Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Βιέρα Ούλκμαν : γράμματα στον Γιάτσεκ



Άνοιξη, άνοιξη, πώς σ΄αγαπάω!
Ακόμα κι αν κρύβεσαι κάτω από τα χιόνια της πατρίδας μου
εγώ σε νιώθω, εγώ σε μυρίζω γλυκά.
Τρίζουν οι ρίζες, τρίζουν οι κορμοί, τα κλαδιά της σημύδας,
ακούω τα βήματα του να τριγυρνούν στο συρματόπλεγμα της εξορίας
κι όλο μου στέλνει με τον αέρα: έρχομαι!

Άνοιξη, άνοιξη, πώς σ΄αγαπάω!
Γίνεται θαύμα στο χώμα και στα σπλάχνα μου.
Χάρη σε σένα! Χάρη σε σένα ξαναπιστεύω,
καίω τα χειμωνιάτικα κουρέλια μου,
πετώ τον κακό εαυτό μου στη φωτιά
και ζεσταίνομαι.
Έχεις αγάπη μου δίκιο, του γράφω.
Η δικιά μας αγάπη δεν δόθηκε για τις μικρές ευτυχίες,
για να αγιάσουμε μας δόθηκε.
.
 *-*-*

 Στα μίλια της αναμονής,
στων δωματίων τις εκτάσεις,
ηχούν τα βήματά σου και πηγαινοέρχεσαι
στον πάνω και στον κάτω κόσμο.
-Να ορκιστούμε, λες.
-Ξανά να ορκιστούμε
δεν τους χορταίνω τους όρκους μας.
-Να ορκιστούμε..λες…όλο κάτι λείπει…
Ω, της αγάπης μου εσύ ο μάρτυρας,
μαρτύριο που μαρτυράς μαζί μου.
Κι αν των φιλιών μας η πύλη μας έσπρωξε
στην Εδέμ και στην κόλασή μας,
αιώνια, αιώνια θα σε ευγνωμονώ
για το μήλο της γνώσης, το κατακόκκινο,
κι ας τιμωρούμαι.

*-*-*

Είναι η μέρα μου η εκστατική σήμερα,
θα πάω ως το ταχυδρομείο.
Το γράμμα που ολονυχτίς χαιδεύω στο κρεβάτι μας,
σε λίγες μέρες θα το πιάσεις εσύ.
Και να ξέρεις, το γραμματόσημο
δεν το έχει ακουμπήσει υγρή η γλώσσα μου
μονάχα εκεί που κολλάει..
Παντού…παντού το φίλησαν τα χείλη μου
και να το φιλήσεις.
Αχ αγάπη μου, και τι δεν εφευρίσκει η αγάπη μας,
η εξόριστη αγάπη μας…για να σμίγουμε…

 *-*-* 

Μου επιβάλλεις τα πάνδεινα εν ονόματι της μεγάλης αγάπης μας.
Μισώ την καρτερία σου να υπομένεις τα ακόμα χειρότερα.
Έρχονται εποχές που σ΄αφήνω πάλι.
Λέω, θα ζήσω όσα μου στερεί ο σπουδαίος μας έρωτας.
Όσα πολλά μου στερεί, όσα δε γίνονται μ' εμάς τους δύο.
Βρίσκομαι πάλι σε ελευθερία εξαίσια, κήπος που γδύνεται στέπα,
μέρα τη μέρα κρυώνω. Ξέχασα το παλτό μου στα χέρια σου.
Μπαίνω παιδί σε μαγαζί παιχνιδιών, χωρίς οικογένεια.
Δεν έχω πού να τρέξω να τα εξιστορήσω μετά.
Κανένα να γελάσουμε με τον ίδιο τρόπο.
Κανένα να με συγχωρεί με φιλιά σαν τα δικά σου.
Ξαναζώ τις ύπουλες νύχτες που το υποψιάζομαι:
Θα ενδώσω πάλι...
Γιατί κοιμήθηκα αγκαλιά με το νέο γράμμα σου.
Με τους στίχους σου του Μπωντλαίρ που με φωνάζουν πίσω:
"Κάνω επίκληση στη συμπόνια σου
σε σένα, τη μόνη ύπαρξη που αγαπώ,
μέσα απ’ τα βάθη της σκοτεινής αβύσσου,
εκεί όπου η καρδιά μου έχει πέσει ".


 *-*-*

Βιέρα Ούλκμαν, " Γράμματα στον Γιάτσεκ "

Σχόλια

  1. Ανώνυμος2/3/15, 4:38 μ.μ.

    Τι στίχοι!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στίχοι δίχως φόβο!
    Η αγάπη είναι τόσο τρομερή που μας κάνει ατρόμητους
    ακόμα κι όταν στεκόμαστε γυμνοί
    με την ψυχή μας στα χέρια
    με τα λόγια πατ - πατ αδέξια που φτεροκοπούν
    στην άκρη της γλώσσας, στα χείλη
    πέφτουν και σηκώνονται
    βαριά απελπισμένα
    συλλογισμένα αχ! να πετούσαμε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος2/3/15, 9:47 μ.μ.

    αχ! να πετούσαμε...ναι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος3/3/15, 7:07 π.μ.

    Στίχοι μελαγχολίας και απαισιοδοξίας, χωρίς ελπίδα. Αγαπη χωρίς μελλον. Βάσανο ανειποτο. Αχ να πετούσαμε μακριά της!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Η ποίηση, αγαπητέ, το έχει αυτό το... συνήθειο, πες; κουσούρι, πες; να μπορείς να πετάξεις,
    κοντά της, θες; μακριά της, θες; τέλος πάντων να πετάξεις, βρε αδερφέ....
    Εν αντιθέσει με άλλα πολλά πράγματα που μένουν σιδερόφραχτα, εγκεφαλικά, συναισθηματικά, ηθικά φυλακισμένα....
    Το πέταγμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός