Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2014

_χρώματα κι αρώματα

Κλείνω  τη χρονιά τα γραφόμενα με χρώματα και αρώματα  με τραγούδι της καρδιάς μου και ευχές σε όλους τους φίλους και αναγνώστες  του ελάχιστου αυτού βήματος Ναι, ας είναι μια νέα Χρονιά! Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης Την εικόνα σου σεβάστηκα, στη φλόγα δεν εκράτησα. Την εικόνα την καλή θα σου φέρω μιαν αυγή. Χρώματα, χρώματα, άσε τα καμώματα. Χρώματα, χρώματα, χρώματα κι αρώματα. Την εικόνα σου σεβάστηκα και κράτησα, και τα χέρια μου θα ενώσω πριν στη ζητιανιά τη δώσω. Χρώματα, χρώματα, χρώματα κι αρώματα. Χρώματα, χρώματα, άσε τα καμώματα.

_πάει ο παλιός ο χρόνος

   Αν το έχετε προσέξει, που είμαι σίγουρη ότι το έχετε, η πραγματικότητα  κάτι τέτοιες μέρες αισθάνεται δαιμονιωδώς προσβεβλημένη και επιμένει ... Εκεί που έχει στηθεί το σκηνικό, το "να γιορτάσουμε", το "να χαλαρώσουμε", το "να περάσουμε καλά", το "χάπι νιου γιαρ"... Ξέρετε... αυτό το σκηνικό της ευτυχίας των χειμερινών διακοπών των χιονοδρομικών κέντρων των σαλέ της σύγχρονης Χάρτας των ύψιστων δικαιωμάτων της ποθούμενης ευδαιμονίας του δυτικού ανθρώπου...  Εκεί που το φαντασιακό της γιορτινής εμπειρίας έχει απογειωθεί, σε ένα ουρανό όπου ενδημούν   γεμιστές γαλοπούλες,  μανιταρόσουπες βελουτέ σε γάλα καρύδας με λάδι τρούφας,   φιλετάκια πάπιας σε μαρινάδα λεβάντας, δώρα και αρώματα και όλα αυτά που μου φέρνουν ζάλη... ζάλη μεγάλη.  Έρχεται ένα ναυγάγιο, έρχονται 400 νεκροί, έρχεται ένα τσουνάμι, έρχονται 600 πνιγμένοι λαθρομετανάστες, έρχονται άλλοι που καίγονται και άλλοι που παγώνουν,  έρχονται οι νεκροί νεαροί στην άσφαλτο

_ο Χρόνος και ο Χάρης στο σπίτι του προπάππου του

 O Xάρης είναι 17 χρονών... ζει στην πόλη, ακούει τις νουθεσίες του δικηγόρου πατέρα του, δεν μιλάει πολύ.... θα σπουδάσει. O Χάρης δυσκολεύεται -όπως πολλά παιδιά της γενιάς και της ηλικίας του- να ξεχωρίσει γιατί και πότε γιορτάζουμε τις εθνικές επετείους. Όταν οι ρεπόρτες τα ρωτούν στις παρελάσεις, αυτά μπερδεύονται και τότε πολλοί κουνάνε αποδοκιμαστικά το σοφό τους κεφάλι.  Ο Χάρης ζει σ' έναν γρήγορο κόσμο που διαρκώς αναπτύσσει μεγαλύτερες ταχύτητες στην μεγαμηχανή του Eδώ και του Tώρα Ζει τις στιγμές ακρωτηριασμένες, έτσι όπως περνάνε μέσα από τις οθόνες χωρίς να έχουν παρελθόν και δεν μπορεί να σκεφτεί το μέλλον Ζει στην απλούστευση του λόγου και του χρόνου -που είναι φτώχεια και όχι απλότητα- και δυσκολεύεται πολύ να συλλάβει το συνεχές της ροής  που λέγεται ζωή. Μαθαίνει πολλά αλλά δεν συγκεφαλαιώνει. Ζει τον στον κόσμο του σήμερα, έτσι όπως αυτός έκοψε τα χοντρά σκοινιά και βρέθηκε να αρμενίζει ακυβέρνητος. Για τον Χάρη ο χρόν

_λεμόνι γλυκό του κουταλιού : η συνταγή

Φάση 1η : Ψάχνουμε και φιλοσοφούμε Χρειαζόμαστε λεμόνια χοντρόφλουδα. Προτιμάμε λεμόνια από μια γνωστή μας, αψέκαστη και συμπαθητική λεμονιά ...  Μια λεμονιά παραμελημένη. Υπάρχουν τέτοιες λεμονιές σε αυλές, σε ακατοίκητα σπίτια ακόμα και στα πεζοδρόμια και συνήθως τα λεμόνια τους πέφτουν στο χώμα.  Ακόμα προτιμότερο είναι εάν κάποιος γείτονας ή συγγενής μάς χαρίσει με την καρδιά του τα λεμόνια της λεμονιάς του... Ακόμα κι αν δεν φιλοτιμηθεί κανείς να μας χαρίσει μερικά λεμόνια, μπορούμε να ζητήσουμε : Γείτονα, να κόψω μερικά λεμόνια από τη λεμονιά σου που τα θέλω για ένα γλυκό; Πιθανόν να μας κοιτάξει παραξενεμένος, ιδίως εάν δεν έχουμε ούτε καλημέρα μαζί του, αλλά δεν πειράζει. Μπορούμε να μελετήσουμε (κοινωνιολογικά) τις εκφράσεις και την απορία του προσώπου του. Κι όταν με το καλό φτιάξουμε το γλυκό του πάμε ένα βαζάκι με την καρδιά μας.... Πολύ θα του αρέσει και ίσως  να το καθιερώσετε, ως το μεταξύ σας κοινωνικό έθιμο. Εντελώς ακατάλληλα είναι τα

_το Ποτέ και το Πάντα

-" Το Ποτέ και το Πάντα είναι λόγια του Θεού, φράτε Λεόνε..." * -Ναι, έτσι είναι, καλή μου φίλη.... Θα πρόσθετα: Και ο άνθρωπος το μόνο πλάσμα που μπορεί να τα καταλάβει.  Κι επειδή μπορεί να τα καταλάβει  γι' αυτό και μπορεί να συντριβεί ή να θεωθεί.  Σα να λέμε ότι είναι το μόνο πλάσμα για το οποίο τα λόγια του Θεού, ως μεγέθη, μπαίνουν στην χρονικότητά του, στο από... έως, μέσα στο οποίο ανοίγει και κλείνει τα μάτια του. Φεύ και Δόξα! όταν  αυτά τα δύο συναντιούνται σε μια και μόνη ζωή.  Όταν το Ποτέ και το Πάντα, η συντριβή και η θέωση, πάνε μαζί.  Πιασμένα... Αγκαλιασμένα. *Από τον Φτωχούλη του Θεού , του Νίκου Καζαντζάκη

_Τίνα με λέγουσι οι άνθρωποι είναι

π. Νικολάου Λουδοβίκου «…και παντί τω χείρονι η ζωή των ανθρώπων κατεκρατήθη, μυρίαις οδοίς του θανάτου κατακριθέντος τη,φύσει· πάσα γαρ κακίας ιδέα, οίον τις οδός τω θανάτω καθ’ ημών γίνεται.» (Γρηγ. Νύσσης, Εις το Πάτερ ημών, Γ’, 4)   Τούτο το ερώτημα, το «τίνα με λέγουσι οι άνθρωποι είναι», τίθεται αινιγματικά προς τους ανθρώπους κάθε εποχής- είναι, θα λέγαμε, το κατεξοχήν «ιστορικό» ερώτημα του Ευαγγελίου. Το Είναι του Χριστού καθορίζει πράγματι το είδος του Είναι της Ιστορίας ο τρόπος με τον όποιο αντιλαμβανόμαστε τον Χριστό είναι αποφασιστικός, στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε την Ιστορία, να τη δικαιώσουμε, να τη «σώσουμε», ή αντίθετα να δραπετεύσουμε απ’ αυτήν. Οι γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρήσουν να εμβαθύνουν στο γεγονός αυτό… Ο πνευματικός πυρήνας της πτώσης μας φαίνεται λοιπόν πως υπήρξε η διάζευξη, διά των «μυρίων οδών του θανάτου», μεταξύ όντος και ζωής. Σ’ ολόκληρη αίφνης την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η ζωή βρίσκεται

_Μυστήριον Ξένον

Γ. Κόρδης, Κάλαντα Έψαξε, δίχως την όρεξη άλλων χρόνων, στην αποθήκη να βρει τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Θυμόταν ότι τα φύλαγε σε ένα πράσινο τσουβαλάκι. Όχι δεν θα στόλιζε δέντρο. Είχε χρόνια να στολίσει... Απλά σκέφτηκε να βάλει εδώ κι εκεί μερικά στολίδια... έτσι για να φτιάξει την ατμόσφαιρα. Άφαντο είχε γίνει.  Μετακίνησε τα πάντα σχεδόν...άδειες βαλίτσες, μπιτόνια, κούτες (τι να είχαν μέσα; ούτε που θυμόταν...) μια μεταλλική σκάλα, μια θήκη με εργαλεία, πέσανε  μερικές κρεμάστες.  Βρήκε και το τσουβαλάκι στριμωγμένο πίσω από το βαρέλι.  Θρυμματισμένα όλα μέσα... χρωματιστά γυαλιά, σπασμένες  μπαλίτσες, πατημένες καμπανούλες, ξεφλουδισμένες χρυσές γιρλάντες και κάτι ψωριασμένα στεφάνια. Φωτάκια που δεν άναβαν.  Της ήρθε μια μυρωδιά μούχλας και υγρασίας.  Έκλεισε το πράσινο τσουβαλάκι και το έδεσε με ένα σχοινί. Της φάνηκε ότι έκλεισε μέσα του κάθε τι που είχε ποτέ επινοήσει η ανθρωπότητα για να φτιάχνει την ατμόσφαιρα, που της ήταν απαραίτητη για να ζήσε

_τα πρόσωπά σας

Στην Ευανθία και στον Πέτρο Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι ζωγραφίζουν. Ζωγραφική θα πω αυτό που μας συνοδεύει απ' όταν είμαστε μικρά παιδιά έως τη βαθιά ωριμότητά μας και γεννιέται απ' την ακροβασία της ψυχής στην μύτη ενός μολυβιού ή ενός στυλό ή ενός πινέλου, άλλοτε ως μουτζούρα, άλλοτε ως μια βαθιά επίμονη γραμμή που σχίζει το χαρτί, άλλοτε ως λαβύρινθος κι άλλοτε ως περίτεχνο σχέδιο. Μ' αυτή την έννοια  κι εγώ ζωγράφιζα από πάντα. Όχι, δεν είμαι ζωγράφος. Αν με ρωτούσατε δεν θα ήξερα να πω τι είμαι. Δεν ξέρω ν' αποδώσω στον εαυτό μου ένα κατηγόρημα. Έτσι, προτιμώ να λέω ότι είμαι ένας άνθρωπος που κάτι κάνει....κι αυτό ήδη το θεωρώ πολύ. Ζωγραφίζω κυρίως πρόσωπα. Καμιά φορά ζωγραφίζω και άλλα πράγματα λουλούδια, τοπία ή αφηρημένα σχήματα, αλλά αν αφήσω ελεύθερο το μυαλό μου - από τα μαθητικά μου χρόνια στις ατελείωτες ώρες των ανιαρών παραδόσεων έως και τώρα που γύρισα πάλι πίσω στα θρανία - στα περιθώρια των τετραδίων και στα βιβλία μου ακόμα, π

_περί των "καλών" σκοπών των ημερών ή τα projects των Χριστουγέννων

Μ έσα στην ανοησία των εορταστικών ημερών, από τα πιο ανόητα είναι αυτές οι εκδηλώσεις - projects που γίνονται για "καλό σκοπό". Γίνονται και στην πόλη μας, από διάφορους ελεήμονες, ειδήμονες, κομπορρήμονες, χορηγούς.... Γίνονται μίγδην μαζί με τα ψώνια, τις εορταστικές προσφορές της κινητής τηλεφωνίας και τις διάφορες ευκαιρίες για τους έξυπνους καταναλωτές... Τι πλάκα που έχει να αναγνωρίζουν οι άνθρωποι καλούς σκοπούς στις πράξεις τους και κανένα σκοπό στην ύπαρξή τους! Κατ' επέκταση σκέφτομαι ότι θα πρέπει να αναγνωρίζουν, βάσει της ίδιας δυνατότητάς τους, και τους κακούς σκοπούς, επίσης.  Ας πούμε λοιπόν ότι ο "καλός" σκοπός είναι αυτός που με κάποιον τρόπο είναι στραμμένος στις ανάγκες του άλλου...ήτοι η ανιδιοτελής πράξη. Μια πράξη ελεημοσύνης. Και "κακός" σκοπός είναι αυτός που είναι στραμμένος στις ανάγκες του εαυτού μας, ήτοι η ιδιοτελής πράξη. Μια πράξη εγωιστική. Έτσι χωρισμένος ο κόσμος σε καλούς και κακούς σκοπούς μπορεί να

_ποίημα ονομάτων

Ε ίχα κάποτε διαβάσει ένα ποίημα που ανέφερε πολλά ονόματα. Μη φανταστείτε τίποτα ονόματα ευκλεή, όπως Αλέξανδρος, Κωνσταντίνος και λοιπά. Όχι. Ήταν κοινά ονόματα, όπως Χάρης, Βασίλης, Αγγελική.... Άγνωστα σε μένα, όπως αυτά που διαβάζουμε πάνω στους διαδοχικούς σταυρούς των κοιμητηρίων. Φαντάζομαι το ίδιο άγνωστα και στους πολλούς που θα διάβαζαν το ποίημα. Τι νόημα έχει, λοιπόν, ένα ποιήμα με πολλά άγνωστα ονόματα; Τι νόημα; Παρ' εκτός ότι ήταν άγνωστοι και γι'αυτό τόσο σημαντικοί που ν' αξίζουν τουλάχιστον ένα ποίημα....

_Άπορη

Σ τον κόσμο που βρέθηκε δεν υπήρχε λύπηση για κανέναν. Κι όμως κάποιος έπρεπε να λυπάται. Να λυπάται πολύ και βαθιά γι' αυτόν που δεν καταλαβαίνει, γι' αυτόν που μπερδεύει τους αριθμούς, γι' αυτόν που ξεχνάει τα ονόματα, γι' αυτόν που δεν μπορεί γι' αυτόν που αργεί, που αργεί πολύ στο δρόμο γι' αυτόν που δειλιάζει, γι' αυτόν που καθυστερεί παρατηρώντας ένα φύλλο καθώς πέφτει αργά  απ' το κλαδί στα κεραμίδια  κι από εκεί στον δρόμο, μπροστά σε μια αυλόθυρα που έκλεισε για πάντα γι' αυτόν που κοιτάζει τον ουρανό τα βράδια και περιμένει μάταια Για το πουλί που ξέχασε να κελαηδά μες  στην ανοικτή παλάμη μιας ζητιάνας. Ώστε είστε άπορη ..., της είπε ο γιατρός, βλέποντας τα χαρτιά της. Ναι, του απάντησε ο ψίθυρος της φωνής της. Δεν την κοίταζε. Χαμήλωσε τα μάτια της κι εκείνη... Με θύρυβο έβαλε την σφραγίδα του, άφωνος την  υπογραφή του. Απλωσε τα χαρτιά μπροστά και τα μάτια του απέναντι στην οθόνη. Ναι... Γιατί, γιατρέ, Πώς

_η εποχή της αγάπης

Τ' όνομά σου μου `φερνε το σφύριγμα του αγέρα τ' όνομά σου κι έτρεμε η ψυχή Ετοιμάσου μου `λεγε η καρδιά, μα κάθε μέρα στην υγειά σου μ' έπινε η βροχή Τρυφερά τις νύχτες την αγάπη μου φωνάζεις τρυφερά σε γύρευα κι εγώ Το πρωί τριαντάφυλλο του κήπου μου φαντάζεις το πρωί, τ' αγκάθι σου είναι εδώ. Μα αν δε σε βρω, να μην ξεχνάς ότι σταυρώνεις το προσκυνάς. Τ' άγγιγμά σου χάραζε το σώμα μου απ' τη μνήμη πρώτα η πίστη κι ύστερα διωγμοί Κάποιος άλλος φόραγε και μ' έκανε συντρίμμι τ' άρωμά σου κι έφυγα χλωμή. Τρυφερά τις νύχτες την αγάπη μου φωνάζεις τρυφερά σε γύρευα κι εγώ Το πρωί τριαντάφυλλο του κήπου μου φαντάζεις το πρωί, τ' αγκάθι σου είναι εδώ. Μα αν δε σε βρω, να μην ξεχνάς ότι σταυρώνεις το προσκυνάς. Μα αν δε σε βρω μην το λησμονάς ότι σταυρώνεις να το προσκυνάς. Μουσική : Μάνος Χατζηδάκις Στίχοι : Λίνα Νικολακοπούλου Ερμηνεία : Δήμητρα Γαλάνη  

_ποιήματα ενός σκληρού Δεκέμβρη (2)

Α θύρματα,  φύλλα ξερά  που στροβιλίζονται στον αέρα. Ψάχνουμε τα χαρτιά, τα κέρματά μας,  να βρούμε το σωστό και φεύγουν όλα απ' τα χέρια μας πέφτουν στη γης σκορπούν, διαλύονται, κυλάνε.  Με μάτια κοιτάμε έκπληκτα  πώς θρυμματίζονται και μας κυκλώνουν όλα. 

_ποιήματα ενός σκληρού Δεκέμβρη (1)

Χ ωμάτινος ο κόσμος μας δεν είναι για αγγέλους. Πώς να στο πώ, ποιά λόγια χρυσά μαλλιά χρυσά μάτια χρυσό μου πρόσωπο. Στο μαξιλάρι σου σταγόνα κατάμαυρο μελάνι απλώνει η Νύχτα Μην γύρεις, να μην σε πάρει ο ύπνος μη μου κοιμάσαι. Πώς να σε πάρω απ' τα χέρια του; Πώς να σκεπάσω το κορμί σου; Να γίνω πάλι η μήτρα σου να τρέξω μεσ' στις φλέβες σου Ζωή Ζωή Ζωή μου Χρυσό περιστεράκι μου Χώμα Ο κόσμος μας δεν είναι για αγγέλους.

_υπόλοιπο

Β ρέχει. Εννιά σκαλοπάτια κάτω από την επιφάνεια της πόλης που μου'δειξε τη χαρά της δραπέτευσης. Στο ασταθές τραπεζάκι που τρέμει  Διαβάζω Ήχοι νερών συνεχόμενοι Κι εγώ διστάζω να πω Ευτυχία Βροντάει.                        Ρ.,11.12.14, 11.30 μ.μ.

_το τραγούδι της υπαλλήλου ταμείου

  Α κούστε το λαϊκό τραγούδι της υπαλλήλου ταμείου που όμοιό του δεν υπάρχει : Γυρνά στο σπίτι το βράδυ κι έχει χτυπήσει εκατοντάδες φορές σε πλήκτρα, πράξεις απλές πολλαπλασιασμούς κι αθροίσεις κυρίως και αφαιρέθηκε ω! πόσο αφαιρέθηκε με την ροή γυρνά το κλειδί, κτυπά το κουμπί στο «Τέλος Ημέρας». Πράσινο ηλεκτρονικό: «Η εργασία τελείωσε με επιτυχία». Κλείνει το φερμουάρ στο μπουφάν της με σίγουρη αναφορά για την ροή της ημέρας και την επιτυχή έκβαση του κύκλου των ωρών, των εποχών, των χρόνων του συνόλου της μέρας και της νύχτας, μπορεί και της γης ολάκερης. Τόσες ημέρες επιτυχίας συσσωρευμένες γύρω της άδειες πια και καταναλωμένες. Στο σπίτι γυρίζει, βράδιασε.

_στη Γεωργία Μπ. που έφυγε Κυριακή 7/12

Δεν θα σε χαιρετήσω.  Ούτε θα μπορέσω να κρατήσω την όψη σου, έτσι όπως θα κείτεσαι ήρεμη.  Υπάρχουν πράγματα που είναι πιο θάνατος από τον θάνατο.  Θα σε κρατήσω όμως στη μνήμη μου. Έτσι όπως ήρθαμε εδώ, σ' αυτή τη γη, ξένες σ' αυτό το σπίτι, παιδιά κι εμείς να φτιάξουμε τα σπίτια μας.  Και συναντιόμασταν συχνά, με τα παιδιά που κάναμε, με τα ρουχαλάκια τους, τις κρέμες τους που φτιάχναμε στην παλιά κουζίνα, με τα ταψιά τα φαγητά που φέρναμε για το Σαββατοκύριακο στο χωριό, με τους άντρες μας... Δεν λέγαμε πολλά μεταξύ μας. Έφταιγα σίγουρα εγώ.  Εσύ έλεγες τα περισσότερα και γέλαγες.  Έτσι φαινόταν τουλάχιστον.  Μετά ήρθαν τα πράγματα που είναι πιο θάνατος από τον θάνατο.  Εφυγες κι άφησες πίσω σου αυτά και τα τρία κορίτσια.... Ας κρατηθεί η μνήμη σου... Κι έτσι όπως θα έρχεται και θα ξανάρχεται και θα ξανάρχεται, όπως γυρίζει ο μύλος που αλέθαμε τις παιδικές τροφές,  μαζί με τα ωραία χρόνια που ζήσαμε, μαζί με την σκληρή αρρώστια που σε πήρε από κοντά τους, ί

_πώς έφυγες

_μια μαρτυρία

Μια μαρτυρία της Βασιλικής Νομίδου μετά από θεατρική παράσταση που δόθηκε το φθινόπωρο του 2008 στις γυναικείες φυλακές Ελαιώνα Θήβας για τα παιδάκια που ζούσαν εκεί. Οι εξωτερικές πόρτες της φυλακής ήταν πολύ ψηλές και καταπράσινα βαμμένες. Τα συρματοπλέγματα που υπήρχαν παντού, ήταν σπιράλ, «ασημένια» και άστραφταν κάτω απ’τον ήλιο, σαν να ήταν καινούργια. Όπου υπήρχαν κελιά, υπήρχαν απλωμένα ρούχα στα σίδερα των παραθύρων και πανιά σαν κουρτίνες (ή ίσως ήταν κάτι σαν κουρτίνες) που έκρυβαν το εσωτερικό. Υπήρχε ένας χώρος έκανε κάτι σαν Π, σαν ακάλυπτος πολυκατοικίας, με γύρω γύρω κελιά, γεμάτα όλα τα παράθυρα απλωμένα ρούχα και κάτω, «στην αυλή του ακάλυπτου», γεμάτο σπιράλ συρματοπλέγματα, πάρα πολλά. Μέσα στο χώρο όπου έγινε η παράσταση και πριν έρθουν, ακούγονταν διαρκώς φωνές παιδιών. Από κει φαίνονταν κάποια κελιά αλλά παρατηρούσαμε με μεγάλη προσοχή, λίγο, με κλεφτές ματιές, για να μην μας δουν οι γυναίκες. Ήθελα πολύ να κοιτάζω αλλά προσπαθούσα να μην το

_Ο Άδωνις της αηδίας

Σε είδα πάλι σήμερα το πρωί, Δευτέρα, μία του μήνα Δεκεμβρίου, στα κανάλια. Άδωνι της αηδίας. Εντυπωσιάστηκα για άλλη μια φορά από την φρεσκάδα σου, το πρόσωπό σου έμοιαζε σα σιδερωμένο άσπρο νεανικό κάτι. Ο λόγος σου ήταν, για άλλη μια φορά, απολύτως βεβαιωτικός, ρεαλιστικός. Εσύ, Άδωνι της αηδίας δεν μπορεί να σφάλεις. Ο κόσμος σου, όπως και το πρόσωπό σου είναι συμπαγής, δίχως ρωγμές. Εγώ, να ξέρεις, κάθε μέρα γερνάω. Ρυτίδες εμφανίζονται ολοένα και περισσότερες γύρω από τα μάτια μου και γύρω από το στόμα μου, κι όλα μου λένε πως κάτι μου διαφεύγει. Εσύ, όμως παραμένεις παγερά αγέραστος και σαν ένα αδιάφορο παιδί, που πρωί πρωί ρούφηξε το νερουλό αυγό του, μιλάς κρώζοντας εξ ονόματος όλων των νομοταγών, φιλήσυχων, μετρίως μέτριων πολιτών, που η ευφυία τους φτάνει έως εκεί που απαιτείται για να διατηρείται η καρδιά τους παγωμένη, ο κόσμος τους συμπαγής και οι βεβαιότητες στην θέση τους.  Εγώ σήμερα έβαλα  φασόλια να βράσουν. Σε άκουσα σήμερα να μιλάς εξ ον