-Να σηκωθεί να πάει στο υπόστεγο να φέρει κανένα ξύλο.
Καθότι είχε από ώρας πέσει η πυρά στο τζάκι
και τα δυό κούτσουρα στέκονταν εκεί μαυρισμένα,
χωρίς να βγάζουν πλέον ζεστασιά..
Είχε περάσει όλο το πρωί καθώς του άρεσε,
με τα βιβλία του και τις ποιήσεις και τις φιλοσοφίες του.
Άλλο δεν είχε ανάγκη, παρά μόνον αυτά.
Μα τώρα....
Τώρα που τέλειωνε η μέρα εκείνη,
η μέρα η λαμπρή, των Χριστουγέννων,
κι εκείνος είχε από ώρας κατακοπιάσει με τις φλυαρίες τους, τον έπιασε ένα ψύχος.
Θα ήταν το τζάκι.
Πρέπει να ήταν το τζάκι που είχε χωνέψει τα ξύλα του από ώρας.
Έκλεισε τα βιβλία του, σηκώθηκε απ' το γραφείο που δέσποζε στο μικρό δωμάτιο και πλησίασε.
Έπιασε το σίδερο της μασιάς και βάλθηκε ν' ανακατώνει τις στάχτες και τα μισοσβησμένα κάρβουνα, που ένα είδος πυράς τα παίδευε και τα αγανακτούσε ακόμα.
Ανίκανα, βέβαια, κούτσουρα να δώσουν δύναμη, να ζεσταθεί το δωμάτιο.
Αγωνίζονταν όμως , εκείνα τα κάρβουνα.
- Να σηκωθεί να πάει στο υπόστεγο να φέρει κανένα ξύλο.
Και του φάνηκε πως γέμισε το δωμάτιο παιδικές φωνές,
πολλών παιδιών, αγόρια και κορίτσια, που παίζανε
και διαγκωνίζονταν και παλεύανε με κάτι παλαιικά παιχνίδια .
Και οι γονείς των παιδιών ήταν εκεί, σαν δύο ήρεμες μεγάλες αρκούδες.
Έδιωξε εκείνη την εικόνα, τι είχαν από καιρό μεγαλώσει τα παιδιά κι είχαν κάνει άλλα παιδιά και οι μεγάλες αρκούδες είχανε πια πεθάνει.
Είχαν πεθάνει.
Κράτησε όμως, για την ημέρα εκείνη την λαμπρή, των Χριστουγέννων, την ηρεμία τους.
- Να σηκωθεί να πάει στο υπόστεγο να φέρει κανένα ξύλο.
Και του φάνηκε να γεμίζει το δωμάτιο ετοιμασίες που έκανε ένα νεαρό ζευγάρι
για μια μέρα σαν κι αυτή, να στρώσει το τραπέζι,
το δέντρο των ονείρων του, να υποδεχθεί τους φίλους του να φάνε, να γελάσουν.
Και τα παιδιά του ζευγαριού ήταν εκεί, σαν τρία σκανταλιάριακα χνουδάτα αρκουδάκια.
Έδιωξε εκείνη την εικόνα, τι είχαν από καιρό πάψει οι φίλοι να'ρχονται και μόνος του,
μόνος ο καθένας πορευόταν κι όπως μπορούσε και κατά τη δύναμή του, βάδιζε.
Κράτησε όμως, για την ημέρα εκείνη την λαμπρή, των Χριστουγέννων, το τραπέζι.
- Να σηκωθεί να πάει στο υπόστεγο να φέρει κανένα ξύλο.
Ρίγος του τάραξε την πλάτη, τα πλευρά του.
Τυλίχτηκε με το παλιό μαύρο του σακάκι.
Και του φάνηκε πως τα δύο κούτσουρα, τ' ανίκανα, τα μαυρισμένα κούτσουρα
Τα χέρια του που κόπηκαν απ' τον κορμό.
Τα δύο χέρια του που τώρα ανάδευαν με τη μασιά τα κάρβουνα.
Τα κάρβουνα που αγωνίζονταν...
Τα δύο χέρια του, Θεέ μου, και ν'άναφταν και να ζέσταιναν ετούτο το κορμί!
Μέρα λαμπρή Χριστούγεννα που "ο Χριστός γεννάται".
Τίποτα. Πέρασε η ώρα, βράδιασε.
- Να σηκωθεί, το λοιπόν, να πάει στο υπόστεγο να φέρει κανένα ξύλο.
Άλλο δεν είχε ανάγκη.
Η ηρεμία, το τραπέζι,
Τις ποιήσεις και τις φιλοσοφίες του.
Τι ήταν το δωμάτιο μικρό, κι αν άναφτε επιτέλους η φωτιά,
Θεέ μου!! αν άναφτε εκείνη η φωτιά,
θα πέρναγε το βράδυ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου