Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2013

_για τα φιλοσοφικά xanax ή prozac

Nεόκοπα  Κέντρα Φιλοσοφικής Ψυχοθεραπείας  (ο Θεός να τα κάνει) που ξεφύτρωσαν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού εδώ και μερικές δεκαετίες, εν μέσω κρίσης,  ενδημούν και στην χώρα μας. Δεν μιλάμε για σχολές φιλοσοφίας, (ιδιωτικές ασφαλώς, αφού εξ Αμερικής η ιδέα), όπου κάποιος άνθρωπος, με ανησυχίες, με ερωτηματικά κλπ. θα απευθυνόταν για να φοιτήσει και να διδαχθεί   την φιλοσοφική σκέψη. Δεν μιλάμε ούτε για την ψυχοθεραπεία, όπως αυτή ασκείται και κατακυρώνεται μέσα από την   επιστήμη της ψυχολογίας. Μιλάμε για ένα πότ πουρί. Ήτοι, για την    επιχειρηματική δημιουργικότητα, η οποία ξέρει να προσαρμόζει το προϊόν στις ανάγκες της εκάστοτε αγοράς. Ανάλογα με τον πελάτη, έχουμε μπόλικα αποθέματα φιλοσοφικών σκευασμάτων, να σας παρέχουμε. Ο καθένας θα έχει αυτό που του ταιριάζει. Βεβαίως, για να είμαστε σίγουροι, θα συνεχιστεί και η φαρμακευτική αγωγή.   Όλα κι όλα. Η αγωγή (του πολίτη) αγωγή, και τα κέρδη των φαρμακοβιομηχανιών, κέρδη. Μάλιστα, όπως διατείνονται πολλοί

_πρόβλημα πίστεως

T o πρόβλημα ξεκινάει όταν χάσει κανείς την πίστη του.  Έτσι ξεκινάει, όμως .....  Πίσω από κάθε χαμένη πίστη βρίσκεται μια προδοσία. Η πιο μεγάλη προδοσία που μπορεί να νιώσει κανείς είναι όταν προδοθεί από τον ίδιο τον εαυτό του.  Θα σταθεί απέναντί σου, θα σ' αγκαλιάσει τρυφερά, σχεδόν ερωτικά, και θα σε φιλήσει πολύ κοντά στα χείλη. Αυτός είσαι , θα πει. Τότε ορμάνε οι σταυρωτήδες, οι σιδεράδες, οι στρατιώτες κι όλοι μαζί αρχίζουν να σε σπρώχνουνε και να σε τραβολογάνε. Θα νιώσεις τότε μετανιωμένος, τόσο προδομένος από τα μέσα. Κι έτσι άδειος καθώς θα είσαι, θα σε κυριεύσει  η ζάλη της πτώσης.  Ημιλιπόθυμο θα σε κρατάνε όρθιο, θα ακούς τις φωνές τους σαν ένα βουητό, οι ώμοι σου θα ριγούν από το κρύο κι όλο το αίμα  θα έχει μαζευτεί στο υπογάστριό σου. Το πρόβλημα είναι ότι δεν θα πιστεύεις σε καμία ανάσταση, γιατί ούτε ο θεός  απάντησε στην τελευταία προσευχή σου,  γιατί ήσουν εσύ αυτός που πρόδωσε γιατί αγαπάς τόσο πολύ τον προδότη,  και Θεέ μου! πόσ

_ο κύριος από τη Γερμανία

Δ εν είναι καμία Άννα, Ρένα, Κάτια, Νιόβη Ζωή δεν είναι καμίας άλλης. Είναι ο κύριος από την Γερμανία που παίζει τις φούγκες του, απ' το πρωί, τα  μεσημέρια, και αλίμονο πώς παίζει, τα βράδια της ησυχίας, όταν όλα  όσα έπρεπε να γίνουν έχουν ήδη γίνει και δεν μένει τίποτα άλλο.  Τότε  παίζει πάνω στα βλέφαρα, πολύ κοντά στ' αυτιά ένα  ερωτικό λαχάνιασμα, που θέλεις και δεν θέλεις, να τελειώσει. Και ξέρεις  πού οφείλεται αυτή η διαπεραστική σου ευφυία, που δεν σ' αφήνει απ' το πρωί  κι αλίμονο τα βράδια, όταν όλα έχουν ήδη γίνει, δεν σ' αφήνει να ακούσεις τίποτα άλλο. Και ξέρεις από πού ανεβαίνει αυτός ο σκοτεινός παλμός σου, που θέλεις και δεν θέλεις να τελειώσει.   Τότε ξέρεις ότι οι αποφάσεις σου, δεν είναι τίποτα άλλο παρ' εκτός η μουσική του  που δεν μπορείς να σταματήσεις.  Δεν πρέπει να αγνοείς τον κύριο  από την Γερμανία γιατί αυτός τραγουδάει τις φούγκες του μόνο σε σένα μόνο για σένα και Ζωή δεν θέλει καμιάς ά

_ο μαύρος επισκέπτης

Κ άθε φορά  ζητά να γνωριστούν απ’ την αρχή. Δεν παραδέχεται καμία προϋπάρχουσα συμφωνία Κανέναν διακανονισμό. Θέλει να πει ξανά τα ναι, ξανά τα όχι. Δεν επαναλαμβάνεται ποτέ. Δεν θέλει να τον αναγνωρίζουν. Η μάχη είναι αδυσώπητη. Ελέγχει κλωτσώντας με την μπότα του τα στέρεα δεσμά  της με τη γη, Με το δάκτυλο τις ουλές της χτυπώντας τη ράχη, το τσακισμένο πέταγμα Κάθε φορά που έρχεται είναι ολόμαυρος. Κάθε φορά που φεύγει   αγνώριστη ολόδροση και νεογέννητη την αφήνει.

_ο Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ και ο ελεγκτής στην Αθήνα

Δεν ξέρω από πού ν'αρχίσω. Ας πούνε οι άλλοι για τ' άλλα. Ας το ρίξουν κι αυτό μέσα στη χοάνη όπου όλα τα ρίχνουν. Μαζί με τους ξεσπιτωμούς, μαζί με τις αυτοκτονίες, μαζί με τα υπόλοιπα της κρίσης, τα αδιέξοδα, τα ναυάγια, την οδύνη. Ας το ρίξουν κι αυτό μέσα στη τεράστια κιμαδομηχανή των μ.μ.ε. Για το θάνατο του 19χρονου λέω, που πέθανε γιατί δεν είχε βγάλει εισιτήριο. Δεν είχε βγάλει εισιτήριο για μια γραμμή του τραμ,  για μια διαδρομή μέσα στους δρόμους της πόλης, της βρώμικης και της αισχρής αυτής πόλης, που κανείς δεν γνωρίζει κανένα, που μυρίζει απόπατο και καυσαέριο, που δεν υπάρχεις για κανέναν, που δεν υπάρχουν ούτε οι άλλοι για σένα. Δεν είχε βγάλει εισιτήριο στην πόλη φάντασμα που κατοικούν φαντάσματα, που εξουσιάζουν καλοταϊσμένα ανδρείκελα, το μήνα Αύγουστο, στην κόλαση της Αθήνας. Ας πούνε. Ήδη λένε και φωνασκούν. Ενημερώνουν και αναλύουν. Για λίγες μέρες ακόμη. Ίσως, ήδη τώρα, που γράφω τούτες τις γραμμές να έχουν περάσει με την ίδια ζέση και ορμή σε άλλο

_δεν με πιστεύεις

Ξ έρω ότι δεν με πιστεύεις. Όλοι αυτοί σε έχουν πείσει για το αντίθετο.  Το έχεις δει να επαναλαμβάνεται τόσες φορές, μπροστά στα μάτια σου.  Τόσα μεσημέρια.  Τόσα βράδια. Τόσες διαδρομές που δεν τελείωσαν.  Τόσες φορές που δεν μίλησες σε κανέναν.  Έχεις δει μυλόπετρες να γυρίζουν; Δεν υπάρχει αρχή και τέλος στο γύρισμά τους.  Γυρίζουν σαν από πάντα αυτό να έκαναν. Γύριζαν. Στο τέλος η αρχή τους και η αρχή στο τέλος τους. Και ό,τι βρισκόταν ανάμεσά τους συνθλιβόταν.   Έτσι, ξέρεις... Τόσες φορές το'χεις δει να γίνεται. Και ήσουν εσύ ανάμεσα. Και ήμουν εγώ ανάμεσα.  Από εκεί σου μιλάω, από το ανάμεσα στις μυλόπετρες.  Γι' αυτό δε με πιστεύεις, γιατί μου μοιάζεις.  Και σ' Αυτήν έμοιαζες. Γι' αυτό την κατάλαβες τόσο καλά. Γι' αυτό την κουβαλάς μέσα σου.  Eίναι το δροσερό νερό σου, που ακουμπάς κάθε τόσο στο ιδρωμένο μέτωπο.  Και να! πιστεύεις όλους αυτούς που σου λένε ότι δεν αξίζεις τίποτα. Οτι ίσως να μην μπορείς τίποτα. 

_η Σαπφώ τη νύχτα

Φερμένη από πόνο τα  μεσάνυχτα κρεμάμενη από φως στο κυπαρίσσι μπήκε σαν αύρα με το χλωμό της πρόσωπο που άλλαζε τη σελήνη και τα μαλλιά της ξέπλεκα κρατώντας  τα κεντίδια της περήφανη  για το κορμί , γιατρευτική για την ψυχή, αλλόκοτη για το μυαλό, μυριστική στο στόμα της, αιώνια ερωμένη. Κι όπως καθόμουν αντίκρυ της κι άκουγα  μέσα μου  την μιλιά της Ιερουργούσε τις  γνώριμες ασίγαστες πληγές, αιώνες πριν, που άνοιξε ο μανιασμένος έρωτας ο έρωτας ο σιωπηλός, ο έρωτας ο άχρονος στο πάλεμα ,στο τράνταγμα, στο σκόρπισμα του ανέμου κι  έκανε εμένα την θνητή να κοινωνώ τα αιώνια κι ο  πυρετός του πόνου μου να νιώθεται  ευλογία.

_κάποτε

Κ άποτε θα σου πω μη μιλάς άλλο. Κάποτε θα σου πω  δεν χρειάζεται να μιλάς πλέον. Κάποτε θα γεννηθώ στα προσφυγικά....   Στο Αιγάλεω, στις γειτονιές μου, στις καμινάδες, στο Πέραμα. Θα γεννηθώ στο χρόνο και στη διάβρωση του τόπου και των ανθρώπων, στις αλάνες, στο μεγάλο ποτάμι που χώριζε τον κόσμο σαν τάφρος, το παρελθόν απ'  αυτό που έμελλε να'ρθει και δεν το βλέπαμε, αλλά εκείνο ερχόταν, κι ήταν σα να το αναπνέαμε κάθε χρόνο πιο βαριά, πιο κοντά μας... βημάτιζε κι ερχόταν. Ήρθε και μας προσπέρασε, σάρωσε τους ανθρώπους, τα χέρια τους, τα μαντήλια της οικοδομής που τύλιγαν στο λαιμό τους, κάτι άθλια τρίκυκλα έξω από τα άθλια ταβερνεία, τα σχοινιά των γυναικών που άπλωναν τα ρούχα, τις ξύλινες στραβοκαρέκλες που έπιαναν μόνο μια ελάχιστη γωνιά στο πεζοδρόμιο και κοιτούσαν αυτό που ερχόταν.  Κοιτούσαν... Κάποτε θα γεννηθώ στη σιωπή σου   . Κάποτε, Αγάπη μου,  που θα στα έχω πει όλα.

_μόνο για τα κυριολεκτικά χάρτινα καραβάκια

  Μ’ αρέσανε από παιδί τα  χάρτινα καραβάκια. Φτηνό, έξυπνο κι ατέλειωτο παιχνίδι.  Χωρίς  φωνές, άλλα παιδιά, σπρωξίματα, φασαρία. Μόνο μια θάλασσα κι ένα ευτελές κι άχρηστο χαρτί εφημερίδας. Μπορείς να παίζεις μόνος σου τα  χάρτινα καραβάκια. Τα γώνιαζα, τα τσάκιζα, τα βάπτιζα με πολυσύλλαβα ηρωικά ονόματα ναυαρχίδων, κι ήταν μια πράξη ευθύνης  να είχαν δρομολόγιο, ένα σκοπό, μια γραμμή πλεύσης… Nα πούμε έως εκείνο το βράχο. Tο άλλο λίγο πιο μακριά, αυτό λίγο πιο πέρα, και τ’ άφηνα σειρές – σειρές το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Όμορφα που αρμένιζαν, ατρόμητα που βουτούσαν, με μια μύτη μυτερή, τέλεια γωνιασμένη. Κυμάτιζαν στο πρώτο, στο δεύτερο, στο τρίτο κύμα… Χανόντανε στο τέταρτο, βουλιάζανε στο πέμπτο. Κι άλλα ξοπίσω να’ρχονται , τα τέλεια τσακισμένα μου, ψεύτικα καραβάκια. Σ’ ευθεία ατελείωτη  κι μιαν  ελπίδα πως κάποιο ίσως μπορέσει να φύγει  τελοσπάντων , να γίνει μια κουκκίδα. Όμορφη γυαλιστερή... Επιτέλους να πείσει τα κύματα  και να μετρ

σκέψεις για την κακοποίηση των ζώων*

Είναι μια μεγάλη συζήτηση αυτό που θέλω να πω, σχετικά με την κακοποίηση των ζώων.  Το θέμα έχει άπειρες προεκτάσεις. Όπως όλα τα θέματα. Τίποτε δεν είναι "ένα" θέμα. Κάθε τι είναι "ένα" θέμα που περιέχει μέσα του όλα τα άλλα θέματα. Ίσως δεν είναι του παρόντος.... Με λίγα λόγια όμως : Όσο ο άνθρωπος δεν νιώθει απανθρωποιημένος μέσα στο μοντέρνο κόσμο, όσο ο κόσμος που έχουμε φτιάξει δεν βιώνεται ως ανυπόφορος, αλλά αυτή η αίσθηση διασκεδάζεται με διάφορους αντιπερισπασμούς (καταναλωτικούς, πολιτικούς κλπ.) ή δικαιολογείται ως αναγκαίος, τόσο θα ακούγεται παράλογο να του ζητάμε να νιώσει πόσο ανυπόφορος είναι ο κόσμος που έχουμε φτιάξει για τους βιολογικούς εταίρους μας.  Κι όταν μιλάμε για "απανθρωποίηση" του ανθρώπου στον 21ο αιώνα, ας μην περιοριστούμε μόνο στις απτές, μερτήσιμες πλευρές (πχ. εξάπλωση της φτώχειας στον πλανήτη κλπ) της υλικότητας. Κυρίως ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ότι απανθρωποίηση με όρους σύγχρονης μεταμοντέρνα

_η δυσκολία μου

Η  δυσκολία μου συνεχώς μεγαλώνει. Εγώ την προκάλεσα; ή μήπως όχι; σκέφτομαι μήπως, υπάρχει η πιθανότητα να με διάλεξε αυτή, επικονίαση με τον αέρα, ως ένα έδαφος ν' αυξάνεται, να πληθύνεται και να καταπονεί με.

_συνέχεια αυτουνού του εαυτού

Σ κέφτομαι... έτσι ξεκινάω πάντα,  πώς αλλιώς θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα μ' ένα κόσμο που δεν καταλάβαινα... Κι αυτό γίνεται συνέχεια.  Σχεδόν δεν μπορούσε να μιλάει πιά. Είχε γίνει ο ειδικός των παραμορφώσεων. Διαλυμένη καθώς ήταν στην παραμόρφωση των δύο της χρόνων, των πέντε της χρόνων, των είκοσι χρόνων, των πενήντα   α!! των πενήντα της χρόνων,  σκεφτόταν ότι τώρα πιά θα μπορούσε να ζήσει έτσι φυσιολογικά παραμορφωμένη και ... ειρηνικά διακείμενη για... πόσα ακόμα; πέντε; δέκα; είκοσι χρόνια; Το πολύ έφυγε ήδη.. Ναι! ήταν ο ειδικός των παραμορφώσεων. Αντιλαμβανόταν κάθε τι παραμορφωμένο, κατέβηκε στην κόλαση των ψεμάτων  που πλέον έλεγε : " δικαιούμαι να συλλάβω την Αλήθεια σε μια ψυχή και ένα σώμα". Να ένα απλό παράδειγμα. Αλλάζει μια μικρή αντωνυμία : Αυτοί είπαν, τώρα  θα δεις τι θα σου κάνουμε. Το ψέμα. Εσύ είπες, τώρα θα δεις τι θα σου κάνω.  Η αλήθεια. Μόνο που αυτή η αλήθεια δεν ανταποκρίνεται στην Αλήθεια. Έτσι και υπ'  αυτές τις συν

_γιατί την έχω απέναντί μου

  Αύγουστος και τα φροντιστήρια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εργάζονται πυρετωδώς. Ίσως να είναι  οι μόνες επιχειρήσεις που εργάζονται σ’ αυτή τη χώρα πλέον, με τόση έξαψη και ζήλο. Απέναντί μου η 17χρονη κόρη μου η οποία ετοιμάζεται από τώρα (Αύγουστος) με εντατικά φροντιστηριακά μαθήματα για να δώσει πανελλήνιες εξετάσεις την Άνοιξη του 2014 και δεν ξέρω…. …δεν ξέρω τι να της πω όταν καθόμαστε τα βράδια, εγώ με το βιβλίο της Ιστορίας ή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ή των Φιλοσοφικών Κειμένων στα χέρια μου  και εκείνη απέναντι μου για να μου πει παπαγαλία , για να μου πει επακριβώς, για να μου πει αυτολεξεί, για να μου πει  από μνήμης το μάθημα, κατά λέξη. Δεν συγχωρείται ούτε μια λέξη να ξεφύγει. Αυτή είναι η κατεύθυνση που δίδει το φροντιστήριο στους μαθητές του. Διότί το Φροντιστήριό μας  είναι πιστοποιημένο κατά  ISO . Μάλιστα, κατά  ISO , και είμαστε πολύ υπερήφανοι γι’ αυτό… Το  ISO  εγγυάται την ποιότητα των σπουδών στο φροντιστήριό μας. Τη

_παραμύθι

    Σ’  ένα μακρινό τόπο,  μια φορά και ένα καιρό  γεννήθηκε ένα πανέμορφο  κορίτσι. Οι γονείς του ήταν πολύ χαρούμενοι. Περισσότερο όμως χαρούμενος ήταν ο πατέρας του κοριτσιού. Κάθε φορά που το έβλεπε, κάθε φορά που το κρατούσε στα χέρια του, κάθε φορά που παρέστεκε στον ύπνο του, δάκρυα χαράς ανέβαιναν στα μάτια του. Και έκλαιγε πραγματικά, το χάιδευε, του μιλούσε και ήταν σαν να μην πίστευε ότι το κορίτσι αυτό ήταν το  παιδί του, νόμιζε ότι ήταν ένας άγγελος που δεν του άξιζε. Πως αυτός ήταν ανάξιος για μια τέτοια χαρά, τέτοια ομορφιά, τέτοια αθωότητα .     Έτσι μεγάλωνε το κοριτσάκι βλέποντας τη χαρά να γίνεται πόνος και δάκρυα.  Το κορίτσι όμως δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο πατέρας του έκλαιγε από την χαρά του που γεννήθηκε, γιατί το κορίτσι δεν ήταν ο πατέρας του για να νιώθει όπως εκείνος. Το κορίτσι ήταν ο εαυτός του, που έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει. Και σιγά σιγά άρχισε να κλαίει κι εκείνο χωρίς να ξέρει γιατί. Έτσι, άρχισε να κλαίει που γεννήθηκε. Ναι,

_θα την διώξω

Έ φυγες χωρίς να μου πεις πώς θέλεις να σε θυμάμαι. Έτσι, δεν φταίω εγώ που η μνήμη σου έγινε ανήμερη. Έχω μια γάτα, κάνα χρόνο τώρα.   Κάνω τα πάντα για να την τιθασεύσω. Όλα αυτά που κάνουμε με τα ζώα, τα κατοικίδια. Τα ζώα των πόλεων. Την  πήγα στο γιατρό, την φροντίζω, την ταΐζω κάθε μέρα, της αλλάζω το νερό. Το βράδυ αφήνω ανοιχτό το παράθυρο, την ώρα που δροσίζει, σαλτάρει στο δωμάτιο. Δεν έχει ένα σταθερό σημείο που να της αρέσει ιδιαίτερα. Κάνει ότι θέλει. Έχει καταστρέψει το σπίτι μου. Έχει χαλάσει τα έπιπλα μου, έχει ξεσκίσει τις κουρτίνες μου. Θα την διώξω. Γιατί έφυγες, χωρίς να μου πεις  πως θέλεις να σε ξεχάσω.  Θα την διώξω τη μνήμη σου ή θα την ημερέψω.