Σωκράτης : ένας πολιτικά υπάκουος φιλόσοφος;
(Μέρος : Τέταρτο και τελευταίο)
Η στάση του Σωκράτη
Πράγματι η στάση του Σωκράτη μας
προβληματίζει. Στην Απολογία του δείχνει σταθερός στις απόψεις του, δεν υποχωρεί
απέναντι στις αστήρικτες κατηγορίες εις βάρος του, που γνωρίζει ότι είναι
σαθρές και έχουν πολιτική σκοπιμότητα, περιπαίζει τους κατηγόρους του, και μάλιστα
εμφανίζεται αλαζών όταν προτείνει ως «ποινή» για τον εαυτό του να τρέφεται
δωρεάν στο Πρυτανείο για τις υπηρεσίες που προσφέρει στην πόλη, ενώ ξέρει ότι η
πρόταση του αντιδίκου του είναι να του επιβληθεί η θανατική ποινή.
Αντίθετα, στον Κρίτωνα η υποταγή του στην θανατική καταδίκη, όσο κι αν φαίνεται
ότι γίνεται αντικείμενο συζήτησης με τον φίλο Κρίτωνα, στην ουσία είναι
αδιαπραγμάτευτη.
α) Από την Απολογία θα σταθούμε σε μερικά σημεία
τα οποία θα μας καθοδηγήσουν στην ανάγνωση του Κρίτωνα:
1) Ο Σωκράτης προκειμένου να εξηγήσει την
στάση του να παραμείνει πιστός στο «δαιμόνιό του», το οποίο τον έκανε αντιπαθή
στους Αθηναίους και με βάση το κατηγορητήριο, διαφθορέα των νέων, την αντιπαραβάλλει αναλογικά με την στάση του
Αχιλλέα απέναντι στον θάνατο του Πάτροκλου. Όπως ο Αχιλλέας, εκπρόσωπος της
ηρωϊκής εποχής, θεωρεί υποχρέωσή του και δεν μπορεί να μην εκδικηθεί τον θάνατο
του Πάτροκλου, παρότι η θεά μητέρα του τον προειδοποιεί ότι θα πεθάνει κι ο
ίδιος, και γι’ αυτό το λόγο είναι από
όλους τους Έλληνες αξιοθαύμαστος, έτσι κι ο Σωκράτης δεν μπορεί παρά να υπακούσει
τον θεό και να ζήσει ή και να πεθάνει αναλόγως:
…. θα ήμουν ένας άθλιος, αν [….] αντίθετα, όταν μου όρισε
ο θεός, όπως εγώ το κατανόησα και το ερμήνευσα, ότι πρέπει να περάσω τη ζωή μου
φιλοσοφώντας και εξετάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, λιποτακτούσα από
φόβο για το θάνατο ή κάτι άλλο(Απόλ. 10e5)[1].
Σηματοδοτεί μ’ αυτόν τον τρόπο το πέρασμα, την
μετατόπιση ενός άξονα νοήματος ζωής από τον ηρωϊκό κώδικα σ’ έναν πιο εσωτερικό
που όμως και πάλι συμπεριλαμβάνει και έχει ορίζοντα αναμέτρησης της ανθρώπινης
ζωής, τον θάνατο. Η στάση απέναντι στον θάνατο ως αναπόσπαστο κομμάτι της
ανθρώπινης δραστηριότητας, νοηματοδοτεί τη ζωή.
Επομένως η ατομική συνείδηση στον Σωκράτη δεν
ορίζεται από επιμέρους δεσμεύσεις – στρατεύσεις
για το καλό ή το κακό, για το δίκαιο ή το άδικο, αν και μπορεί να μιλάει
γι’ αυτά με τους συμπολίτες του και να γίνεται αντιπαθής, δεν είναι όμως η
κατάδειξη αυτών ο τελικός στόχος του. Επίσης δεν ορίζεται από κάποια φυσικά
ένστικτα συμπάθειας ή ακόμα και από τις λογικές σκέψεις που μπορεί να κάνει
κάποιος σε σχέση με την κατάστασή του και το τι τον συμφέρει να κάνει (να
υπακούσει ή όχι).
Ο Χ.Ζ. θεωρεί ότι η άκριτη υπακοή σ’ όλους
τους νόμους διαστρεβλώνει αυτές τις «φυσικές» ανθρώπινες λειτουργίες
(συμπάθεια, δικαιοσύνη, λογική σκέψη).
Η απολογία του Σωκράτη δεν αναφέρεται σε μια
ψυχολογική, ταξική, ηθική, ιστορική ή κάποιο τμήμα της ανθρώπινης
συνειδητότητας, το οποίο θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε για την δημιουργία ενός πολιτικού κινήματος. Ο
Σωκράτης αναφέρεται στην ολική συνείδηση του ανθρώπου που βλέπει πίσω από τα
επιμέρους επεισόδια και τις προκλήσεις της ζωής του να υπάρχει μια αιτία και
ένας σκοπός, ένα τέλος. Ουσιαστικά περιγράφει την δράση του Λόγου που διέπει το
σύμπαν, μιας υπέρτερης δύναμης, τάξης και αρμονίας, μέσα στον κόσμο των ανθρώπων δια μέσου του
Σωκράτη.
Αν υπάρχει μια αλαζονική και ίσως κοροϊδευτική
στάση απέναντι στις ρητορικές και δικανικές μικρότητες που αντιμετωπίζει στο
δικαστήριο, προέρχεται απ’ αυτό το ύψος της θεϊκής αποστολής που νιώθει να έχει
ο Σωκράτης.
2) Το δεύτερο σημείο αντλούμε από την
δευτερολογία του Σωκράτη, μετά την πρώτη ψηφοφορία κατά την οποία κρίθηκε
ένοχος.
Τι μου αξίζει να πάθω ή να πληρώσω, επειδή δεν έμαθα στη
ζωή μου να κάθομαι ήσυχα και αδιαφόρησα για όσα επιδιώκουν οι πολλοί, δηλαδή
την απόκτηση χρημάτων και τη διαχείριση των οικονομικών μου […..] Αυτό το έκανα
γιατί θεωρούσα ότι είμαι όντως πολύ ακέραιος για να επιβιώσω αν εμπλεκόμουν σε
τέτοια πράγματα. […] Αντίθετα, έκανα αυτό: επιδίωξα πλησιάζοντας τον καθένα σας
προσωπικά, να του προσφέρω μεγαλύτερη ευεργεσία, όπως εγώ διατείνομαι,
επιχειρώντας να τον πείσω να μη φροντίζει για καμία υπόθεσή του, πριν φροντίσει
για τον ίδιο τον εαυτό του, πώς θα γίνει όσο το δυνατόν καλύτερος και
συνετότερος, και να μην φροντίζει για όσα ανήκουν στην πόλη πριν φροντίσει για
την ίδια την πόλη…
(Απολ.36 c-d).
O Σωκράτης εδώ μας
προσφέρει μια ιεράρχηση των προτεραιοτήτων που οφείλει να έχει ένας άνθρωπος
στην ζωή του. Από τις πολλές και ποικίλες ανάγκες που έχει ένα ανθρώπινο
πλάσμα, αυτές που προηγούνται αξιακά και που θα καθορίσουν την στάση απέναντι
στα υλικά αγαθά και τις τιμές της πόλεως, είναι οι αρετές που οφείλει να
καλλιεργήσει, με την φροντίδα του εαυτού (αυτογνωσία) ώστε να γίνει βέλτιστος
(το αντίθετο: αισχρός) και φρονιμώτατος (το αντίθετο: άφρων). Με βάση την
ιεράρχηση αυτή το είναι δεν
ταυτίζεται με το έχειν ή με το φαίνεσθαι, αλλά είναι οντολογικά
προσδιορισμένο από το Αγαθό και προηγείται του πράττειν.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, στην Απολογία τα
τελευταία λόγια του αφορούν τα ανήλικα παιδιά του που αφήνει πεθαίνοντας, και
λέει γι’ αυτά στους Αθηναίους :
Τους γιούς μου Αθηναίοι, όταν φτάσουν στην εφηβεία,
τιμωρήστε τους στενοχωρώντας τους όπως ακριβώς σας στενοχωρούσα εγώ, αν σας
φανεί πως φροντίζουν για χρήματα ή για οτιδήποτε άλλο παρά για την αρετή και αν
νομίζουν ότι είναι κάτι σπουδαίο ενώ δεν είναι τίποτε (και εάν δοκώσί τι είναι μηδέν όντες)´ σε αυτή την περίπτωση να τους επιπλήττετε όπως σας
επέπληττα εγώ, γιατί δε φροντίζουν για όσα πρέπει και νομίζουν ότι αξίζουν κάτι
ενώ δεν αξίζουν τίποτα (και οίονταί τι
είναι όντες ουδενός άξιοι). (Απολ. 41e5-8)
Η αρεταϊκή αυτή ιεράρχηση των ανθρώπινων
προτεραιοτήτων είναι που καθορίζει και διαφορίζει το είναι από το μη-είναι ή μη-δ’εν.
3) Το τρίτο σημείο που σημειώνουμε από την
Απολογία είναι η ψυχική ενότητα που νιώθει ο Σωκράτης. Στον άνθρωπο – φιλόσοφο
Σωκράτη υπάρχει πλήρες καταλάγιασμα των παθών, δεν υφίσταται κανένας διχασμός
ούτε αγωνία, όπως θα περίμενε κανείς για κάποιον που αντιμετωπίζει το
ενδεχόμενο να πεθάνει. Είναι η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος
που νιώθει ότι η πράξη του καθορίζεται από ένα υψηλότερο συνειδησιακό κίνητρο
που υπερβαίνει τα ατομικά συμφέροντα επιβίωσης. Λέει :
Η συνηθισμένη μου μαντική φωνή, αυτή του δαιμονίου, όλο το
προηγούμενο διάστημα εμφανιζόταν πολύ συχνά και μου εναντιωνόταν έντονα ακόμη
και για πολύ ασήμαντα πράγματα, αν πρόκειτο να κάνω κάτι που να μην είναι
σωστό. Τώρα όμως μου συνέβη αυτό που βλέπετε και οι ίδιοι και το οποίο θα
μπορούσε κανείς να το θεωρήσει –και γενικά πιστεύεται ότι είναι- το μεγαλύτερο
κακό. Όμως ούτε όταν βγήκα το πρωί από το σπίτι μου μού εναντιώθηκε το θεϊκό
σημάδι, ούτε όταν ανέβαινα εδώ στο δικαστήριο, ούτε σε κανένα σημείο του λόγου
μου ενώ επρόκειτο να πω οτιδήποτε. Κι όμως, σε άλλες ομιλίες μου πολλές φορές
με σταμάτησε στη μέση μιας φράσης. Τώρα όμως πουθενά κατά την παρουσία μου στο
δικαστήριο δε μου εναντιώθηκε ούτε σε κάποια πράξη ούτε σε κάποιο λόγο. (Απολ. 40a-b7)
β) Θα ολοκληρώσουμε την
εξέταση της στάσης του Σωκράτη, μέσα από τον Κρίτωνα.
Έχει υποστηριχθεί ότι οι δύο αυτοί διάλογοι
είναι ασύμβατοι και ότι ούτε λίγο ούτε πολύ αντιφάσκουν μεταξύ τους.
Αντίθετα, εμείς υποστηρίζουμε ότι οι δύο
διάλογοι μπορούν μόνο παράλληλα να διαβαστούν και θα τολμούσαμε να πούμε ότι ο
συγγραφέας θέλησε αυτό το ζευγάρωμα όχι μόνο για να καταδειχθεί το ηθικό
ανάστημα του ανδρός και δασκάλου Σωκράτη, αλλά και για έναν ουσιωδέστερο λόγο,
καθαρά φιλοσοφικό.
Ένα εύλογο ερώτημα είναι : Γιατί ο Σωκράτης
δεν επικαλείται απέναντι στον φίλο του τον Κρίτωνα αυτό που και στο δικαστήριο
επικαλέστηκε, ότι δηλαδή το «δαιμόνιό» του, η εσωτερική φωνή που τον
συμβούλευε σε όλη του τη ζωή και στο
δικαστήριο, είναι και πάλι παρούσα και του λέει να μην δραπετεύσει;
Γιατί, δεν επικαλείται την ανώτατη γι’ αυτόν
«αρχή» προκειμένου να στηρίξει την απόφασή του να παραμείνει στη φυλακή; Δεν θα
ήταν αρκετό; Δεν θα έπειθε με μιάς τον Κρίτωνα ότι αδίκως κοπιάζει;
Αντ’ αυτού ο Σωκράτης «στήνει» έναν υποθετικό
διάλογο με τους Νόμους και μόνο στο τέλος αυτού του διαλόγου, παρομοιάζει τον εαυτό
του όπως τους κορύβαντες (ώσπερ οι κορυβαντιώντες των αυλών δοκούσιν ακούειν)
για να δηλώσει με αυτή τη παρομοίωση ότι πλέον τα λόγια του φίλου του δεν έχουν
καμιά τύχη.
Πράγματι, οι Νόμοι, επικαλούνται τα
επιχειρήματα που ήδη παραθέσαμε, για να στηρίξουν τον άδικο χαρακτήρα της
σχεδιαζόμενης απόδρασης.
Νομίζουμε ότι το «κλειδί» της εξήγησης
βρίσκεται σε δύο σημεία του διαλόγου. Το πρώτο όταν ο Σωκράτης καλεί τον φίλο
του να εξετάσουν από κοινού την ορθότητα των φρόνιμων λόγων που παρέθεσε ο
Κρίτων προκειμένου να τον πείσει να δραπετεύσει:
Γιατί εγώ, όχι τώρα για πρώτη φορά, αλλά πάντοτε ήμουν
τέτοιος που να μην πείθομαι από κανέναν από τους δικούς μου ανθρώπους
περισσότερο από ό,τι από το επιχείρημα που μου φαίνεται καλύτερο όταν σκέφτομαι. (ή τω λόγω ός αν μοι λογιζομένω)
(Απολ. 46b5-6).
Και το δεύτερο, βρίσκεται στο τέλος του λόγου
των Νόμων, όπου φέρονται να λένε :
Αλλά τώρα θα φύγεις, αν φύγεις, έχοντας
αδικηθεί όχι από εμάς τους νόμους,
αλλά από τους ανθρώπους (Απολ. 54c).
Aπό τα σημεία αυτά
γίνεται φανερό ότι η στάση του Σωκράτη όπως ξεδιπλώνεται από την αρχή της δίκης
του έως το τέλος της συνομιλίας με τον Κρίτωνα, ενώ δεν αλλάζει σε τίποτα όσον
αφορά τις απόψεις του, ωστόσο όμως δεν είναι ομοιόμορφη, ενώ κατορθώνει να
είναι ενιαία. Ο Σωκράτης σκιαγραφεί τον
χώρο εντός του οποίου πρέπει να διαβάσουμε τον Κρίτωνα κι αυτός είναι ο χώρος των ανθρώπινων πραγμάτων, είτε λόγων
είτε πράξεων.
Ο Σωκράτης δεν ταυτίζεται με έναν τρόπο
άκαμπτο και ορθολογιστικό με τις θεωρητικές, φιλοσοφικές απόψεις του,
εμμένοντας σ’ αυτές. Στον Κρίτωνα συνομιλεί
με το Νόμους για να μας χαρίζει άλλη μια οπτική των πραγμάτων, θα λέγαμε
συμπληρωματική της Απολογίας.
Η στάση του δεν στηρίζεται μόνο στην ορθότητα
ή το δίκαιο των απόψεών του, για την οποία ουδεμία στιγμή αμφιβάλλει.
Για την χάραξη της στάσης του, της πράξης του μέσα
την δεδομένη στιγμή λαμβάνει υπόψη του την χρονικο-ιστορική συγκυρία μέσα στην
οποία έζησε, δίδαξε, προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους, δικάστηκε και εντέλει
έκλεισε τον κύκλο της ζωής του, ο φιλόσοφος – άνθρωπος Σωκράτης.
Οι λόγοι των Νόμων εκφράζουν αυτή τη δεδομένη
χρονικο-ιστορική συγκυρία και αποτελούν πράγματι το αποκρυστάλλωμα της
αθηναϊκής κοινωνίας, το βαθμό ωριμότητας των κοινωνικών σχέσεων, τους τρόπους που έχουν κατακτήσει οι άνθρωποι
της εποχής του για να συγκροτούν οικογενειακούς δεσμούς, να μεταδίδουν τις
γνώσεις, να υπερασπίζονται τα κατακτημένα υλικά αγαθά, να ολοκληρώνουν μια
έννοια πολίτη και μια έννοια πατρίδας. Και αν η ιεράρχηση των αξιών, όπως
είδαμε παραπάνω στο σημείο 2 της Απολογίας, είναι ο τρόπος για να εμφαίνεται το
ανθρώπινο είναι και αν διαχωρίζεται από το μη-είναι, οι Νόμοι είναι οι τρόποι
για να εμφαίνεται ο πολίτης και να διαχωρίζεται από τον ιδιώτη.
Οι
τρόποι αυτοί, αν και δεν είναι οι απολύτως ιδανικοί, είναι όμως οι αναγκαίοι
επειδή συγκροτούν την ανθρώπινη κοινωνία ως τέτοια, κοσμούν και σώζουν από την αμορφία και το χάος τον
άνθρωπο, με μια μεταφορική έννοια τον «γεννούν» ως άνθρωπο, είναι εκφράσεις του
ανθρώπινου λόγου.
Ο ανθρώπινος λόγος για τον Πλάτωνα είναι –ή
οφείλει να είναι- μια αντανάκλαση του θεϊκού λόγου που κυβερνάει τον Κόσμο.
Επομένως οι Νόμοι, αντλούν το κύρος τους, όχι
επειδή είναι νομοθετήματα των
δημοκρατικών που τυχαίνει να κυβερνούν ή χειρισμοί και ισορροπίες και
ρητορείες, αλλά επειδή εκφράζουν μια μακρά πορεία έλλογης δράσης και
εξανθρωπισμού.
Το στημένο δικαστήριο με τους κατηγόρους και
την ισχνή πλειοψηφία της καταδίκης του αποτελεί την θετική, θεσμοθετημένη
έκφραση μιας δεδομένης πολιτικής συγκυρίας, είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο που
θα μπορούσε να μην είχε τύχει στον Σωκράτη. Απέναντι σ’ αυτό το συγκυριακό του
πράγματος, ο Σωκράτης στέκεται αμετακίνητος και δεν διστάζει να καταδείξει τις
αδυναμίες του πολιτεύματος, ακόμα και της δικαστικής διαδικασίας.
Οι Νόμοι όμως εκφράζουν κάτι βαθύτερο´ είναι το κοινό, το οργανωμένο κοινοτικό νόημα ζωής που προϋπάρχει των
συγκεκριμένων δικαστών ή των κατηγόρων, ακόμα και του ίδιου του Σωκράτη και
χάρις στην ύπαρξή του γίνεται δυνατή οποιαδήποτε φιλοσοφία. Οι Νόμοι δεν μπαίνουν στη λογική των
επιχειρημάτων και των αντεπιχειρημάτων δικαστικού – ρητορικού τύπου.
Οι Νόμοι δεν εκφράζουν την συγκυρία, εκφράζουν
τον βιωματικό χρόνο της κοινότητας, είναι ο χρόνος της εποχής εντός της οποίας
γεννιόμαστε.
Το «πείσε
ή υπάκουσε» δεν σημαίνει να έχεις τα λογικά επιχειρήματα σε μια ανταλλαγή
επιχειρημάτων, δεν είναι θέμα πειθούς. Σημαίνει ότι εάν δεν μπορείς να
εμπλουτίσεις αυτό το συλλογικό νόημα, εάν δεν είναι ώριμος ο καιρός για να σε
συμπεριλάβει, τότε το να μείνεις εντός
της εποχής σου και να δεχθείς πάνω σου, στη ζωή σου, με τη φυλάκιση, το
κακοπάθημα ή τη θανατική σου καταδίκη είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις για
να το εμπλουτίσεις, τελικά[2].
Η δραπέτευση του Σωκράτη θα τίναζε στον αέρα
αυτό το κοινό νόημα που συγκροτεί την ανθρώπινη κοινωνία, πριν από την εμφάνιση
των φυσικών ατόμων που την συγκροτούν και πριν από τα ιδιοτελή τους συμφέροντα,
τα οποία προωθούν και υπερασπίζονται. Θα σήμανε αποδέσμευση του φιλοσόφου για την διάσωση της ατομικής του ύπαρξης,
την περιφρόνηση του Λόγου που οι Νόμοι υλοποιούν και εν τέλει αυτή είναι η αδικία την οποία ο
Σωκράτης δεν θέλει για τον εαυτό του. Στην πραγματικότητα αυτή την αδικία
(αλογία) διαπράττουν οι κατήγοροι και πολιτικοί του αντίπαλοι.
Και ενώ ο φιλόσοφος Σωκράτης όπως είδαμε
παραπάνω (σημεία 1,2,3 της Απολογίας) ερχόμενος
σε επαφή με το Αγαθό, δηλαδή με το θεϊκό στοιχείο, κινείται στο χώρο του απολύτου,
αποκαλύπτει την ανωτερότητα της συνείδησης στον άνθρωπο, θέτει την ιεράρχηση
των αξιών, φτάνει στην εσωτερική αρμονία και στην αναζήτησης της πλήρους αλήθειας, η οποία
θα του αποκαλυφθεί σε μια άλλη διάσταση μετά θάνατον, είναι ανυπότακτος, ο άνθρωπος Σωκράτης εμφανίζεται
και δρα μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια, είναι δέσμιος της περατότητας του
ανθρώπινου νοείν και πράττειν, δεν είναι παντοδύναμος, είναι υποταγμένος.
Αυτή η κατ’ εξοχήν ανθρώπινη κατάσταση, το
δίπολο μέσα στο οποίο κινείται η ανθρώπινη ζωή : από τη μια η ελευθερία της
ύπαρξης να δικαιώσει τον προορισμό της (που για τον Πλάτωνα είναι η μέθεξη –
μετοχή στο Αγαθό) και από την άλλη να αναγνωρίσει την περατότητα, σημαίνει πλέον του φιλοσοφικού ρεαλισμού, την
υπογράμμιση της τραγικότητας του ανθρώπου.
Επιπλέον, προσγειώνει και προφυλάσσει τον
υψιπετή φιλοσοφικό νου από την έπαρση της παντοδυναμίας του, που θα οδηγούσε σε
ολοκληρωτισμό, θα κατέστρεφε ένα μέρος του Λόγου που βρίσκεται ενσωματωμένος
στους Νόμους και θα καταντούσε εν τέλει απανθρωπία, όπως έχουμε δει να
συμβαίνει πολλές φορές και κατά το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν (δες Χίτλερ,
Στάλιν κλπ).
Κατόπιν τούτων, μπορούμε με ελαφρά καρδιά να
χρεώνουμε τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό των κοινωνιών στον Πλάτωνα;
Τι δεν διάβασε ο Ζιν
Ανακεφαλαιώνοντας, είδαμε πώς ο ιστορικός και
ακτιβιστής Χάουρντ Ζιν αναδέχεται τα σύγχρονα ερωτήματα για την πολιτική
ανυπακοή. Είδαμε τις αιτιάσεις που προβάλλει κατά του σωκρατικού προτύπου, ως
εμπόδιο για την ύπαρξη μιας ανεξάρτητης, ώριμης και δρώσας πολιτικής
συνείδησης.
Νομίζουμε ότι αυτό το οποίο πρέπει να ακόμα να
αναδείξουμε είναι το διαφορετικό πλαίσιο εκφοράς του πολιτικού λόγου εντός της
αρχαίας πόλεως και της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας.
Η πολιτική ανυπακοή όπως αυτή εμφανίζεται στις
σύγχρονες κοινωνίες, είναι μια προς τα πίσω κίνηση για τη αναζήτηση αυτού του
κοινού συλλογικού νοήματος που οι άνθρωποι μοιράζονταν ως περιεχόμενο ζωής,
εμπλούτιζε κι έδινε έναν ανώτερο κοινά αναγνωρισμένο σκοπό και οι σύγχρονες κοινωνίες απώλεσαν με την
θεσμοθέτηση των θεωριών του «κοινωνικού συμβολαίου», που υιοθέτησε η
νεωτερικότητα.
Το κοινό αυτό νόημα που εξανθρωπίζει την
ανθρώπινη ζωή και πράξη, υπονομεύτηκε και εν τέλει χάθηκε μέσα από την
εργαλειακή χρήση του λόγου, του κράτους και της εξουσίας. Η διευθέτηση των
αναγκών των συμβαλλομένων γίνεται αφού αυτοί ιδωθούν στην προ-πολιτική φυσική
τους κατάσταση και αφορά κυρίως την ασφάλεια, την ιδιοκτησία και την ελευθερία
του ατόμου[3].
Πρόκειται για έναν αγώνα κυριαρχίας και
ανταγωνισμού των κοινωνικών και ταξικών εταίρων προκειμένου να εξασφαλίσουν
καλύτερες θέσεις για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.
Σε καμία όμως περίπτωση δεν υπάρχει η έννοια
της «γέννας» του πολίτη εν κοινωνία και
η οργανική πολιτική διαπαιδαγώγηση/ περιχώρησή του, σ’ ένα προϋπάρχον νόημα που
να μας αφορά και να μας ξεπερνά όλους, είναι κάτι παντελώς αδιάφορο.
Στο πλαίσιο αυτό οι πολίτες δρουν με άξονα το
ατομικό τους συμφέρον, ανταγωνιστικά και η υπακοή ή η ανυπακοή στην εξουσία
κρίνεται από το αν αυτή η εξουσία πετυχαίνει ή όχι στον συμφωνημένο στόχο.
Είναι εύλογο, λοιπόν, οι κάθε λογής εξουσίες να προπαγανδίζουν την
αποτελεσματικότητά τους (αφού γι’ αυτό συστάθηκαν), να καλλιεργούν την
παθητικότητα, να συσκοτίζουν τις συνειδήσεις και να επιβάλουν την υπακοή.
Τα λογής κινήματα διαμαρτυρίας προσπαθούν να
επαναφέρουν αυτή την πρότερη, απωλεσθείσα άποψη για την συγκρότηση ανθρώπινης
κοινωνίας, με την οποία η ελληνική φιλοσοφική σκέψη και πολιτική πρακτική
αναμετρήθηκε για αιώνες, να δηλώσουν με
διάφορους αντισυμβατικούς τρόπους την ανάγκη για ξύπνημα από τον ατομικιστικό
λήθαργο και τον καταναλωτικό μικρόκοσμο του δυτικού ανθρώπου.
Επιθυμούν να λειτουργήσουν ως ένα ξυπνητήρι
για τις ναρκωμένες συνειδήσεις και εν τέλει το βαθύτερο αίτημά τους είναι να
επανασυστήσουν το κοινό νόημα, ως ουσιώδες χαρακτηριστικό στοιχείο του
πολιτικού ανθρώπου, δίχως το οποίο ο βίος ου βιωτός εστί.
Επομένως είναι α-νόητο να κρίνουμε με τα
σημερινά κριτήρια ανάγκης συγκρότησης κινημάτων πολιτικής ανυπακοής την άρνηση του
Σωκράτη να δραπετεύσει. Η άρνησή του αυτή δεν σημαίνει δουλική υποταγή κι ούτε
πολύ περισσότερο μπορούμε να συνάγουμε ότι προπαγανδίζει κάτι τέτοιο.
Η άρνησή του είναι μια υπεράσπιση του κοινού
πολιτικού νοήματος της εποχής του, από την ιδιοτελή προσπάθεια να σώσει την ατομικότητά του, με
ότι αυτό σημαίνει (επιβίωση, οικογένεια, φίλοι κλπ).
Συμπέρασμα
Η σύγχρονη έντονη αντιπαράθεση μεταξύ του
δικαιώματος των πολιτών να μην υπακούουν σε αποφάσεις της πολιτικής και όχι
μόνο εξουσίας, και στην ανάγκη να ζούμε
σε μια ευνομούμενη πολιτεία, πολλές φορές γίνεται μέσα σε ένα θολό τοπίο στο
οποίο διαπλέκονται τα δικαιώματα με τα συμφέροντα, οι ανάγκες με τις
προσδοκίες, η προπαγάνδα με την αναζήτηση της διαλόγου αλήθειας.
Μια προσπάθεια της φιλοσοφίας να επαναφέρει την συζήτηση περί πολιτικής και
πολιτικής ανυπακοής, από το πλαίσιο του φυσικού – θετικού δικαίου, στο οποίο
κινείται ο σύγχρονος προβληματισμός, στον ευρύτατο εκείνο άξονα – ορίζοντα που
περιγράφεται μέσα από την Απολογία
και τον Κρίτωνα, ήτοι στην κατάφαση
της ανεπανάληπτης ανθρώπινης ύπαρξης ως μετέχουσας σε ένα ανώτερο ηθικό σκοπό
και στην άρνηση της παντοδυναμίας των πολιτικών και οικονομικών εξουσιών, θα
ήταν ίσως, εκτός από γόνιμη, και αναγκαία.
[1] Πλάτωνος Απολογία, εκδ. Ζήτρος, εις.μετ.σχ.
Θανάσης Σαμαράς, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 202-203
[2] Πράγμα για το οποίο
προειδοποιεί τους Αθηναίους ο Σωκράτης στο τέλος της απολογίας τους,
προφητεύοντας ότι τον δρόμο του θα ακολουθήσουν άλλοι που θα είναι πολύ πιο
επικριτικοί απ’ ότι υπήρξε αυτός απέναντι στους συμπολίτες του , βλ. Πλάτωνος Απολογία, εκδ. Ζήτρος, σελ. 142-143
[3] βλ. Ζαν Μισέλ Μπενιέ,
Ιστορία της νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας, Κεφ. Τόμας Χόμπς, σελ. 61-76
& Τζον Λοκ, σελ. 186-195, μτφρ. Κ.Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996
Βιβλιογραφία
:
- Χάουρντ Ζιν, Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας, εκδ. Εξάρχεια, Αθήνα 2009
§ Πλάτωνος
Απολογία, - Κρίτων εκδ. Ζήτρος,
μτφρ.σχλ.. Θανάσης Σαμαράς, Θεσσαλονίκη 2003
§
Γεωργούλας
Αντώνης, Κοινωνικές θεωρίες εν δράσει,
εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010
§
Ζαν
Μισέλ Μπενιέ, Ιστορία της νεωτερικής και
σύγχρονης φιλοσοφίας, μτφρ.
Κ.Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996
§
Quentin Skinner,
Τα θεμέλια της σύγχρονης πολιτικής σκέψης,
εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2005
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου