Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ιστορίες λεωφορείου ix






Καὶ ψυχὴ
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν
εἰς ψυχὴν
αὐτὴ βλεπτέον:
 (Πλάτωνος, Αλκιβιάδης)


Αυτή τη φορά καθίσαμε μαζί, πλάι-πλάι.
Αν και μπορούσαμε να κάτσουμε χωριστά... είχε πολλά αδειανά καθίσματα το τελευταίο υπεραστικό λεωφορείο των 9.00
Έχω, λοιπόν, παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι προτιμούν να κάθονται μόνοι τους και αποφεύγουν τους αγνώστους. Ενοχλούνται. Μου έχει τύχει να μπω σε λεωφορείο όπου όλοι κάθονταν  ο ένας πίσω από τον άλλο, ένας - ένας, όλοι άγνωστοι... μάλιστα πολλοί συνηθίζουν να βάζουν δίπλα τους τσάντες, ζακέτες, σακούλες.. έτσι που η θέση να είναι  τρόπον τινά "πιασμένη". Κοιτάζουν την οθόνη του κινητού τους έτσι που να νιώθεις τρόπον τινά ανεπιθύμητος... και το σκέφτεσαι και λες σιγανά "μπορώ να κάτσω;"... Μαζεύει τότε, ανόρεχτα τα πράγματά του ο άλλος και κάθεσαι...
Άλλες πάλι φορές αν τύχει σε κάποια στάση και αδειάσει κανένα  κάθισμα, κάποιος σβέλτος θα τρέξει γρήγορα γρήγορα να καταλάβει την απροσδόκητα εκκενωθείσα διπλή θέση.
Ενοχλούνται από τους αγνώστους... δεν ξέρεις τι μπορεί να σου τύχει... και μετά γιατί να στριμωχτείς;

Αυτή τη φορά όμως κάτσαμε μαζί, αν και είμαστε άγνωστοι τρόπον τινά και παραβλέποντας τους άγραφους νόμους της ξενικότητας του λεωφορείου.
Ήθελε να μιλήσει....
Όπως και γω.
Μου έλεγε για σένα....
Τι καλά που μίλαγε για σένα!
Τι όμορφος που είσαι!


Τον άφηνα να με ρωτάει ό,τι θέλει...
Όπως και σένα.


Τον άφηνα να μιλάει...
Τον ήξερα περισσότερο από όσο προσπαθούσε να μου πει...
Όπως και σένα.

Πως έχει πολύ δρόμο ακόμα να κάνει, με τα πόδια μέχρι να φτάσει στο χωριό του, πολύ αργά. 
Πως δεν αντέχει να είναι μόνος του σα το ξερό κούτσουρο.
Γι' αυτό έρχεται κάθε μέρα στη πόλη. Κάθεται σ' ένα παγκάκι στη πλατεία και χαζεύει τον κόσμο που περνάει. Μετά παίρνει το τελευταίο λεωφορείο και γυρίζει πίσω...
Πως γέρασε...
Πως στο χωριό τον έχουνε για τον τρελό του χωριού και τον πειράζουν....
Πως καμιά φορά... καμιά φορά, χωρίς να το θέλει, αλλά του 'ρχεται κι εκεί που είναι μόνος του αρχίζει και ουρλιάζει.
Τι κάθομαι και σας λέω, μου είπε, ξένη γυναίκα... Φιλοσοφία; φιλοσοφία κάνετε; σας φαίνονται παράξενα όλα αυτά;
Καθόλου, του είπα....

Κι εγώ με τα πόδια πάω πολλές, παλιές διαδρομές κι έχω αργήσει... βήμα το βήμα, γραμμή τη γραμμή...
Κι εγώ, μη φανταστείς... κούτσουρο είναι τα χέρια μου, ξυλιασμένα και δεν καρποφορούν.
Κι εγώ, κάθε μέρα πάω εκεί που περνάνε χιλιάδες άνθρωποι και βιάζονται... αχ! τους βλέπω να είναι τόσο νέοι και να βιάζονται.
Και, να το ξέρεις, οι πραγματικοί σοφοί είναι άνθρωποι που τρελάθηκαν.
Κι εγώ ουρλιάζω με όλα αυτά... 

Καλά κάνω, έ; Ποιά είναι η γνώμη σας κυρία Ελένη; καλά κάνω;
Τι καλά που καθόμαστε μαζί, πλάι πλάι κύριε Στέλιο! του απάντησα.

Έφτασε η στάση σας. Καληνύχτα και καλό δρόμο.
Κατέβηκε και χάθηκε. Χωρίσαμε.
Όπως και μεις.

Στο τελευταίο λεωφορείο, αυτό που παίρνω όταν ξεμένω, όταν μιλώ κι όταν σωπαίνω,
στο λεωφορείο των εννιά, 
στο τελευταίο που αγαπώ, τόσο αργά, τόσο πολύ, τόσο βαθιά,
κάθομαι πάντα με τον Στέλιο.

Σχόλια

  1. Ανώνυμος19/3/15, 9:46 π.μ.

    πολύ τρυφερό!
    όταν οι άνθρωποι γίνονται δύο, έστω για λίγο,
    παύουν να είναι μόνοι τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός