Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ήθελα μαζί τους να με πάρουν




Στην Β.

Ήθελα μαζί τους να με πάρουν

Τους υποχρέωνα γι' αυτό.
Τους μίλαγα όλη νύχτα,
τους έλεγα αστεία ευφυή
πειράγματα,
τους χάϊδευα τ' αυτιά , τα μπράτσα
γιατί ήθελα μαζί τους να με πάρουν.

Γελάσανε και γέλασα
χόρεψα και χορέψαν
τσουγκρίσαμε ψηλά ποτήρια με ποτά
μεθύσαμε.
Καθρέφτες του ειδώλου μου
που ήθελα μαζί τους να με πάρουν.

Ποιοί να'ταν άραγε;
Παρέα αλλοτινή και αλλοπρόσαλη
σ' ενός παλιού καιρού λιμάνι.
Πώς να'νιωθαν αυτοί;
Αυτοί μου ήταν άγνωστοι
Αυτοί μου ήταν αδιάφοροι
Αυτοί μου ήταν ξένοι
που ήθελα μαζί τους να με πάρουν.

Το γλέντι όλη νύχτα μας απόκαμε
Έξω η θάλασσα φούσκωνε γεμίζοντας αργά υπόγειους θαλάμους
Ξημέρωνε μέρα ροδαλή καλοκαιριού,
Όμως εγώ είχα κάτι ακόμα να τους πω
σαν αποχαιρετισμό, σαν τελευταία αγκαλιά
η ψύχρα
που μόλις βγήκαμε
μου χάϊδεψε το πρόσωπο, την πλάτη
κι ανατρίχιασα, το στήθος μου που λαχτάρησε κάποιος να το αγγίξει.
Κανείς δεν έβλεπε πως γύρω μας φούσκωνε η θάλασσα
κι εγώ είχα ακόμα κάτι να τους πω
μαζί τους να με πάρουν.

Όμως αυτοί
βιάστηκαν να απομακρυνθούν
στριμώχτηκαν σ' ένα αυτοκίνητο παλιό
περάσανε από μπρός μου
ολότελα εύθυμοι
ολότελα ξένοι
κουνώντας τα χέρια τους
χαίροντας τη σωτηρία τους (από τη θάλασσα; από μένα;)
κορνάροντας το φευγιό τους.

Έμεινα μόνη μου ξημερώματα
στην άδεια προκυμαία
με το φθαρμένο μου ποδήλατο
και το καρώ πουκάμισο που μ' άγγιζε στο στήθος
απέναντι μου φούσκωνε η θάλασσα
υπόγειο, μπλάβο, υπόκωφο
και τότε φόβηθηκα
εκεί μόνη μου
πως ήθελε μαζί της να με πάρει.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός