Σωκράτης: ένας πολιτικά υπάκουος φιλόσοφος;
(Μ έ ρ ο ς : Π ρ ώ τ ο)
Πρώτες
σκέψεις ως πλαίσιο
Η υπακοή (υπό+ακοή) είναι μια εντελώς
παραστατική λέξη, από αυτές που διαθέτει σε αφθονία η ελληνική γλώσσα. Σημαίνει
όχι μόνο την κατά την αίσθηση αντίληψη των ήχων, αλλά με την προσθήκη της
πρόθεσης υπό- η λέξη στο σύνολό της
δηλώνει επιπλέον μια σχέση συμμόρφωσης
ή υποταγής άμα τη λήψει ενός συγκεκριμένου αισθητηριακού ερεθίσματος.
Στον φυσικό κόσμο οι φυσικές επιστήμες εξηγούν
τα φαινόμενα υπακοής που συναντούν
σε μια κλίμακα που εκτείνεται από την μοριακή δομή μιας χημικής ένωσης έως τις
εκρήξεις στην επιφάνεια του ήλιου του πλανητικού μας συστήματος. Η έννοια
λοιπόν της υπακοής στον φυσικό κόσμο, εμπεριέχει σχέσεις
αναγκαιότητας που αποτυπώνονται με την μορφή των φυσικών νόμων.
Θα μας αρκούσε λοιπόν ένας λόγος εντός των
πλαισίων του φυσικού – αισθητηριακού κόσμου, ένας λόγος των φυσικών επιστημών,
για να μιλήσουμε επαρκώς για την υπακοή, που παρατηρούμε στα φυσικά φαινόμενα.
Εάν όμως θέσουμε τον επιθετικό προσδιορισμό πολιτική, δίπλα στο ουσιαστικό υπακοή, κάνουμε ήδη μια υπέρβαση αυτού
που η λέξη παραστατικά φανερώνει. Πραγματοποιούμε μια σύνδεση ενός
ουσιαστικού που δείχνει μια φυσική
κατάσταση (ερέθισμα ήχου – ακοή- συμμόρφωση) με μια κατηγορία που δεν ανήκει
στον χώρο του φυσικού κόσμου, δηλαδή με τον χώρο του πολιτικού.
Ο χώρος του
πολιτικού είναι ο κατεξοχήν χώρος της ανθρώπινης δραστηριότητας, των σχέσεων
και των ανθρώπινων σχετικοτήτων. Κάνοντας μια τόσο τολμηρή σύνδεση,
υπονομεύουμε τον απόλυτο δηλωτικό τρόπο της λέξης και αμέσως δημιουργούμε τις προϋποθέσεις αναίρεσης
της υπακοής με το αντίθετό της δηλαδή με την ανυπακοή, η οποία θα αναφέρεται κι αυτή κατ’ ανάγκη στον χώρο του
πολιτικού, γιατί δεν μπορούμε να φανταστούμε μια ανυπακοή εντός του φυσικού
κόσμου.
Επομένως μιλώντας για πολιτική υπακοή υποθέτουμε ότι οι άνθρωποι θέτουν σε ισχύ μια
νομοθεσία τόσο ισχυρή που, αν και δεν είναι φυσική –δεν απαντάται δηλαδή και
δεν περιγράφεται με όρους των φυσικών επιστημών- ωστόσο λαμβάνει θέση φυσικού
νόμου αξιώνοντας την ρύθμιση των σχέσεων
εντός της πολιτικής κοινότητας των ανθρώπων. Γίνεται εμφανές τότε, ότι με
τον όρο της πολιτικής υπακοής περιγράφεται μια σχέση κυριαρχίας και περιορισμού
της ελευθερίας, ως καταστατική προϋπόθεση για την συγκρότηση σχέσεων πολιτικής
κοινότητας. Ταυτόχρονα στον κόσμο των
πολιτικών σχέσεων, και παράλληλα με την έννοια της πολιτικής υπακοής,
δημιουργείται η έννοια της πολιτικής
ανυπακοής που σημαίνει την αμφισβήτηση της θέσης της νομοθεσίας.
Έτσι, το ερώτημα που τίθεται είναι: Ποιο κριτήριο
υιοθετούν οι άνθρωποι για να συνάψουν σχέσεις οι οποίες θα αξιώνουν την
πολιτική τους υπακοή; Η αναζήτηση του κριτηρίου θα πρέπει να γίνει μόνο στον
δημόσιο χώρο ως κάτι κοινά αναγνωρισμένο ή
σχεσιακή υφή της πολιτικής υπακοής υπονοεί την συμπερίληψη του όλου
ανθρώπου που δεν εξαντλείται στον
πολιτικό – δημόσιο χώρο αλλά επεκτείνεται στην μοναδικότητα της ανθρώπινης
συνείδησης; Πού μπαίνει το όριο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού; Πότε η πολιτική
υπακοή είναι έγκλημα ενώ η ανυπακοή καθήκον;
Τα ερωτήματα αυτά είναι διαχρονικά και θα
παραμείνουν τέτοια. Η αξία τους βρίσκεται στην θέση τους και όχι στην
επιχειρούμενη κάθε φορά απάντηση. Η αξία τους αποτελεί το περιεχόμενο του
στοχασμού μας, εάν θέλουμε να υπερασπιστούμε την δυνατότητα να στοχαζόμαστε την
εποχή μας, υπό το φως των συγκαιρινών μας προβλημάτων πολιτικής.
Θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τα παραπάνω
ερωτήματα έχοντας ως άξονα διαλόγου τη σκέψη ενός σύγχρονου γνωστού ακτιβιστή,
ταλαντούχου θεατρικού συγγραφέα και έγκριτου ιστορικού, του Χάουαρντ Ζιν.
Ο
Χάουρντ Ζιν (1922-2010) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην καρδιά του καπιταλιστικού
κόσμου, τις ΗΠΑ, και παρακολούθησε στενά την πολιτική ιστορία της πατρίδας του
στο εσωτερικό αλλά και την επιρροή – πολιτική, οικονομική, ιδεολογική,
στρατιωτική- που άσκησε τον προηγούμενο αιώνα και εξακολουθεί να ασκεί στο
παγκόσμιο στερέωμα.
Από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο λόγος του
Χ. Ζιν, καταγγελτικός, βιωματικός και ανατρεπτικός, βγαίνει από τα σύνορα του
καθηγητικού διανοουμενισμού και επιθυμεί να συνομιλήσει άμεσα με κάθε άνθρωπο,
που θέλει «κάτι να κάνει», «κάπως να αντιδράσει» απέναντι σε ένα σύστημα που
νιώθει ότι του κλέβει την αξιοπρέπεια, την ελευθερία της σκέψης και την
συνειδησιακή του αυτονομία.
Στο έργο του «Διακηρύξεις Ανεξαρτησίας» πραγματεύεται τα καίρια προβλήματα του πολέμου και της ειρήνης, του νόμου
και της δικαιοσύνης, του διεθνισμού και του εθνικισμού, της ισότητας και της
απληστίας, της δημοκρατίας και του ελιτισμού, όπως αυτά εμφανίζονται ως πεδία
συγκρούσεων συμφερόντων σ’ έναν ταξικά διαρθρωμένο κόσμο.
Για τις ανάγκες του θέματός μας θα
επικεντρωθούμε στο Κεφάλαιο 6, όπου πραγματεύεται τη σχέση του Νόμου με την
Δικαιοσύνη και θα σταθούμε στην ειδική αναφορά που κάνει ο συγγραφέας
επιχειρώντας να συνδέσει το πολιτικό παράδειγμα του Σωκράτη με την λανθασμένη –κατά την άποψή
του- υπακοή που υπέδειξε ο φιλόσοφος απέναντι στο νόμο, ακόμα κι αν αυτός ήταν
καταφανώς άδικος.
Ήταν ο πλατωνικός Σωκράτης, αυτό που θα λέγαμε σήμερα, ένας υπάκουος πολίτης;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου