Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2013

_στην Όλγα που με ρώτησε γιατί δίνω εξετάσεις

Στην Όλγα που με ρώτησε στην Όλγα που ρωτούσε απορίες  απίστευτες την πιο κρίσιμη στιγμή τότε που έγραφε Πανελλήνιες κι ήθελε –παιδί ακόμα η Όλγα- διευκρινήσεις. Μπορεί μετά χρόνια πολλά τριάντα, σαράντα ίσως γυρίσει πάλι εκεί στα ίδια θρανία, τριγυρίσει στις ίδιες αυλές, σαν μνήμη, σαν φάντασμα, σαν μια ριπή αέρα. που θα έχει το ίδιο όνομα : Όλγα Ίσως γυρίσει πάλι εκεί και με ξαναρωτήσει: Εσείς  – έτσι μου μίλαγε στον πληθυντικό -  γιατί δίνετε εξετάσεις ; Κι εγώ μετά χρόνια πολλά μπορεί τριάντα, σαράντα ίσως, θα έχω το ίδιο όνομα και θα της πω κοιτάζοντας τα ζωηρά της μάτια: Για να αλλάξω ζωή, για τη ζωή μου γιατί δεν έχω άλλο τρόπο Θα κοπεί πάλι το γέλιο της  κι ίσως πάλι νομίσει ότι και ’γω είμαι απ’ αυτούς  τους πολύξερους τους καθηγηταραίους, που λένε στα παιδιά παραμυθάκια για την αξία του πνεύματος, για τάχα ιδέες και γνώσεις για τάχα ανώτερα ιδανικά για τάχα ανθρωπισμούς και άλλα και  δεν πιστεύουν τίποτα απ’ αυ

_η Σκάλα

                          στην Δασκάλα των εφηβικών μου χρόνων                                       Ελένη Μαγγίνα Ξ εκίνησε με τα μικρά όμορφα γραμματάκια, Να μάθω να τα συνταιριώ, να τα ορθογραφίζω Σαν τα χαλίκια του γιαλού που αλλάζει κάθε κύμα Και πάλι είναι ταιριαστά και όμορφα βαλμένα. Και μου’φτιαξε ένα πλάτεμα σαν ένα αλωνάκι Κι άρχισε να στήνει σκαλωσιές να ρίξει μια Σκάλα Με ρίχτια και πατήματα, μ’άπειρα σκαλοπάτια. Κι έβαλε λέξεις στα υλικά, νερά των ποιημάτων, Εικόνες, ήχους, μουσικές, στίχους, στοιχειά, ανάσες, Χάδια ψυχής, φουσκώματα, χρώματα μαγεμένα. Και γύρισε απ’τη θάλασσα και έφερε βράχους φύκια, Μικρά νησιά, φτωχές ζωές, γι’ αλάτι στις πληγές μου. Και γύρισε απ’ το βουνό και έφερε δυο ανάσες Για να’χω όταν ο ανήφορος της σκάλας με κουράζει. Και γύρισε απ’ το παρελθόν κι έφερε μιαν Ελλάδα Με κόμπους δάκρυα σκοινιά, μιαν ανεμοσκαλίτσα. Και μου’δειξε μια όμορφη με λίγα σκαλοπάτια Σκάλα που στον οντ

_μόνο για να σου μιλώ

Ν α σου μιλώ,  να σου μιλώ, να  λέω μουσικές και να σου φτιάχνω ήχους με ψιθύρους,  μικρές σιωπές, με  βογγητά και τα νερά τους όλα τη νύχτα ν' απλώνω μπρος στη πόρτα σου π' όταν ανοίγεις το πρωί στα πόδια σου να βλέπεις μια λίμνη. Τι άλλο μπορώ να φτιάξω; Και μέσα της το είδωλο του κόσμου να τρέμει όπως το σώμα μου, θολό σαν το μυαλό μου, και να καταποντίζεται ολόκληρος σαν σκύβεις να τ’ αγγίξεις. Κι εσύ που τόσο φοβόσουν τ’ αγγίγματα στη λίμνη αυτή, θα μπαίνεις και θα κολυμπάς. Γιατί τους ήχους μου, τις μουσικές, όλες τις λέξεις μου, τους αντικατοπτρισμούς μου  η δίψα σου τους έβγαλε. Γιατί  άηχη θα’μουν εγώ,  χωρίς την αναπνοή σου, που φύσηξε σαν άνεμος   και σήκωσε τα κύματα της σιωπηλής μου λίμνης, θα ήμουν  ψυχρή κι ακύμαντη θα ήμουν νεκρή ακόμα. Να ξέρεις πως  μόνο γι’αυτό  θ’ απλώνω νερά να κολυμπάς, αιώνια κάθε βράδυ.

_ο βασιλιάς

Τις νύχτες δύο τρεις ώρες μόνο μ’ αφήνεις και κοιμάμαι. Ίσα να μην τρελαθώ, ίσα να μην πεθάνω. Κρυμμένος στο δωμάτιο βρίσκεσαι χρονομετρώντας τον ύπνο μου ελέγχοντας τα όνειρά μου. Κατά το κέφι σου και την απόφασή σου χτυπάς τα δυο σου δάκτυλα ξυπνάω πάλι κι αρχίζω να σε σκέφτομαι ξανά όλη τη μέρα. Προσπάθησα πολλές φορές να κλέψω λίγο ύπνο. Τον μάλωσα, του φώναξα, του έταξα Μάταια. Εσύ τα εξουσιάζεις όλα Όλα σε σένα υπακούν. Ο Βασιλιάς του κόσμου.

_ένα άσπρο πανί, στη μνήμη της κρατούμενης Κατερίνας Γκουλιώνη

Την βλέπω στο σκοτεινό κατάστρωμα του πλοίου  που περνά. Νύχτα γίνεται πάντα το ταξίδι αυτό Και φτάνει ξημερώματα… Με τα μαλλιά μαζεμένα στο κεφάλι της μια σακούλα με τα ρούχα στα πόδια της και μαζεμένη χέρια πόδια και μια καρδιά ανάμεσα μαζί με δηλητήρια και αγοραπωλησίες, με στόμα μαζεμένο, κόμπος στο λαιμό ο αιμάτινος λυγμός, η λύσσα δεν βγαίνει από τα δόντια της και  θάνατος στη μήτρα της ο προαιώνιος και δάκρυα μαζεμένα στο κρανίο, μέρος μεγάλης μοίρας. Ομίχλη και κούραση ένα στεφάνι άρρωστο τριγύρω, στο σκοτεινό κατάστρωμα όλοι οι καθρέφτες όλοι οι πουριτανοί, οι θρήσκοι, με δόξα οι φύλακες και τιμή οι έντιμοι, τα ερπετά, οι μάσκες έδειχναν  με το δάκτυλο μια γυναίκα. Νύχτα γίνεται πάντα αυτό το ταξίδι. Και φτάνει ξημερώματα το πλοίο που μπαίνει στο λιμάνι, στην σκοτεινή του αποβάθρα Κι απλώνεται ξάφνου πλατύ ένα πανί,   Γυναίκα άπρο και ρόδινο,         Είμαι η Κατερίνα Γκουλιώνη  στο κέντρο και  στις άκρες          

_μέδουσα μέρα

Είναι τεράστια η μέρα, μάνα ξεμακραίνει  κι όλο απλώνεται γεμίζουν οι πλατείες με σκιές που ζουν ζωές συνταγογραφημένες και τρέχουν στους δρόμους  οι φωνές  μα εμένα, μάνα, τίποτα δεν μου λένε. Μη με μαλώνεις, εγώ τ' αστόχαστο παιδί σου, στρέφω το πρόσωπό μου και την κοιτώ κατάματα απέναντι και την κοιτώ κατάβαθα μέσα και την κοιτώ από μακριά σα ναυτικός που γέρασε κι από κοντά, τόσο κοντά που τρίβεται η μύτη μου στο φολιδωτό της στέρνο το τρομερό ανήμερο πρόσωπο της Ημέρας που όποιος το δει  πέτρα γίνεται και χύνεται σαν άμμος το αίμα απ' την καρδιά του. 

_φαντάσου

Φαντάσου ψυχή μου βάσανα, σκότη και ανηφόρες νιώσε ψυχή μου ψύχος δριμύ και πιάσε με τα δάκτυλα σίδερα πυρωμένα άσε τα μάτια σου στο δρόμο το μακρύ στο κόκκινο τον δρόμο, περπάτα μες την ερημιά και βούλιαξε στην άμμο, άσε τον άνεμο να σε πετά σε βράχια ψυχή μου, σε βράχια και να σε δέρνει η θάλασσα. Αν πεινάς να φας τα χέρια σου κι αν διψάς να πιείς τα δάκρυά σου φαντάσου ν’ ακούς δίχως αυτιά να λες χωρίς γλώσσα να ζεις δίχως καρδιά φαντάσου ψυχή μου, την ζωή κι αυτός να μην υπάρχει.

_έλα

Πού είσαι; Σε ψάχνω παντού, στις γωνίες των δρόμων, οσμίζομαι τ' άρωμά σου, ακουμπάω το αυτί μου στο χώμα να ακούσω το βήμα σου, διαβάζω τα χνάρια που άφησαν τα πόδια σου αρπάζομαι από κάθε μικρή αναπνοή που μου θυμίζει εσένα, ψηλαφώ κάθε επιφάνεια για να βρω τα χέρια σου, κάθε λόγο, και τον πιο απλό ακόμα που είπες "κουράστηκα" Πού είσαι; Πότε θα'ρθεις επιτέλους; Πότε θα κουραστείς να λείπεις; Εσύ που άκουγες πάντα ότι έλεγα γιατί δεν ακούς την   προσμονή μου; Παράξενο μου φαίνεται. Μη περιμένεις δεν θα κουραστώ ποτέ να σε ψάχνω γιατί περίμενα πολύ πήγα παντού για να σε βρω που τώρα πια μόνο να φωνάζω μπορώ Πού είσαι;  Έλα. Ξέρω  αν βγω στο δρόμο να φωνάξω την αγάπη μου, αν σε δουν οι άνθρωποι όπως εγώ σε είδα, εάν ακούσουν τα πουλιά και τα αδέσποτα σκυλιά για σένα, αν σε μάθουν  οι πόλεις, ο ουρανός, τα σύννεφα, οι ποταμοί, οι δρόμοι,  όπως εγώ σε διάβασα και έγραψα για σένα, θα σ' αγαπήσει το κάθε τι

_θόλος

Ο κόσμος σου είναι στρογγυλός. Ένας μετεωρολογικός θόλος είναι ο κόσμος σου κι εκεί συμβαίνουν όλα. Στον θόλο σου αλλάζουν οι εποχές, γεννιούνται οι ανέμοι, φουσκώνει η θάλασσα, φύονται σπάνια δέντρα και φρούτα ώριμα  λιώνουν στα δάκτυλά μου. Στον θόλο σου μετεωρίζομαι σε μια βροχή ασημένια και κάτω από τα πόδια μου κυλούν κυκλωτικά ποτάμια.  Α! τρέμω στο θόλο σου, γιατί είναι ουρανός κι εκεί συμβαίνουν όλα. Διανύει το φως τη μέρα μου, χορεύω στο σκοτάδι κι αγχόνη το φεγγάρι σου κρεμάει τη ζωή μου.

_γι' αυτό

Το Ξέρω πως μπορεί ο λόγος σου να με ρίξει στον πιο απόκρημνο γκρεμό να με δέσει στον πιο αιχμηρό βράχο εκεί να έρχονται για πάντα τα κοράκια. Μπορεί να δω μπροστά μου όλη την έρημο, όση ποτέ δεν πίστεψα πως έρημος τέτοια υπάρχει. Μπορεί ν’ αφανίσει κάθε ζωή, πουλί πετούμενο, να πάψει κάθε αέρας και φωνή να μην ακούγεται καμιά Μπορεί ο ουρανός ν’ ανοίξει και να μην ξέρω πια πού τελειώνει η γη κι αρχίζει το σκοτάδι Μπορεί να ζω πια με τους νεκρούς νεκρή κι εγώ μαζί τους. Κι αν είναι έτσι να γενεί ας γίνει. Το ξέρω πως μπορεί να’ρθες εδώ γι’ αυτό κι εγώ μπορεί γι’ αυτό να σε ζητούσα τόσο.

_του φεγγαριού

Θέλω να στέκεσαι περήφανο δεντρί Θέλω να βγάζεις φύλλα. Θέλω ν’ αφήνεις τα πουλιά να’ρχονται στα κλαδιά σου. Θέλω να πίνεις τη βροχή. Θέλω τριγύρω απ’ τον κορμό να μπλέκονται                                                   ερωτευμένα φίδια. Θέλω να νιώθεις τον άνεμο να σε αναταράζει Θέλω ν’ απλώνεις τις ρίζες σου σπάζοντας βράχια, πέτρες. Και στ’ ορφανό του ουρανού φεγγάρι Θέλω για ν’ αποκοιμηθεί να λες αυτά τα μαγικά, παρήγορα παραμύθια.