Μνήμες, επεισόδια των διωγμένων έχουν γραφτεί πολλά
κι ίσως γραφτούν κι άλλα στο μέλλον.
κι ίσως γραφτούν κι άλλα στο μέλλον.
Τι να προσθέσει κανείς μετά από τόσα χρόνια!
Κάθε φορά όμως που γυρίζω εκεί με το νου ή για τους πεθαμένους,
βλέπω το σπίτι και τη γειτονιά θαμπά, όπως ήταν τότε.
βλέπω το σπίτι και τη γειτονιά θαμπά, όπως ήταν τότε.
Άνθρωποι, εικόνες, μυρωδιές σαν ψέματα που χαθήκαν
και στο απέναντι σπίτι, αυτός ο κυρ- Γιώργης -επίθετο δεν θυμάμαι-
και το ανάστημα, το πρόσωπο εντελώς κοινά, σχεδόν σβησμένα.
και στο απέναντι σπίτι, αυτός ο κυρ- Γιώργης -επίθετο δεν θυμάμαι-
και το ανάστημα, το πρόσωπο εντελώς κοινά, σχεδόν σβησμένα.
Έφτιαχνε καπέλα απ’ την αρχή για μάγους, για νεράιδες, για τσολιάδες
και στέμματα για βασίλισσες και για πριγκιποπούλες.
και στέμματα για βασίλισσες και για πριγκιποπούλες.
Για τις Αποκριές έφτιαχνε τα καπέλα.
Γέμιζε το ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι στη μέση του δωματίου
-που στην φαντασία της κυρίας του χρησίμευε σαν σάλα, είχε κι ένα σερβάν -
σχεδόν σβησμένα όλα, κι εκεί επάνω με τάξη τα χαρτόνια,
οι χρυσόσκονες, οι ψαρόκολλες, τα χρωματιστά χαρτιά κι οι φούντες.
-που στην φαντασία της κυρίας του χρησίμευε σαν σάλα, είχε κι ένα σερβάν -
σχεδόν σβησμένα όλα, κι εκεί επάνω με τάξη τα χαρτόνια,
οι χρυσόσκονες, οι ψαρόκολλες, τα χρωματιστά χαρτιά κι οι φούντες.
Έφτιαχνε και χαρταετούς απ’ την αρχή,
με τον σκελετό τους από καλάμια και με λεπτά χαρτιά ταιριασμένα σε έντονες αντιθέσεις, με τις πολύχρωμες μακριές ουρές,
δεμένα με κόμπους μικρούς τα ζύγια,
έτοιμοι να πετάξουν έφτιαχνε τους χαρταετούς.
με τον σκελετό τους από καλάμια και με λεπτά χαρτιά ταιριασμένα σε έντονες αντιθέσεις, με τις πολύχρωμες μακριές ουρές,
δεμένα με κόμπους μικρούς τα ζύγια,
έτοιμοι να πετάξουν έφτιαχνε τους χαρταετούς.
Τον υπόλοιπο χρόνο, καθόταν σε ένα τραπεζάκι,
έξω στη μικρή αυλή κι έφτιαχνε απ’ την αρχή σταυρόλεξα.
έξω στη μικρή αυλή κι έφτιαχνε απ’ την αρχή σταυρόλεξα.
Τα επινοούσε μόνος του. Δεν ξέρω τι μόρφωση είχε.
Δεν θυμάμαι να έκανε τίποτε άλλο, σχεδόν σβησμένα είν' όλα αυτά.
Καπέλα, στέμματα, χαρταετούς, σταυρόλεξα,
κάπου πουλούσε και ζούσαν.
κάπου πουλούσε και ζούσαν.
Πέθανε πάμπτωχος
μέσα στη συγκαλυμμένη περιφρόνηση των γειτόνων,
που ωστόσο είχαν πάρει τα πάνω τους,
δούλευαν κανονικά και με τις αντιπαροχές φτιάξαν περιουσία
-έτσι έλεγαν, ότι έφτιαξαν περιουσία- έπιπλα και αμάξια...
που ωστόσο είχαν πάρει τα πάνω τους,
δούλευαν κανονικά και με τις αντιπαροχές φτιάξαν περιουσία
-έτσι έλεγαν, ότι έφτιαξαν περιουσία- έπιπλα και αμάξια...
μέσα στο ανάθεμα της κυρίας του, που έζησε κοντά του
-έτσι έλεγε, ότι έζησε κοντά του- μαύρα χρόνια....
-έτσι έλεγε, ότι έζησε κοντά του- μαύρα χρόνια....
μέσα στην ανακούφιση των παιδιών του, που ξεκουράστηκε
-έτσι έλεγαν, ότι ξεκουράστηκε - ο καημένος....
-έτσι έλεγαν, ότι ξεκουράστηκε - ο καημένος....
πέθανε και τίποτα δεν τους άφησε...
Πολύ κατώτερος των περιστάσεων, των προσδοκιών, της ράτσας για προκοπή,
για να ριζώσει όπως τόσοι άλλοι.
για να ριζώσει όπως τόσοι άλλοι.
Όμως, εγώ θαρρώ ότι αυτός ήταν από πάντα εκεί,
με γάντζους γαντζωμένος στα απρόσιτα ταβάνια,
στις σκοτεινές γωνιές, στα γείσα των παραθυριών,
όπως τα σαμιαμίδια.
με γάντζους γαντζωμένος στα απρόσιτα ταβάνια,
στις σκοτεινές γωνιές, στα γείσα των παραθυριών,
όπως τα σαμιαμίδια.
Που νύχτα βγαίνουνε, που περπατούν ανάποδα,
που δεν αφήνουν ίχνη,
που δεν αφήνουν ίχνη,
που μένουν από πάντα εκεί που δεν μπορείς να διώξεις
γιατί εκεί μεγάλωσαν από πάντα πρόσφυγες,
γιατί έχουνε ήδη φύγει.
‘Ει! κυρ Γιώργη, απ’ το απέναντι σπίτι σού γνέφω και σε χαιρετώ,
χαμένο κι ανεπρόκοπο και καλλιτεχνικό μου σαμιαμίδι,
-έτσι ήταν όλα απ’ την αρχή για σένα, σβησμένα πάντα από παντού.
Φόρεσε το καπέλο σου,
ανέβα στον αετό σου,
λύσε μου το σταυρόλεξο,
Εσύ ξέρεις καλά
τους γάντζους, τις ψαρόκολλες, τα ζύγια και τις λέξεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου