόρδη, αναμιγνύονται ο ουρανός, το φεγγάρι ή ο Ήλιος, οι στέγες των σπιτιών, τα δυνατά χαρακτηριστικά, πάθη, και συναισθήματα των ανθρώπων, ο πλούτος της ομορφιάς, η ανεξάντλητη χρωματική παρουσία.
Τα νοήματα αστείρευτα πλούσια, και πάντοτε χρήσιμα για τον καθένα μας.
Τα λόγια μου φτωχά, τα συναισθήματα για τον δημιουργό και τις δημιουργίες του, πολύ πλούσια και ανέκφραστα.
Ένας πίνακας άπειρες λέξεις και νοήματα......
Αγαπητέ Μαρίνο,
Διαγραφήείμαι πολύ ευτυχής εάν με την προσπάθεια που προσπάθησα ανακινήθηκαν μέσα σου τόσες σκέψεις και συναισθήματα.
Η πρόταση μετονομασίας του "παράκοσμου" γίνεται δεκτή ως αγαθή φιλοφρόνηση.