Τον όρο «υπομονετικό Εμείς» τον χρησιμοποίησα σ’ ένα πρόσφατο άρθρο («αξιολόγηση
και αξίες» 12/12) για να περιγράψω την στάση που υιοθέτησε μια μικρή ομάδα
φοιτητών προκειμένου να εκθέσει την λειτουργία του τμήματος Φιλοσοφικών και
Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Κρήτης στους αξιολογητές του, κατά την
διαδικασία της αξιολόγησης που διενεργήθηκε.
Δύο ερωτήματα :
1) υπάρχει
αυτό το «υπομονετικό Εμείς»; και
2)
εάν υπάρχει πού πρέπει να το τοποθετήσουμε και σε σχέση
με τι;
Οι απαντήσεις στα δύο παραπάνω
ερωτήματα συμπλέκονται και η απάντηση του ενός προϋποθέτει την απάντηση του
άλλου.
Αν γυρίζω πάλι πίσω στην
διερεύνηση αυτού του όρου είναι για δύο κυρίως λόγους :
ο πρώτος, είναι η αναπάντεχη αναγνώριση της αποτελεσματικότητας του εν λόγω άτυπου – σχήματος («εμείς») να
πετύχει τον στόχο του, που αν και δεν ήταν από πριν συνομολογημένος και
συμφωνημένος, ωστόσο αποδείχθηκε κοινός. Ο στόχος ήταν η υπεράσπιση της
πανεπιστημιακής εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως αυτή γίνεται στο συγκεκριμένο
τμήμα, απέναντι σε μια επιτροπή που, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ασυνείδητα ήταν
προκατειλημμένη εναντίον του και κυρίως εναντίον των φοιτητών του. Η
προκατάληψη αυτή για να μην αναφερθούμε στο γενικό πλαίσιο κατευθύνσεων και
εντολών -που προφανώς υπάρχει- φάνηκε από τα πράγματα και δεν αποτελεί μια δική
μου αυθαίρετη εικασία.
Δεν έχει όμως τόσο σημασία να
μείνουμε σ’ αυτήν. Αντίθετα, μεγάλη σημασία έχει η ομολογία των μελών της
επιτροπής, ότι για πρώτη φορά συνάντησαν φοιτητές της φιλοσοφικής σχολής οι οποίοι
συνειδητά σπουδάζουν το αντικείμενο των
σπουδών τους (φιλοσοφία ή κοινωνικές επιστήμες), με το οποίο βρίσκονται σε
διαρκή τριβή και έλεγχο και το υπερασπίζονται.
ο δεύτερος, είναι ένα αίσθημα ικανοποίησης που νιώσαμε (όσοι
βρεθήκαμε εκεί) και έκτοτε μοιάζει να έχει προστεθεί ως ένα κεφάλαιο αξίας πάνω
στον καθένα από εμάς αλλά και στο τμήμα, στο σύνολό του.
Οι δύο αυτοί λόγοι – στοιχεία, με
οδηγούν να σκεφτώ ότι ίσως βρισκόμαστε μπροστά στα αποτελέσματα της ενέργειας
ενός υποκειμένου το οποίο συστάθηκε, έλαβε χώρα και έδρασε απέναντι σ’ ένα
εξωτερικό προς αυτό αντικείμενο (αξιολογητές) και μένει να διαπιστώσουμε τους
όρους της δημιουργίας του και από πού αντλεί τον λόγο του.
Ασφαλώς και δεν ισχυρίζομαι ότι
συστάθηκε κάτι που να έχει μια δομή όπως αυτή των άλλων συλλογικών πολιτικών υποκειμένων
που γνωρίζουμε, ούτε εννοώ ότι υπάρχει κάποια ιδιαίτερη συνοχή ή σταθερότητα.
Υπάρχει όμως κάτι, που υπερβαίνει
κατά πολύ τον μέχρι τώρα αντιπολιτευτικό – λόγο
που διατυπώνεται από τους παγιωμένους πολιτικούς χώρους και τις
νεολαίες τους.
Νομίζω ότι έχει μια αξία να καθυστερήσουμε λίγο πάνω σ’ αυτό, ιδιαίτερα
σήμερα καθώς τα ερωτήματα σε σχέση με την κρίση την ίδια έχουν υπερφαλαγγιστεί
από ένα πιεστικότερο ερώτημα: γιατί δεν γίνεται τίποτα; γιατί μοιάζει ο κόσμος
που θίγεται να έχει πέσει σε αδράνεια; σε μια απάθεια;. Επιπλέον, το
«υπομονετικό εμείς» που ανέφερα θα μπορούσε να παρανοηθεί και να θεωρηθεί ότι
ανήκει σ’ αυτή την μεγάλη σχολή της υπομονής, της απαντοχής που κάνει θραύση,
στις μέρες μας.
Αναγνωρίζεται από όλους ότι πλέον
δεν μιλάμε τόσο για μια οικονομική κρίση, αλλά μια θεμελιακή κρίση που δεν
αφήνει άθικτο τίποτα και κανένα. Τίποτα
από ότι μέχρι πρότινος οδηγούσε τα βήματα των ανθρώπων: Η κοινή φαντασίωση μιας ευδαιμονικής ζωής που
για τον καθένα αποτελούσε έναν ατομικό στόχο, στην εξυπηρέτηση του οποίου
θυσιάζονταν τα πάντα (πολιτικά και δημοκρατικά κυρίως κεφάλαια) παρ’ όλα αυτά
υπόρρητα λειτουργούσε ως ο «κοινός» στόχος, πλέον έχει πάψει να υπάρχει. Και κανένας πολιτικός χώρος δεν φαίνεται
ικανός να βγει έξω απ’ αυτό τον φαύλο κύκλο, αφού τίποτα το πολιτικό με την
έννοια του λόγου των πολιτών δεν
μπορεί να εκπροσωπηθεί.
Στο σκληρό πυρήνα της
παγκοσμιοποίησης στον οποίο σύρεται η χώρα μας και βεβαίως όλη η Ευρώπη, διαλύονται
τα συστατικά κάθε επιμέρους συλλογικότητας, κυριαρχεί μια υπερ-συλλογική
οικονομική δομή, η οποία φενακίζει διάφορα εθνικιστικά ή ιδεοληπτικά «εμείς» προκειμένου να
κρύψει την αβυσσάλεα απόσταση που χωρίζει την τυπική λογική δομή των
οικονομικών μεγεθών από τον άνθρωπο και τις ανάγκες του ως το μέτρο και το
συστατικό όλων των συλλογικοτήτων.
Ας μείνουμε όμως στο υπαρκτό
παράδειγμα του Πανεπιστημίου, που στην δική μου τουλάχιστον αντίληψη αποκτά μια
ξεχωριστή θέση.
Ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες
θέσεις που φαινομενικά τουλάχιστον εκπροσωπούν διαφορετικές αντιλήψεις, έκανε
την εμφάνισή του αυτό που εγώ ονομάζω «υπομονετικό εμείς» και το οποίο είναι ριζοσπαστικό.
Οι δύο θέσεις είναι εν περιλήψει
: η θέση των κύκλων που εκπροσωπούν την αντίληψη ότι η αγορά πρέπει να
επιβάλλει τον χαρακτήρα και τους όρους της σε κάθε πλευρά της ζωής και ασφαλώς
δεν εξαιρείται η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αντίθετα είναι στο κέντρο των
επιχειρούμενων αλλαγών, για ευνόητους λόγους. Έτσι, τα τμήματα αξιολογούνται με
κριτήρια αποδοτικότητας που αρμόζουν στις επιχειρήσεις, και προσαρμόζονται σ’
ένα περιβάλλον αυξανόμενου ανταγωνισμού και παραγωγικότητας.
Και η άλλη θέση των κύκλων εκείνων που, έχοντας αντιληφθεί τον διαρκώς αυξανόμενο έλεγχο και την πίεση για κατάλυση των
πανεπιστημιακών ελευθεριών, καταγγέλλουν το πανεπιστήμιο ως χώρο αναπαραγωγής
της κυρίαρχης ιδεολογίας και των διαχωρισμών που αυτή επιβάλλει.
Είτε με τον έναν είτε με τον άλλο
τρόπο, το Πανεπιστήμιο εκλαμβάνεται και αντιμετωπίζεται ως μια υπόθεση χρηστική
και απομένει στον συσχετισμό των δυνάμεων να καθορίσει την μια ή την άλλη μορφή
του.
Εάν όμως περιφράξουμε την
διαδικασία της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι σα να
καλούμε τους εμπλεκόμενους φοιτητές (και καθηγητές σε ένα δεύτερο επίπεδο) να
αποφασίσουν να σχετιστούν με αυτήν και με ό,τι αυτή συνεπιφέρει στο πάμπτωχο
αυτό επίπεδο.
Έτσι, εάν μεν οι φοιτητές τυγχάνουν θιασώτες
της αντίληψης των αγορών δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να συνταχθούν με τους
κύκλους που την προωθούν και να δεχθούν ακόμα και δίδακτρα στα πανεπιστήμια,
ονομάζοντας την στάση τους αυτή ρεαλισμό και εκσυγχρονισμό. Εάν δε τυγχάνουν
οπαδοί της άλλης αντίληψης θα καταγγέλλουν τα παραπάνω ως ταξικό φραγμό.
Έτσι, στην μεν πρώτη περίπτωση τα
υποκείμενα θα παραμείνουν ατομικά ανταγωνιστικά, συμφεροντολόγα και
προσαρμοσμένα στις κυρίαρχες αντιλήψεις, ενώ στη δεύτερη τα υποκείμενα θα
αδυνατούν να σχετιστούν με αυτό το κολοβωμένο πανεπιστήμιο λόγω ενός σύννεφου
ιδεολογίας που παρεμβάλλεται ανάμεσα σ’ αυτά και στην πανεπιστημιακή
διαδικασία, με αποτέλεσμα ο λόγος τους να μένει στο επίπεδο της καταγγελίας και
να μην πείθει.
Πραγματική σύνδεση δεν μπορούν να
πετύχουν ούτε οι μεν ούτε οι δε. Και οι δύο επιλεκτικά αποσπούν ένα μέρος της
πανεπιστημιακής διαδικασίας και δια μέσου αυτού του θραύσματος επιδιώκουν να
πείσουν για τις θέσεις τους.
Με αυτά τα δεδομένα σε ποιό
σημείο και πώς εννοούμε ότι θα μπορούσε να συσταθεί ένα συλλογικό υποκείμενο
μέσα στα πανεπιστήμια;
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχει
χαθεί η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο.
Με τον όρο υποκείμενο εδώ ας
εννοήσουμε τα εκατοντάδες ατομικά υποκείμενα – φοιτητές και με τον όρο
αντικείμενο την εκπαιδευτική διαδικασία σε όλο το εύρος της. Εφόσον το αντικείμενο ορίζεται με τους δύο
προαναφερόμενους τρόπους συνεπάγεται ότι η συσχέτιση μ’ αυτό μπορεί να γίνει
μόνο μέσα απ’ αυτούς.
Το πώς όμως ορίζεται το
αντικείμενο και η συσχέτιση μ’ αυτό θα διαμορφώσει και τα υποκείμενα. Επομένως
μη ζητάμε να υπάρξει τίποτα άλλο από ό,τι έχει μέχρι σήμερα υπάρξει, εάν πρώτα
δεν επαναπροσδιορίσουμε την σχέση μας με το Πανεπιστήμιο και γενικότερα με την
Γνώση.
Αυτό έκανε, χωρίς να το
συνειδητοποιεί πλήρως, το «υπομονετικό
εμείς».
Το «υπομονετικό εμείς» δεν έχει
να κάνει με κάποια μαρτυρική, καρτερική αντίληψη. Είναι πέρα για πέρα
αγωνιστικό επί της ουσίας.
Ο αγώνας του ξετυλίγεται στο
εξής:
Μπόρεσε σ’ αυτό τον κόσμο της
αλλοτρίωσης και της καχυποψίας και ξανασχετίστηκε αυθεντικά και πρωτοπρόσωπα με
την ουσία της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης χωρίς να την καθυποτάξει ούτε στον ρεαλισμό των αγορών ούτε στο σύννεφο
των ιδεολογιών.
Παρουσιάστηκε ως μια κοινή
αντίληψη ανθρώπων διαφορετικών και με διαφορετικές αφετηρίες που όμως
συνειδητοποίησαν ότι ακονίζοντας τους εαυτούς μέσα σ’ αυτή την διαδικασία υπομονετικά και όχι κυριαρχικά,
δίνοντας χώρο και χρόνο να ξετυλιχθεί μπροστά τους, να λάβει χώρα το
«αντικείμενο» Πανεπιστήμιο, όπως ακριβώς είναι με τις αδυναμίες και τα
προβλήματά του, με όλο το μεγαλείο και την φθορά του, στο κάλεσμά του αυτό,
απέκτησαν μια γνήσια σύνδεση με ότι ο πανεπιστημιακός χώρος φέρει και δια μέσου αυτού μεταξύ τους.
Το Πανεπιστήμιο, έτσι ειδωμένο
μπόρεσε να τους εμπεριέξει, δεν στάθηκαν απέναντί του με πανώ και διαμαρτυρίες
αλλά μέσα του κι αυτό αποτελεί μια θέση. Από τη θέση αυτή υπερασπίστηκαν το Πανεπιστήμιο και το συγκεκριμένο τμήμα, υπερασπίζοντας την βιωμένη πραγματικότητα της προσωπικής τους συγκομιδής. Αυτή τη συγκομιδή ένιωσαν ότι είναι εξαιρετικά πλούσια και άξια υπερασπίσεως.
Έτσι συγκροτήθηκε χωρίς να το
επιδιώξει ένα συλλογικό υποκείμενο που παραμένει επί της ουσίας και γι’ αυτό
κατέστη δυνατό να πείσει και να νιώσει να αναπνέει μια συλλογική ανάσα και την
ικανοποίηση απ’ αυτή την θέση.
Πιθανόν η λαίλαπα των
ιδιωτικοποιήσεων στην εκπαίδευση να μην αναχαιτιστεί, αν και για το
συγκεκριμένο τμήμα δεν υπάρχει κίνδυνος κατάργησης ή σύμπτυξης με άλλα. Το
μεγάλο όμως κέρδος απ’ αυτό είναι ότι άνθρωποι χωρίς κομματική πατρωνία, κυρίως
νέοι άνθρωποι, πήραν θέση αυτοί οι ίδιοι, δίχως μεσολάβηση και εξέθεσαν τους
εαυτούς τους, ανακαλύπτοντας έναν κοινό εαυτό που το Πανεπιστήμιο τους έδωσε την
ευκαιρία να γνωρίσουν κι αυτό είναι ένα
άκρως πολιτικό επίτευγμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου