_το σύμβολο της αρκούδας στην "Ιερά οδό" του Α.Σικελιανού και στην "Σονάτα του σεληνόφωτος" του Γ. Ρίτσου
Σχόλιο:
Δύο μείζονες Έλληνες ποιητές , ο Άγγελος Σικελιανός και ο Γιάννης Ρίτσος, ψάχνουν να βρουν ο καθένας απ’ τον δικό του δρόμο ένα σύμβολο της υποταγής και της ανάγκης, ταυτόχρονα, και το βρίσκουν στην εικόνα της αιχμαλωτισμένης αρκούδας και του αρκουδιάρη.
Ήταν μια συγκλονιστική εικόνα αυτή που περιδιάβαινε τα χωριά
και τις πόλεις τις δεκαετίες του 50 και του 60.
Το μεγάλο υποταγμένο ζώο, που πλέον δεν ενέπνεε κανένα φόβο, γελοιοποιούταν μόνο κάνοντας πως χορεύει, πως χτενίζεται,
πως βάφει τα χείλια του.
Τα σκισμένα και κρεμασμένα χείλια του.
Τα βήματά του τα βαριά, οι πατούσες του οι μαύρες πληγές
του.
Οι αλυσίδες του από τη μύτη και το πρόσωπο φτάνουν στο χέρι
του αρκουδιάρη.
Το ντέφι. Τι ήχος!
Το ντέφι είναι ο ήχος του κόσμου, καθώς ηχεί, με άπειρα
κουδουνάκια σε κάθε κραδασμό, σε κάθε σύγκρουση, με άπειρους θρήνους, αυτή η
στρογγυλή του τεντωμένη επιφάνεια.
Στον ήχο του η αρκούδα σηκώνεται. Οι αλυσίδες σέρνονται.
Σφίγγει η φούχτα του αρκουδιάρη, σφίγγονται οι τένοντες του φοβερού του χεριού, αυτού του ίδιου χεριού που έδειξε στον Αδάμ την έξοδο απ’ τον Παράδεισο.
Σφίγγει η φούχτα του αρκουδιάρη, σφίγγονται οι τένοντες του φοβερού του χεριού, αυτού του ίδιου χεριού που έδειξε στον Αδάμ την έξοδο απ’ τον Παράδεισο.
Σηκώνεται αυτή η μεγάλη καφέ αρκούδα, η Ανθρωπότητα. Σηκώνεται
να χορέψει.
Εκεί που θα’θελε να ξαπλώσει κάτω και ν’ αφήσει να την πατάνε
στην κοιλιά, οι ανίδεοι κι οι αργόσχολοι, εκεί που θα’θελε να αγκαλιάσει τ’
αρκουδάκι της, να το παρηγορήσει που γεννήθηκε, να το νανουρίσει και να κλάψει μαζί
του.
Όμως φοράει τη δαντελένια σκούφια της, φοράει τις γαλάζιες χάντρες
της, τα χαϊμαλιά της και σηκώνεται αναγκασμένη.
Η ανθρωπότητα. Υποταγμένη
η περήφανη εφηβική της δύναμη
στην κοινωνική συνθήκη της Σονάτας του Σεληνόφωτος δεν μπορεί να παρά να λέει ευχαριστώ! ευχαριστώ! και παρακαλάει Άφησέ
με να’ρθω μαζί σου.
Η ανθρωπότητα. Υποταγμένη η πρώτη της ορμή, η μεγάλη δύναμη της
αγάπης της στον μόχθο της επιβίωσης της Ιεράς οδού, δεν μπορεί παρά να ρωτάει: Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θε νά ῾ρτει ἡ ώρα;
Θέλησα να γράψω αυτό το σημείωμα γιατί πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι τα χιλιάδες γεγονότα, τα εκατομμύρια των εικόνων, τα τόσα πολλά λόγια που πέφτουν πάνω μας, έχουν μεταλλάξει την υφή της επιδερμίδας μας, την έχουν κάνει μια αδιάβροχη επιδερμίδα.
Η αρκούδα ένα σύμβολο τόσο δυνατό, τόσο οικείο για την
υποταγή του καθενός και όλων μαζί, η δύναμή της αλυσίδας της, ο πόνος του χορού
της, το ντέφι κι ο ήχος του, όλα μοιάζει να μην μπορούν πλέον να μας συγκινήσουν.
Δεν
καθυστερούμε διόλου έτσι που κάτι, ένα ελάχιστο κάτι να βρει την
ευκαιρία να εμφανιστεί δειλά δειλά μπροστά μας, να λάμψει στα μάτια μας,
να ακουμπήσει αυτή την σκληρυμένη επιδερμίδα, να τρυπώσει στην καρδιά
μας ο πόνος του κι απ' κει ν' ανοίξει τους δρόμους του μυαλού και να
σκεφτούμε και πάλι την αλυσίδα - Μοίρα.
Περνάει ο λόγος των ποιητών και χάνεται μέσα στην φλυαρία, ανάμεσα σε γελοίους λόγους στερημένος από το νεύρο του. Που όμως, σε πείσμα της καταιγίδας, υπάρχει.
Είναι η απάντηση του ποιητή στην ανθρωπότητα - αρκούδα που χορεύει μέσα στην οχλοβοή των αιώνων : Θα’ρθει
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου