Σωκράτης : ένας πολιτικά υπάκουος φιλόσοφος;
(Μέρος : Τ ρ ί τ ο)
Η πολιτική ανυπακοή στον Χάουρντ Ζιν
Η αμερικάνικη κοινωνία που αντικρίζει ο Χ.Ζ.
είναι διαποτισμένη από σκληρές αντιφάσεις: παράγει ανυπολόγιστο πλούτο αλλά και
ακραία φτώχεια, δημιουργεί ευκαιρίες για ευζωία αλλά και καταστρέφει τις ζωές
των ανθρώπων, οδηγεί στην μεγαλύτερη τεχνολογική πρόοδο αλλά και εξαντλεί το
περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους. Αυτή η βαθιά διχασμένη κοινωνική
πραγματικότητα είναι το ξεδίπλωμα του ανθρώπινου πράττειν. Στο πραγματιστικό αυτό επίπεδο κάθε θεωρία
φέρει το βάρος και κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Η πραγματιστική αυτή αντίληψη
οδηγεί τον Χ.Ζ. στην αποκήρυξη της αντικειμενικότητας καθώς και σε μια ανοιχτή
εχθρότητα απέναντι σε κάθε είδους θεωρητικούς ή ειδικούς. Ο Χ.Ζ. είναι ο
άνθρωπος της πολιτικής πράξης και δη των κινημάτων. Επιθυμεί να καταδείξει μέσω
του ορθού λόγου τον απατηλό χαρακτήρα των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών και
αναρωτιέται για τους λόγους που εμποδίζουν τους ανθρώπους από το να εξεγερθούν
απέναντι στις αδικίες που παράγει το σύστημα.
Για τον Χ.Ζ. οι λόγοι για τους οποίους οι
άνθρωποι υπακούουν και δεν εξεγείρονται είναι :
α) η υπακοή προς την
κυβέρνηση είναι μια μαθημένη συμπεριφορά η οποία ενσταλάζεται στο άτομο από
πολύ μικρή ηλικία και σκοπό έχει να αναστείλει την «υποχρέωση που αισθάνονται
οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλον (και) έχει τις ρίζες της στις απαρχές της
ανθρώπινης ιστορίας, ως μια φυσική και αυθόρμητη συμπεριφορά στις ανθρώπινες
σχέσεις»[1].
Ως αντικείμενο μάθησης η υπακοή γίνεται όπλο
της κυρίαρχης τάξης και ιδεολογικοποιείται. Από την στιγμή που η υπακοή απέναντι στο νόμο
ενσωματώνεται στην κυρίαρχη ιδεολογία[2]
λαμβάνει έναν αδιαφανή χαρακτήρα και αφαιρεί από τους ανθρώπους το δικαίωμα να
κάνουν λογικές κρίσεις, υπερνικά τα βαθιά συναισθήματα για το σωστό και το
λάθος καθώς και το θεμελιώδες ένστικτο της προσωπικής επιβίωσης[3].
β) η ανυπακοή απέναντι
στο νόμο θα σήμαινε μια γενικευμένη
κατάσταση αναρχίας και η ζωή θα ήταν ένα
χάος. Οι κυβερνήσεις χειρίζονται προς όφελός τους το φόβο των πολιτών
από την έλλειψη τάξης, προκειμένου να κρατούν σε καταστολή κυρίως αυτούς που
δεν θίγονται άμεσα και δεν έχουν ιδιαίτερα παράπονα από την εξουσία. Πρόκειται
για τη μεσαία τάξη που αποτελεί τον βασικό κορμό στήριξης συντηρητικών
πολιτικών, δικαιολόγησης μέτρων
καταστολής σε διαδηλώσεις, επεμβάσεις στρατού κλπ. και το πειθήνιο ακροατήριο
του ψυχροπολεμικού – διχαστικού λόγου[4].
γ) ο νόμος στις
σύγχρονες κοινωνίες –σε αντίθεση με ότι συνέβαινε παλαιότερα- είναι απρόσωπος
με αποτέλεσμα οι αδικίες και οι αυθαιρεσίες να μην εκπορεύονται από την βούληση
ενός μονάρχη ή ενός τσιφλικά, πράγμα που θα καθιστούσε εύκολη την διοχέτευση
της αγανάκτησης και της οργής των θιγομένων. Στην σύγχρονη κοινωνία ο νόμος
λαμβάνει την αίγλη ενός ουδέτερου και γι’ αυτό ηθικά δίκαιου κανονισμού, ο
ρόλος του οποίου συσκοτίζεται ακόμα περισσότερο από την πολυδαίδαλη κρατική
γραφειοκρατία και το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Αποτέλεσμα η οργή
να μένει ανερμάτιστη και ο εχθρός μη αναγνωρίσιμος[5].
δ) η δικαστική εξουσία,
στην δικαιοδοσία της οποίας τίθενται οι περιπτώσεις πολιτικής ανυπακοής,
φροντίζει να εκτονώνει ένα ποσοστό οργής όταν η πίεση και η δυσαρέσκεια
αυξάνεται. Έτσι, το «Ανώτατο Δικαστήριο τη μια βδομάδα εκδίδει αποφάσεις υπέρ
των πολιτικών ελευθεριών και την επόμενη εβδομάδα τις περιστέλλει»[6].
Ο Χ.Ζ. παρομοιάζει το νομικό -δικαστικό
σύστημα με μια ρουλέτα, όπου «μια κερδίζεις μια χάνεις». Παρομοίωση
εμπνευσμένη, νομίζουμε, από το οικείο, για την αμερικάνικη νοοτροπία, αξιακό δίπολο νίκης – ήττας που διαπερνά την
σφαίρα της δημόσιας αλλά και της ιδιωτικής ζωής. Από τη μια βρίσκονται
όσοι τυχεροί (the winners)
μπόρεσαν να ζήσουν το περίφημο «αμερικάνικο όνειρο» και από την άλλη οι άτυχοι
(the losers) όσοι αποτελούν την
απρόσωπη μάζα, οι οποίοι ζουν στο
περιθώριο και είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτοι (εκπαιδευτικά, υγειονομικά,
εργασιακά, πολιτιστικά).
Στους άξονες που περιγράψαμε κινείται ο
προβληματισμός του Χ.Ζ. για την γένεση της πολιτικής υπακοής και για τους
παράγοντες που εμποδίζουν την ανυπακοή των πολιτών απέναντι σε καταφανώς
άδικους νόμους.
Λογικά λοιπόν η σκέψη του καταλήγει στην
διερώτηση : «Πώς γίνεται αυτό; Δεν έχουμε δημοκρατία στη σύγχρονη εποχή; Ποιος
έγραψε το Σύνταγμα; Δε μαζευτήκαμε όλοι μας για να ορίσουμε τους κανόνες με
τους οποίους θα ζούμε, ένα «κοινωνικό συμβόλαιο»; Η εισαγωγή του Συντάγματος
δεν ξεκινά με τα λόγια “Εμείς, ο λαός, προκειμένου να… κτλ, κτλ,;[7]»
Παρ’ όλα αυτά, ο Χ.Ζ. δεν προχωρά σε μια
κριτική εξέταση των θεωριών «κοινωνικού συμβολαίου» που διέπουν την νεωτερική
πολιτική πραγματικότητα, αλλά στρέφεται σε μια κριτική του Πλάτωνα, στην
πολιτική θεωρία[8]
του οποίου βρίσκει τα θεμέλια των σύγχρονων θεωριών ολοκληρωτικού κράτους.
Η κριτική του Χάουρντ Ζιν στον Πλάτωνα
Δεν θα σταθούμε στις αστοχίες του Χ.Ζ. που
προδίδουν μια επιφανειακή ανάγνωση του πλατωνικού corpus, ούτε σε
χαρακτηρισμούς όπως «ο σπουδαίος Πλάτωνας»,
«το αστέρι της δυτικής διανόησης» κ.άλ. που φανερώνουν μια διάθεση
υποτίμησης και ειρωνείας. Θεωρούμε ότι μέσα στην κινηματική και επαναστατική
ζέση ενός αγωνιστή συγγραφέα μπορεί να υπάρξουν ατυχείς στιγμές. Δεν θα
σταθούμε επίσης στην διάκριση μεταξύ «πλατωνικού» και «ιστορικού» Σωκράτη, την
οποία επιχειρεί ο Χ.Ζ. με σκοπό να δείξει ότι ο Πλάτωνας ούτε λίγο ούτε πολύ
χρησιμοποίησε με ιδιοτέλεια και πονηριά τον δάσκαλό του, προκειμένου δια
στόματος Σωκράτη να περάσει τις δικές του ολιγαρχικές πολιτικές αντιλήψεις. Η
διάκριση αυτή (πλατωνικός-ιστορικός Σωκράτης) υπερβαίνει τον χαρακτήρα του βιβλίου
και πολύ περισσότερο την παρούσα εργασία. Θα σταθούμε όμως στην ουσία της
κριτικής για να φωτίσουμε τις διαφορές που εντοπίζει ο συγγραφέας ανάμεσα στην
σωκρατική αντίληψη για την υπακοή στο νόμο και στη σύγχρονη απαίτηση αντίστασης
απέναντι στο νόμο.
Πρόθεσή
μας είναι να αποδείξουμε, όσο κι αν δεν το αναγνωρίζει και το αρνείται ο Χ.Ζ.
ή άλλοι παλαιότεροι και σύγχρονοι στοχαστές, ότι εάν θέλουμε να εκφέρουμε έναν
λόγο μεστό και διαχρονικό, που να
προχωρά σε βάθος πέρα από τα ιστορικά επιφαινόμενα στο πρόβλημα της Πολιτικής
Ανυπακοής, θα αναζητήσουμε και θα βρούμε την φιλοσοφική του θεμελίωση στο έργο[9]
του Πλάτωνα.
Ο Χ.Ζ. αντλεί τα επιχειρήματά του από το έργο του Πλάτωνα, Κρίτων, όπου ως γνωστόν, ο Κρίτων, συνομήλικος και φίλος του
Σωκράτη τον επισκέπτεται ξημερώματα στη φυλακή, μια μέρα πριν τον θάνατό του
και του προτείνει να δραπετεύσει. Ο Σωκράτης τότε, προκειμένου να του εξηγήσει
τους λόγους για τους οποίους απορρίπτει την πρόταση του Κρίτωνα και των
υπολοίπων φίλων του, διαλέγεται με τους Νόμους, οι οποίοι τον ελέγχουν, όπως ο
Σωκράτης ήλεγχε τους Αθηναίους, στην εβδομηντάχρονη ζωή του μέσα στην πόλη της
Αθήνας.
Είναι γνωστό ότι έχουν προταθεί διάφορες
ερμηνείες της στάσης του Σωκράτη να παραμείνει στη φυλακή αποδεχόμενος τη ποινή
του και οι αναγνώσεις που έχει τύχει ο συγκεκριμένος διάλογος περιπλέκονται
ακόμα περισσότερο σε συνδυασμό με την Απολογία,
τον δημόσιο λόγο που εκφώνησε ο Σωκράτης ενώπιον του σώματος των 500 δικαστών
που τελικά ψήφισαν την καταδίκη του (281 κατά, 220 υπέρ).
Ο Χ.Ζ. επικεντρώνει την κριτική του στα εξής
σημεία – λόγους[10]
των Νόμων :
α) ότι οι Νόμοι τον
έφεραν στον κόσμο, τον ανάθρεψαν, τον εκπαίδευσαν και του έδωσαν μερίδιο από τα
αγαθά της πόλης, επομένως υφίσταται ένα είδος υποχρέωσης του πολίτη απέναντι
στους νόμους της πατρίδας του.
β) ότι χάρις στους
Νόμους ο πατέρας του πήρε την μητέρα του
και τον γέννησαν, επομένως οι νόμοι προΐστανται ακόμα και των γονέων και τούς
οφείλονται αισθήματα ευγνωμοσύνης και σεβασμού ανάλογα με αυτά που οφείλει ο
άνθρωπος στους γονείς του.
γ) ότι ο Σωκράτης με το
να παραμείνει σταθερά στη Αθήνα και να μην απομακρυνθεί ποτέ από την πόλη (ενώ
ήταν ελεύθερος να το πράξει), αναζητώντας αλλού καλύτερη νομοθεσία και συνθήκες
ζωής, στην ουσία αποδέχθηκε το νομοθετικό πλαίσιο που συγκροτούσε την αθηναϊκή
πολιτεία.
δ) ότι είχε την ευκαιρία
να πείσει στο δικαστήριο τους δικαστές, δηλαδή την αθηναϊκή πολιτεία για την
αθωότητά του απέναντι στις κατηγορίες, πράγμα όμως που δεν κατάφερε, επομένως
τώρα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες της καταδικαστικής ψηφοφορίας.
Με βάση αυτά τα επιχειρήματα των Νόμων ο Χ.Ζ.
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Πλάτωνας δια στόματος Σωκράτη εγκρίνει την
υποταγή του πολίτη σε μια εξουσία που του επιβάλλεται μέσω της καλλιέργειας
ενός ισοπεδωτικού σεβασμού που αγγίζει τα όρια της «δουλικής λατρείας» προς την
κυβέρνηση – πατρίδα, δύο έννοιες που ο Πλάτωνας σκοπίμως συγχέει. Ή, στην
καλύτερη περίπτωση, δίνει έρεισμα στην φιλελεύθερη φιλοσοφία της πολιτικής
ανυπακοής, η οποία αναγνωρίζει μεν το δικαίωμα της παραβίασης του νόμου για
λόγους συνείδησης, αλλά και την υποχρέωση του παραβάτη να δεχθεί δίχως να
αντιδράσει την επιβαλλόμενη τιμωρία.
Στον Πλάτωνα επίσης χρεώνει ο Χ.Ζ τη φιλοσοφική πατρότητα ενός κοινότυπου (όπως
φαίνεται) συνθήματος της αμερικάνικης καθημερινότητας, το Love
it or leave
it, προκειμένου μ’ έναν τρόπο απλοϊκό να καταδειχθεί ο «πυρήνας»
του πολιτικού διλήμματος.
Στη συνέχεια συγκρίνει την απόφαση του Σωκράτη
με την απόφαση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να παραμείνει κι αυτός στη φυλακή (ενώ
θα μπορούσε να αποφυλακιστεί), η οποία όμως παίρνεται για τελείως διαφορετικούς
λόγους. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ παραμένει φυλακισμένος για λόγους εξυπηρέτησης
των στόχων του κινήματος των μαύρων, για λόγους περισσότερο τακτικής και
προώθησης των αιτημάτων κατά των φυλετικών διακρίσεων και όχι για λόγους
σεβασμού της νομοθεσίας ή υποταγής, όπως προκρίνει ο Πλάτωνας.
Συνοψίζοντας, ο Χ.Ζ. υποβάλλει σε ανηλεή
κριτική τον Πλάτωνα, (εμπνεόμενος ίσως από την κριτική του Πόπερ) χρεώνοντάς
τον την πολιτική χειραγώγηση των σύγχρονων πολιτών και κοινωνιών[11].
[1] ο.π. σελ. 138
[2] Ο Χ.Ζ. δεν κάνει
αξιολογική διάκριση ανάμεσα στις ιδεολογίες. Τις θεωρεί το ίδιο επικίνδυνες για
την ελευθερία της κρίσης είτε πρόκειται για την φασιστική, την κομμουνιστική ή
την φιλελεύθερη καπιταλιστική βλ. ό.π. σελ. 131
[3] ο.π. σελ. 130 - 131
[4] ό.π. σελ. 131
[5] ό.π. σελ. 134
[6] ό.π. σελ. 136
[7] ό.π. σελ. 135
[8] Για την ακρίβεια, δεν
αναφέρεται στη πολιτική θεωρία του Πλάτωνα, όπως ο φιλόσοφος την εκθέτει στα
έργα Πολιτεία ή Νόμοι, αλλά
περιορίζεται σε έναν διάλογο τον Κρίτωνα,
κι αυτό νομίζουμε ότι από τη μια είναι εύλογο, καθώς μια επιχειρούμενη αναφορά
στο σύνολο του πλατωνικού πολιτικού στοχασμού δεν θα ήταν πρόσφορη στο παρόν
από την άλλη όμως διολισθαίνει σε ρητορικού τύπου ευκολίες.
[9]
Ακολουθώντας τον συγγραφέα θα αντλήσουμε
μόνο από το έργο Κρίτων και
λιγότερο από την Απολογία. Για μια
πιο εμπεριστατωμένη απόδειξη θα ήταν ασφαλώς χρήσιμο να αναζητηθεί η παρόμοια
φιλοσοφική θεμελίωση στο έργο του Αριστοτέλη, Πολιτικά και Αθηναίων
Πολιτεία, αλλά και στον ιστορικό Θουκυδίδη και στην Αντιγόνη του Σοφοκλή.
[10] ο.π. σελ. 139 -143
[11] Ένα
φιλοσοφικό έργο, όπως αυτό του Πλάτωνα, παραμένει ανοικτό και επιδεκτικό
ερμηνειών και για τον επιπλέον λόγο,
ότι αποτελεί μια κορυφαία στιγμή του ανθρώπινου πνεύματος, δηλαδή μια αποτύπωση
της κατ’ εξοχήν δυνατότητας ελευθερίας της σκέψης επί των θεμελιωδών ερωτημάτων.
Το γεγονός ότι ένα έργο τυγχάνει διαφόρων αναγνώσεων δια μέσου των αιώνων
αποδεικνύει την αξία του γιατί έχει να κάνει με την ουσία της σκέψης καθ’
αυτήν, δηλαδή την ελευθερία του ανθρώπου να σκέπτεται, να μεταποιεί και να
ερμηνεύει. Όσο μεγαλύτερη και πληρέστερη ελευθερία σκέψης κατορθώνει ένα έργο
να συσσωματώσει κατά την δημιουργία του τόσο πλατύτερες και αδιάκοπες
αναγνώσεις θα γνωρίζει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου