Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Δεκέμβριος, 2013

_Πάμπλο Νερούδα: Αργοπεθαίνει

( 1904 -  1973) Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει το βήμα του, όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει. Αργοπεθαίνει όποιος έχει την τηλεόραση για  μέντορα  του Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια, που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο, που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα. Αργοπεθαίνει όποιος δεν “αναποδογυρίζει το τραπέζι” όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω απο ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να ξεγλιστρήσει απ’ τις πάνσοφες συμβουλές. Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, ό

_με τον φίλο μου, 2014 π.Χ.

Δεν θέλω να κάνω καμία νέα αρχή, μου είπε το έτος 2014 π.Χ Δεν θέλω να υποδεχθώ τη νέα χρονιά ως άρτι αφιχθείς στον κόσμο τούτο.  Δεν θέλω να ξεχάσω.  Θέλω να συνεχίσω.  Θέλω να εντάξω αυτό που πέρασε μέσα σ' αυτό που θα έρθει.  Κι όλο μαζί να το εκσφενδονίσω σ' αυτό που δεν θα έρθει ποτέ για μένα.  Τι παράξενο;  Αυτό που ποτέ δεν θα έρθει για μένα .... ...κι όμως εγώ το σκέφτομαι.  Εσύ φταις..., μου είπε. Και επειδή το σκέφτομαι υπάρχει κιόλας.  Εδώ τώρα. Ο κόσμος. Γιατί τι ήταν ο κόσμος πριν τον σκεφτούμε;  Τι ήταν τα κτίρια πριν κάποιος σκεφτεί να τα φτιάξει; Τι ήταν οι δρόμοι πριν κάποιος χαράξει την πορεία τους;  Τι ήταν τα ρολόγια  Πριν τα ρολόγια δείξουν δώδεκα;  Πριν αλλάξει ο χρόνος.    Πριν πούμε τον χρόνο, χρόνο που άλλαξε; Τι ήταν ο χρόνος πριν;  Σε μένα μιλάς;  Εδώ τώρα; Γελάω πίσω από την πλάτη μου.  Γελάω με τον χρόνο τον φίλο μου, με τις ανησυχίες του, με τα ερωτήματά του.  Και τον χτυπάω στην πλάτη.  Πέρασε το παρόν

_Ο Εξουθενωμένος άνθρωπος

Ι. O  "εξουθενωμένος άνθρωπος"  δεν είναι ένας άνθρωπος που θα συναντήσετε μόνο στην Ελλάδα, στους δικούς μας δρόμους, στους σταθμούς, στους χώρους εργασίας, στα δικά μας σπίτια και θα μπορούσε εύκολα και ίσως δικαίως να συνδεθεί με την οικονομική κρίση, η οποία εδώ και μια πενταετία έχει εξουθενώσει πρώτα οικονομικά και στη συνέχεια και ψυχικά τους κατοίκους αυτής της χώρας. Ο " εξουθενωμένος άνθρωπος"  είναι ένας χαρακτηριστικός τύπος ανθρώπου που αναδύεται σταδιακά αλλά σταθερά, καθώς βαδίζουμε στον 21ο αιώνα και αφορά όλον τον λεγόμενο "αναπτυγμένο" κόσμο. Επίσης δεν έχει να κάνει με την ηλικία στην οποία βρίσκεται κάποιος. Εξουθενωμένους ανθρώπους δεν συναντάμε μόνο σε ηλικίες κοντά στην συνταξιοδότηση, αλλά και ανάμεσα σε νέους που βρίσκονται στην λεγόμενη "παραγωγική" ηλικία. Η εξουθένωση για την οποία κάνω λόγο, αφορά τον άνθρωπο που έχει εξαντλήσει όλα τα αποθέματα ενέργειας που διαθέτει σωματικά, ψυχικά και πνευμα

_η ευθεία Α__________Β

Θα μιλήσω για πράγματα απλά με λόγο απλό της εποχής κι όχι με τσιριτζάντζουλες και κομψευόμενους τρόπους των ποιητών των άχρηστων, ας πάνε να χαθούνε. Εδώ χρειάζεται λόγος απλός για το λαό να εξηγεί σαν τον Αυτιά να εκρήγνυται όπως ο Παπαδάκης χρειάζεται λόγος ευθύς ποιος έχει την διάθεση πολύπλοκα, συνθετικά, διαλεκτικά και εν τέλει να σκέφτεται γελοία, να αναιρεί, να επανεξετάζει να σκέφτεται το πιθανό κι αυτό το απίθανο αυτό που δεν μπορεί άλλος να ιδεί για το εξηγήσει. Αυτά ήταν για άλλες εποχές, όταν οι άνθρωποι είχαν χρόνο για ξόδεμα, για σκέψη, για ραχάτι. Το πιο απλό λοιπόν που σκέφτομαι είναι μια τέλεια ευθεία, τον πιο απλό, τον σύντομο, τον τέλειο ευθύ δρόμο ανάμεσα σε δύο σημεία ας πούμε από δω που βρισκόμαστε,  απ’ το σημείο Α  -ας μην αναλύσουμε το πώς βρεθήκαμε εδώ είναι κουραστικό, ιστορικό και κάπως δυσάρεστο να μπλέξουμε με τέτοιες αναλύσεις- από εδώ λοιπόν που είμαστε,  κλείνουμε όλα τα περάσματα και τις δια

_το "Ηφαίστειο" ή για να κρατηθούμε ζωντανοί

Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ. Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.                                                                                                         (Τάσος Λειβαδίτης, από το ποίημα "Φυσάει") Αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα αποτέλεσαν πραγματικά γεγονότα. Πάντα τις καλύτερες αφορμές τις δίνει η πραγματικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση η πραγματικότητα, παρουσιάζεται τόσο πολυσχιδής που και σε μένα γεννιέται η  επιφύλαξη εάν θα μπορέσω τελικά, γράφοντας τούτο εδώ, να καλύψω όλες τις πλευρές του πράγματος. Το πράγμα έχει ως εξής : Σε φροντιστήριο (ο όρος αν και προέρχεται από το ρήμα φροντίζω , έχει αποκτήσει μια χροιά καταναγκασμού, τρεχάλας και διαφόρων αριθμητικών αποτιμήσεων – οικονομικών, βαθμολογικών, αξιολογικών κ.άλ.) λίγο πριν το κλείσιμο για τις διακοπές των Χριστουγέννων, με πρωτοβουλία καθηγητών και εν είδει «χαλάρωσης»,  οι μαθη

_Να σηκωθεί να πάει στο υπόστεγο

-Να σηκωθεί να πάει στο υπόστεγο να φέρει κανένα ξύλο. Καθότι είχε από ώρας πέσει η πυρά στο τζάκι και τα δυό κούτσουρα στέκονταν εκεί μαυρισμένα, χωρίς  να βγάζουν πλέον ζεστασιά.. Είχε περάσει όλο το πρωί καθώς του άρεσε, με τα βιβλία του και τις ποιήσεις και τις φιλοσοφίες του. Άλλο δεν είχε ανάγκη, παρά μόνον αυτά. Μα τώρα.... Τώρα που τέλειωνε  η μέρα εκείνη, η μέρα  η  λαμπρή, των Χριστουγέννων, κι εκείνος είχε από ώρας κατακοπιάσει με τις φλυαρίες τους, τον έπιασε ένα ψύχος. Θα ήταν το τζάκι. Πρέπει να ήταν το τζάκι που είχε χωνέψει τα ξύλα του από ώρας. Έκλεισε τα βιβλία του, σηκώθηκε απ' το γραφείο   που δέσποζε στο μικρό δωμάτιο και πλησίασε. Έπιασε το σίδερο της μασιάς και βάλθηκε ν' ανακατώνει  τις στάχτες και τα μισοσβησμένα κάρβουνα, που ένα είδος πυράς τα παίδευε και τα αγανακτούσε ακόμα. Ανίκανα, βέβαια, κούτσουρα  να δώσουν  δύναμη,  να ζεσταθεί το δωμάτιο.  Αγωνίζονταν όμως , εκείνα τα κάρβουνα. - Να σηκωθεί να πάει στο υπόστεγο να φέρε

_Αλ. Παπαδιαμάντης : Ο Έρωτας στα Χιόνια

Ο έρωτας στα χιόνια Καρδι ὰ το ῦ χειμ ῶ νος. Χριστούγεννα, Ἅ ι−Βασίλης, Φ ῶ τα. Κα ὶ α ὐ τ ὸ ς ἐ σηκώνετο τ ὸ πρωί, ἔ ρριπτεν ε ἰ ς το ὺ ς ὤ μους τ ὴ ν παλι ὰ ν πατατούκαν του, τ ὸ μόνον ρο ῦ χον ὁ πο ὺ ἐ σ ώ ζετο ἀ κόμη ἀ π ὸ το ὺ ς πρ ὸ τ ῆ ς ε ὐ τυχίας του χρόνους, κα ὶ κατήρχετο ε ἰ ς τ ὴ ν παραθαλάσσιον ἀ γοράν, μορμυρίζων, ἐ ν ῷ κατέβαινεν ἀ π ὸ τ ὸ παλαι ὸ ν μισογκρεμισμένον σπίτι, μ ὲ τρόπον ὥ στε να τ ὸ ν ἀ κού ῃ ἡ γειτόνισσα: − Σεβτ ὰ ς ε ἶ ν' α ὐ τός, δ ὲ ν ε ἶ ναι τσορβ ά ς …· ἔ ρωντας ε ἶ ναι, δ ὲ ν ε ἶ ναι γέρωντας. Τ ὸ ἔ λεγε τόσον συχνά, ὥ στε ὅ λες ο ἱ γειτονοπο ῦ λες ὁ πο ὺ τ ὸ ν ἤ κουαν το ῦ τ ὸ ἐ κόλλησαν τέλος ὡ ς παρατσούκλι: « Ὁ μπαρμπα−Γιαννι ὸ ς ὁ Ἔ ρωντας». Διότι δ ὲ ν ἦ το πλέον νέος, ο ὔ τε ε ὔ μορφος, ο ὔ τε ἄ σπρα ε ἶ χεν. Ὅ λα α ὐ τ ὰ τ ὰ ε ἶ χε φθείρει πρ ὸ χρόνων πολλ ῶ ν, μαζ ὶ μ ὲ τ ὸ καράβι, ε ἰ ς τ ὴ ν θάλασσαν, ε ἰ ς τ ὴ ν Μασσαλίαν. Ε ἶ χεν ἀ ρχίσει τ ὸ στάδιόν του μ ὲ α ὐ τ ὴ ν τ ὴ ν πατατούκα