Καὶ ψυχὴ
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν
εἰς ψυχὴν
αὐτὴ βλεπτέον:
(Πλάτωνος, Αλκιβιάδης)
Αυτή τη φορά καθίσαμε μαζί, πλάι-πλάι.
Αν και μπορούσαμε να κάτσουμε χωριστά... είχε πολλά αδειανά καθίσματα το τελευταίο υπεραστικό λεωφορείο των 9.00
Έχω, λοιπόν, παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι προτιμούν να κάθονται μόνοι τους και αποφεύγουν τους αγνώστους. Ενοχλούνται. Μου έχει τύχει να μπω σε λεωφορείο όπου όλοι κάθονταν ο ένας πίσω από τον άλλο, ένας - ένας, όλοι άγνωστοι... μάλιστα πολλοί συνηθίζουν να βάζουν δίπλα τους τσάντες, ζακέτες, σακούλες.. έτσι που η θέση να είναι τρόπον τινά "πιασμένη". Κοιτάζουν την οθόνη του κινητού τους έτσι που να νιώθεις τρόπον τινά ανεπιθύμητος... και το σκέφτεσαι και λες σιγανά "μπορώ να κάτσω;"... Μαζεύει τότε, ανόρεχτα τα πράγματά του ο άλλος και κάθεσαι...
Άλλες πάλι φορές αν τύχει σε κάποια στάση και αδειάσει κανένα κάθισμα, κάποιος σβέλτος θα τρέξει γρήγορα γρήγορα να καταλάβει την απροσδόκητα εκκενωθείσα διπλή θέση.
Ενοχλούνται από τους αγνώστους... δεν ξέρεις τι μπορεί να σου τύχει... και μετά γιατί να στριμωχτείς;
Αυτή τη φορά όμως κάτσαμε μαζί, αν και είμαστε άγνωστοι τρόπον τινά και παραβλέποντας τους άγραφους νόμους της ξενικότητας του λεωφορείου.
Ήθελε να μιλήσει....
Όπως και γω.
Μου έλεγε για σένα....
Τι καλά που μίλαγε για σένα!
Τι όμορφος που είσαι!
Τον άφηνα να με ρωτάει ό,τι θέλει...
Όπως και σένα.
Τον άφηνα να μιλάει...
Τον ήξερα περισσότερο από όσο προσπαθούσε να μου πει...
Όπως και σένα.
Πως έχει πολύ δρόμο ακόμα να κάνει, με τα πόδια μέχρι να φτάσει στο χωριό του, πολύ αργά.
Πως δεν αντέχει να είναι μόνος του σα το ξερό κούτσουρο.
Γι' αυτό έρχεται κάθε μέρα στη πόλη. Κάθεται σ' ένα παγκάκι στη πλατεία και χαζεύει τον κόσμο που περνάει. Μετά παίρνει το τελευταίο λεωφορείο και γυρίζει πίσω...
Πως γέρασε...
Πως στο χωριό τον έχουνε για τον τρελό του χωριού και τον πειράζουν....
Πως καμιά φορά... καμιά φορά, χωρίς να το θέλει, αλλά του 'ρχεται κι εκεί που είναι μόνος του αρχίζει και ουρλιάζει.
Τι κάθομαι και σας λέω, μου είπε, ξένη γυναίκα... Φιλοσοφία; φιλοσοφία κάνετε; σας φαίνονται παράξενα όλα αυτά;
Καθόλου, του είπα....
Κι εγώ με τα πόδια πάω πολλές, παλιές διαδρομές κι έχω αργήσει... βήμα το βήμα, γραμμή τη γραμμή...
Κι εγώ, μη φανταστείς... κούτσουρο είναι τα χέρια μου, ξυλιασμένα και δεν καρποφορούν.
Κι εγώ, κάθε μέρα πάω εκεί που περνάνε χιλιάδες άνθρωποι και βιάζονται... αχ! τους βλέπω να είναι τόσο νέοι και να βιάζονται.
Και, να το ξέρεις, οι πραγματικοί σοφοί είναι άνθρωποι που τρελάθηκαν.
Κι εγώ ουρλιάζω με όλα αυτά...
Καλά κάνω, έ; Ποιά είναι η γνώμη σας κυρία Ελένη; καλά κάνω;
Τι καλά που καθόμαστε μαζί, πλάι πλάι κύριε Στέλιο! του απάντησα.
Έφτασε η στάση σας. Καληνύχτα και καλό δρόμο.
Κατέβηκε και χάθηκε. Χωρίσαμε.
Όπως και μεις.
Στο τελευταίο λεωφορείο, αυτό που παίρνω όταν ξεμένω, όταν μιλώ κι όταν σωπαίνω,
στο λεωφορείο των εννιά,
στο τελευταίο που αγαπώ, τόσο αργά, τόσο πολύ, τόσο βαθιά,
κάθομαι πάντα με τον Στέλιο.
πολύ τρυφερό!
ΑπάντησηΔιαγραφήόταν οι άνθρωποι γίνονται δύο, έστω για λίγο,
παύουν να είναι μόνοι τους.