Όλο το προηγούμενο βράδυ και το πρωί όταν ξύπνησε και στην διαδρομή που πήγαινε κι εκεί που σταμάτησε να πιεί ένα καφέ, προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη την σκέψη.
Αυτό πρώτο, αυτό δεύτερο, συνδέονται έτσι μεταξύ τους.... και μετά το άλλο.. για να καταλήξω εκεί...
Όμως το ένιωθε, δεν πέταγε η σκέψη. Μ' αυτά και μ' αυτά δεν φτερούγιζε.
Τις ήξερε τις φτερούγες. Γεμάτες και μαύρες, και φτιάχονται από λέξεις, από λέξεις σαν πούπουλα.
Όσο κι αν προσπάθησε, το σώμα αυτό παρέμενε βαρύ και βουλιαγμένο, δεν σηκωνόταν.
Παρ' όλα αυτά συνέχισε την πορεία του. Το πρόγραμμά του.
Κατά την τάξη του χρόνου.
Την προκαθορισμένη ώρα, ήταν εκεί που έπρεπε.
Άνθρωποι τριγύρω που κάτι υποστήριζαν και του φάνηκε ότι όλοι προσπαθούσαν να κρύψουν την αδεξιότητά τους στο περπάτημα.
Άνθρωποι που, τι κρίμα! τι κρίμα! να μην ξέρουν ότι έχουν φτερά.
Αυτός ήξερε ότι είχε -όπως έχουν όλοι. Αλλά σήμερα; Σήμερα ένιωθε να τον προδίδουν.
Μιλούσαν και φώναζαν οι άνθρωποι κι ήταν σαν να τσαλαβουτούσαν.
Και τι παράξενο να μην το ξέρουν, να μην αντιλαμβάνονται ότι μιλούν για την ελευθερία του ανθρώπου να πετάει, παρά τον φυσικό νόμο της βαρύτητας και της παγκόσμιας έλξης και της εξέλιξης. Γιατί αυτό ήταν το θέμα της συζήτησης. Το θέμα μας είναι πάντα αυτό.
Σήκωσε το χέρι του να πάρει το λόγο.
Και του φάνηκε ότι τα φτερά του δεν τον λυπόντουσαν, δεν έρχονταν κατά την τάξη της αεροδυναμικής.
Μίλησαν διάφοροι ομιλητές κι εκείνος περίμενε την σειρά του.
Όταν του έδωσαν το λόγο και σε αντίθεση με τους άλλους που μιλούσαν καθιστοί, αυτός σηκώθηκε. Ήθελε να σηκωθεί. Να σηκωθεί αυτό το σώμα του το ασήκωτο.
Κι άρχισε να μιλάει : "Εγώ που με βλέπετε εδώ, δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ τώρα.... γιατί; Γιατί υπάρχει η βαρύτητα" έτσι είπε.
Και μίλησε γι' αρκετή ώρα ακόμα.
Όταν είπε ότι ήθελε να πει, γύρισε χωρίς θόρυβο και κάθισε σε μια άκρη.
Σε λίγο τελείωσε η συζήτηση.
Κι άδειαζε σιγά σιγά η αίθουσα.
Κάποιος τον πρόλαβε και του είπε : "Μας απογείωσες... φίλε".
Ένιωσε αμήχανα, περπάτησε, βγήκε έξω κι ήταν σαν να γλίστρησε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου