Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης


Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια
το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερημοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι' οι δρόμοι.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ· ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα
χαλίκια
σαν την ανάμνηση, της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες
πού μου ξεφεύγουν
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι' αυτός ό άνθρωπος
πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ' αγγίζει
στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπο σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ό δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν εκείνους
πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
πού στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου,
ό δρόμος δεν έχει αλλαγή˙ κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
 Γ.  Σεφέρης
Σχόλιο:
Πώς είναι να κρατάς τη ζωή σου, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι απλώς ζουν τη ζωή τους....
Πώς είναι να κρατάς κάτι που διαρκώς διαρρέει, αλλάζει, κυλάει και περνάει και χάνεται....
Πώς είναι να κρατάς τη ζωή; Έχει η ζωή σώμα; βάρος; διαστάσεις;
Είναι η ζωή κάτι υλικό που μπορείς να το κρατήσεις;
Κι αν το κρατήσεις, θα το κρατήσεις απαλά σαν ένα ξερό φύλλο που με την παραμικρή κίνηση μπορεί να θρυμματιστεί και να γίνει σκόνη;
Θα το κρατήσεις εκστατικά όπως η μάνα του Χριστού το νεκρό Του σώμα;
Θα το κρατήσεις σηκώνοντάς το ψηλά στην έναστρη νύχτα να το δουν τα αστέρια, εκείνο το άστρο ο Αλδεβαράν και να τρεμουλιάσει το φως του;
Θα το κρατήσεις επίφοβα, όπως το πρόσωπο του αγαπημένου μέσα στα χέρια σου, πασχίζοντας  να εισδύσει μέσ' από τα μάτια του η λέξη "σ' αγαπώ";
Πώς είναι να κρατάς τη ζωή σου ως κάτι που έχει αρχή και ένα βέβαιο τέλος. Κάτι που είναι θερμό και παλλόμενο;
Ναι, η ζωή κρατιέται. Και μόνο έτσι μπορείς να πεις, ότι έζησες...
Κρατιέται όπως το σώμα του βρέφους που γέννησες και μετά από πολύωρο τοκετό στο παραδίδουν στα χέρια σου.
Το απίστευτο θαύμα. Έχει το βάρος της ζωής και του θανάτου. Το βάρος του ιερού ισούται με το βάρος του σύμπαντος κόσμου, της ιστορίας κατά το παρελθόν και της ιστορίας κατά το μέλλον της ανθρωπότητας.
Κράτησα τη ζωή μου θα πει :  Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι να κάνω μ' αυτό το πράγμα που μου έδωσες... Πες μου τι να κάνω μ' αυτό; Τι θέλεις από μένα να κάνω; Πες μου ή πάρτο πίσω το δώρο σου.... Θα πει Σου φωνάζω.....
Τότε αλλάζουν οι αισθήσεις σου....Βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα... οι χαρακιές στα χέρια γίνονται γκρεμνοί και βάραθρα.
Κράτησα τη ζωή μου θα πει,  έβλεπα για ώρες το πλάγιασμα της βροχής προσπαθώντας να βρω την ακριβή γωνία, άκουγα για μήνες το βάρος της σιωπής, περπάτησα για χρόνια στους χιονισμένους κάμπους, στις σκοτεινές πλαγιές. 
Κράτησα τη ζωή μου θα πει, στάθηκα  εκεί που τελειώνουν οι  αυταπάτες των νερολούλουδων μπροστά στη θάλασσα της νύχτας, ψηλαφώντας.... ο τυφλός άνθρωπος. 
Αναρωτήθηκα, τάχα να υπάρχουν απαντήσεις; τάχα να υπάρχει αυτός; τάχα να υπάρχω εγώ;
Βρήκα  τον κύκνο νεκρό μέσα στα λευκά του φτερά, βρήκα το πρόσωπό σου μέσα στον άδειο κήπο. Θα πει, προσηλώθηκα.
Είπα: δεν ξέρω.... να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ.... δεν βλέπω καμιά φωτιά στην κορυφή... βραδιάζει... 
Ο δρόμος του ανθρώπου. 
Να κρατήσει τη ζωή του στα χέρια του σαν ένα ολόκληρο ζεστό ψωμί, ένα πρόσφορο, να νιώσει να καίγεται, να νιώσει το ασήκωτο βάρος και απλώνοντας  τα χέρια του προς τον ουρανό, προς τον άλλο, προς τον Θεό, προς την αγάπη  να το προσφέρει.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά