Σχόλιο:
Πώς είναι να κρατάς τη ζωή σου, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι απλώς ζουν τη ζωή τους....
Πώς είναι να κρατάς κάτι που διαρκώς διαρρέει, αλλάζει, κυλάει και περνάει και χάνεται....
Πώς είναι να κρατάς τη ζωή; Έχει η ζωή σώμα; βάρος; διαστάσεις;
Είναι η ζωή κάτι υλικό που μπορείς να το κρατήσεις;
Κι αν το κρατήσεις, θα το κρατήσεις απαλά σαν ένα ξερό φύλλο που με την παραμικρή κίνηση μπορεί να θρυμματιστεί και να γίνει σκόνη;
Θα το κρατήσεις εκστατικά όπως η μάνα του Χριστού το νεκρό Του σώμα;
Θα το κρατήσεις σηκώνοντάς το ψηλά στην έναστρη νύχτα να το δουν τα αστέρια, εκείνο το άστρο ο Αλδεβαράν και να τρεμουλιάσει το φως του;
Θα το κρατήσεις επίφοβα, όπως το πρόσωπο του αγαπημένου μέσα στα χέρια σου, πασχίζοντας να εισδύσει μέσ' από τα μάτια του η λέξη "σ' αγαπώ";
Πώς είναι να κρατάς τη ζωή σου ως κάτι που έχει αρχή και ένα βέβαιο τέλος. Κάτι που είναι θερμό και παλλόμενο;
Ναι, η ζωή κρατιέται. Και μόνο έτσι μπορείς να πεις, ότι έζησες...
Κρατιέται όπως το σώμα του βρέφους που γέννησες και μετά από πολύωρο τοκετό στο παραδίδουν στα χέρια σου.
Το απίστευτο θαύμα. Έχει το βάρος της ζωής και του θανάτου. Το βάρος του ιερού ισούται με το βάρος του σύμπαντος κόσμου, της ιστορίας κατά το παρελθόν και της ιστορίας κατά το μέλλον της ανθρωπότητας.
Κράτησα τη ζωή μου θα πει : Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι να κάνω μ' αυτό το πράγμα που μου έδωσες... Πες μου τι να κάνω μ' αυτό; Τι θέλεις από μένα να κάνω; Πες μου ή πάρτο πίσω το δώρο σου.... Θα πει Σου φωνάζω.....
Τότε αλλάζουν οι αισθήσεις σου....Βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα... οι χαρακιές στα χέρια γίνονται γκρεμνοί και βάραθρα.
Τότε αλλάζουν οι αισθήσεις σου....Βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα... οι χαρακιές στα χέρια γίνονται γκρεμνοί και βάραθρα.
Κράτησα τη ζωή μου θα πει, έβλεπα για ώρες το πλάγιασμα της βροχής προσπαθώντας να βρω την ακριβή γωνία, άκουγα για μήνες το βάρος της σιωπής, περπάτησα για χρόνια στους χιονισμένους κάμπους, στις σκοτεινές πλαγιές.
Κράτησα τη ζωή μου θα πει, στάθηκα εκεί που τελειώνουν οι αυταπάτες των νερολούλουδων μπροστά στη θάλασσα της νύχτας, ψηλαφώντας.... ο τυφλός άνθρωπος.
Αναρωτήθηκα, τάχα να υπάρχουν απαντήσεις; τάχα να υπάρχει αυτός; τάχα να υπάρχω εγώ;
Βρήκα τον κύκνο νεκρό μέσα στα λευκά του φτερά, βρήκα το πρόσωπό σου μέσα στον άδειο κήπο. Θα πει, προσηλώθηκα.
Βρήκα τον κύκνο νεκρό μέσα στα λευκά του φτερά, βρήκα το πρόσωπό σου μέσα στον άδειο κήπο. Θα πει, προσηλώθηκα.
Είπα: δεν ξέρω.... να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ.... δεν βλέπω καμιά φωτιά στην κορυφή... βραδιάζει...
Ο δρόμος του ανθρώπου.
Να κρατήσει τη ζωή του στα χέρια του σαν ένα ολόκληρο ζεστό ψωμί, ένα πρόσφορο, να νιώσει να καίγεται, να νιώσει το ασήκωτο βάρος και απλώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό, προς τον άλλο, προς τον Θεό, προς την αγάπη να το προσφέρει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου