Immanuel Kant
O Ιμμάνουελ Καντ γεννήθηκε στις 22 Απριλίου 1724 στο Καίνιξμπέργκ της Πρωσίας, όπου και πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 1804. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους όλων των εποχών. Δεν παντρεύτηκε ποτέ κι ούτε εγκατέλειψε ποτέ την γενέτειρά του. Θρυλική ήταν η συνέπεια και η αυτοπειθαρχία του, σε σημείο που –όπως λέγεται- οι γείτονές του να ρυθμίζουν τα ρολόγια τους σύμφωνα με το ημερήσιο πρόγραμμα του Καντ. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Καίνιξεμπέργκ Λογική, Μεταφυσική, Ανθρωπολογία, Θεολογία, Φυσική, Κοσμολογία και Γεωγραφία.
Μετά από μερικές μικρότερες δημοσιεύσεις του για θέματα Φυσικής και Μεταφυσικής, παρουσίασε σε τρία θεμελιώδη έργα την υπερβατολογική φιλοσοφία του: «Κριτική του καθαρού Λόγου» (Kritik der reinen Vernunft, 1781), «Κριτική του πρακτικού Λόγου» (Kritik der praksischen Vernunft, 1788) και «Κριτική της κριτικής Δύναμης» (Kritik der Urteilskraft, 1790).
Έκτοτε, το έργο του Καντ έμελλε να επηρεάσει όλη την δυτική φιλοσοφία. Kάθε σύγχρονη συζήτηση λαμβάνει υπόψη της τις καντιανές παρακαταθήκες.
κάθε θεοδικία είναι αποτυχία
Ο Καντ με το δοκίμιο Η αποτυχία όλων των φιλοσοφικών προσπαθειών στη θεοδικία (1791) θέτει (ή προσπαθεί να θέσει) τέλος στο δικαστήριο που έστησε ο ανθρώπινος λόγος (λογική) με κατηγορούμενο το Θεό και συνήγορό του τον φιλόσοφο, ενίοτε και τον επιστήμονα του 18ου αιώνα, που ακόμα ταλαντευόταν ανάμεσα στην ορθολογικότητα της επιστήμης και στην παραδοξότητα της πίστης.
Η υπερασπιστική γραμμή που αναλαμβάνει ο συνήγορος του Θεού σε ένα τέτοιο δικαστήριο θα πρέπει να αποδείξει ότι υπεύθυνος για το κακό (πόνος, κακουχίες, φυσικές καταστροφές, αδικία, κακία) που υπάρχει στον κόσμο δεν είναι ο Θεός αλλά είτε ότι :1) εσφαλμένα οι άνθρωποι λόγω της περιορισμένης δυνατότητας που έχουν δεν μπορούν να αντιληφθούν το κακό ως ενταγμένο σε ένα θεϊκό σχέδιο, σε μια αγαθή θεία σκοπιμότητα, είτε ότι 2) το κακό ανήκει στη φύση των πραγμάτων ως μια φυσική τους ιδιότητα και επομένως δεν επιδέχεται καταλογισμό ηθικής ευθύνης, είτε ότι 3) το κακό αποτελεί όχι φύση αλλά ενέργεια των κτιστών όντων και μπορεί να τους καταλογιστεί.
Το διακύβευμα της δίκης είναι σημαντικό γιατί θέτονται σε αμφισβήτηση τρεις θεμελιώδεις ιδιότητες του Θεού:
1) Εφόσον ο Θεός είναι ο υπέρτατος πλάστης –δημιουργός, είναι και νομοθέτης του δημιουργήματος – κόσμου, τότε η ύπαρξη του κακού θα πρέπει να μας κάνει να αμφιβάλουμε για την αγιότητά του. (Πώς το θέλησε;)
2) Εφόσον ο Θεός είναι ο εγγυητής – κυβερνήτης του κόσμου, τότε τα αναρίθμητα δεινά και οι πόνοι των ανθρώπων θα έπρεπε να κλονίσουν την πίστη ότι ο κυβερνήτης – συντηρητής του κόσμου είναι αγαθός. (Πώς το επιτρέπει;)
3) Εφόσον ο Θεός είναι ο ανώτατος κριτής, η δυσαναλογία εγκλημάτων – τιμωριών, θα μας έκανε να δυσπιστούμε ως προς την δικαιοσύνη του. (Πώς το τιμωρεί;)
Οι τρεις αυτές ιδιότητες του Θεού συνιστούν με μια έννοια την θειική σοφία.
Όσον αφορά το κακό τώρα, κι αυτό, μπορεί να πάρει τρεις μορφές : (i) το απόλυτα εχθρικό, που ορίζεται ως καθ’ αυτό κακό, είναι ριζικό και αντίκειται στην σκοπιμότητα του δημιουργού, (ii) το υπό όρους εχθρικό, το οποίο αντίκειται φυσικά, εννοούμε στον παρόντα φυσικό κόσμο, και προκαλεί πόνο (π.χ. φυσικές καταστροφές), (iii) το κακό ως τιμωρία για κάποιο προγενέστερο έγκλημα.
Τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν ανά τους αιώνες από φιλοσόφους και θεολόγους αλλά και επιστήμονες, στην αυγή της επιστήμης των νέων χρόνων, είναι αντίστοιχα με τις τρεις υπερασπιστικές γραμμές και τα τρία κατηγορήματα του Θεού και συνοψίζονται ως εξής:
α) Όσον αφορά στην 1η μομφή ότι το κακό αντίκειται στην σοφία του αγαθού νομοθέτη, ο συνήγορος του Θεού προσκομίζει 3 επιχειρήματα :
i) το ριζικά κακό δεν υπάρχει και ο ανθρώπινος λόγος από λάθος θεωρεί εχθρικό αυτό που δεν είναι στα μάτια του Θεού εχθρικό, γιατί ο Θεός βλέπει και λογαριάζει αλλιώς το καλό και το κακό. Με λίγα λόγια ο Θεός ξέρει καλύτερα.
Για τον Καντ αυτό το επιχείρημα είναι χειρότερο από την κατηγορία, διότι ουσιαστικά νομιμοποιεί ό,τι εμφανίζεται σαν κακό, τυραννία, άδικο και βασανιστικό για τον άνθρωπο. Αντιτίθεται σε κάθε έννοια ηθικότητας και επιπλέον ο άνθρωπος χάνει κάθε μέτρο διάκρισης του καλού από το κακό.
ii) το δεύτερο επιχείρημα δέχεται την ύπαρξη του κακού στον κόσμο αλλά την αποδίδει στην ανθρώπινη φύση και στην περατότητά της. Έτσι όμως το κακό φυσικοποιείται και γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε να μη καταδικάζεται ως ηθικά κακό, αφού θα πρέπει να το καταλάβουμε κάτι σαν φυσική ανάγκη, όπως η τροφή ή η γενετήσια ορμή, για παράδειγμα.
iii) ως τρίτο επιχείρημα λέγεται ότι ακόμα κι αν το ηθικά κακό είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, δεν σημαίνει ότι ο Θεός το αποδέχεται ή το επιδοκιμάζει. Ο Καντ απορρίπτει και αυτό το επιχείρημα διότι τότε θα έπρεπε να δεχθούμε ότι ο Θεός το επιτρέπει. Ότι δηλαδή στέκει σαν παρατηρητής και απλώς το αφήνει να γίνεται, παντελώς αδιάφορος για τα ανθρώπινα δεινά.
β) Όσον αφορά στην 2η μομφή ότι δηλ. το κακό αντιβαίνει στην αγαθότητα του κυβερνήτη του κόσμου. Ο συνήγορος προσκομίζει επίσης 3 επιχειρήματα:
i) ότι οι άνθρωποι παρά τα βάσανα και τις κακουχίες προτιμούν να ζουν από το να πεθαίνουν, αυτό δείχνει ότι τα βάσανα είναι λιγότερα από τις απολαύσεις της ζωής. Ο Καντ αντιτείνει ότι αυτό το επιχείρημα αποτελεί σοφιστεία, διότι δεν αναφέρεται στο ευ-τυχώς ή δυσ-τυχώς ζην αλλά στην κατάφαση του ανθρώπου ως έμβιου όντος να ζει, να βρίσκεται στην ύπαρξη απ’ότι στην ανυπαρξία.
ii) το δεύτερο επιχείρημα λέει ότι δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν τα δυσάρεστα από τα ευχάριστα συναισθήματα ότι αυτά πάνε μαζί και ως να προϋποθέτει το ένα το άλλο. Ο Καντ σ’ αυτό απαντάει με μια ερώτηση : τότε γιατί μας κάλεσε στην ύπαρξη; Ή όπως το λέει η γυναίκα των Ινδιών στον Τσέκιζχαν : «αφού δεν θες να μας προστατέψεις γιατί μας κατακτάς;»,
iii) ως τρίτο επιχείρημα προβάλλεται ότι ο κυβερνήτης Θεός θα μας ανταμείψει με ευτυχία στο μέλλον αλλά πρέπει να προηγηθεί μια βασανιστική επίγεια ύπαρξη προς χάριν της μέλλουσα αίγλης. Αυτό το επιχείρημα για τον Καντ δεν είναι λύση του κόμπου αλλά κόψιμο (σπάθισμα) διότι δεν συμβάλλει στην κατανόηση με την οποία υποσχέθηκε η θεοδικία να μας αποδώσει τον Θεό αθώο.
γ) Η 3η μομφή αφορά την θεία δικαιοσύνη, και ο Θεός κατηγορείται ως ανεπαρκής κριτής. Εδώ η υπεράσπιση φέρνει ως επιχειρήματα υπέρ του Θεού ότι :
i) ο κακός, ο εγκληματίας ακόμα κι αν δεν τιμωρηθεί για τις ανομίες του, θα κατατρώγεται από τύψεις της συνείδησης. Οπότε με κάποιο τρόπο τιμωρείται.
Εδώ ο Καντ αποκαλύπτει ότι γίνεται μια προβολή της ηθικής ευαισθησίας του ενάρετου ανθρώπου στον ψυχικό κόσμο του ηθικά ασυνείδητου, ο οποίος αν καταφέρει να αποφύγει τις κυρώσεις του νόμου, υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα να νιώσει τύψεις. Το πολύ κάποιες ενοχλήσεις οι οποίες αντισταθμίζονται από τα οφέλη που αποκόμισε από την άνομη πράξη του.
ii) ότι ο ηθικός άνθρωπος βαδίζει τον δύσκολο δρόμο της αρετής και οφείλει να αντιπαλεύει τις αντιξοότητες ενώ θα πρέπει να μένει ασυγκίνητος από τις απολαβές που τυγχάνουν οι κακοί στην διάρκεια της ζωής τους.
1) Εφόσον ο Θεός είναι ο υπέρτατος πλάστης –δημιουργός, είναι και νομοθέτης του δημιουργήματος – κόσμου, τότε η ύπαρξη του κακού θα πρέπει να μας κάνει να αμφιβάλουμε για την αγιότητά του. (Πώς το θέλησε;)
2) Εφόσον ο Θεός είναι ο εγγυητής – κυβερνήτης του κόσμου, τότε τα αναρίθμητα δεινά και οι πόνοι των ανθρώπων θα έπρεπε να κλονίσουν την πίστη ότι ο κυβερνήτης – συντηρητής του κόσμου είναι αγαθός. (Πώς το επιτρέπει;)
3) Εφόσον ο Θεός είναι ο ανώτατος κριτής, η δυσαναλογία εγκλημάτων – τιμωριών, θα μας έκανε να δυσπιστούμε ως προς την δικαιοσύνη του. (Πώς το τιμωρεί;)
Οι τρεις αυτές ιδιότητες του Θεού συνιστούν με μια έννοια την θειική σοφία.
Όσον αφορά το κακό τώρα, κι αυτό, μπορεί να πάρει τρεις μορφές : (i) το απόλυτα εχθρικό, που ορίζεται ως καθ’ αυτό κακό, είναι ριζικό και αντίκειται στην σκοπιμότητα του δημιουργού, (ii) το υπό όρους εχθρικό, το οποίο αντίκειται φυσικά, εννοούμε στον παρόντα φυσικό κόσμο, και προκαλεί πόνο (π.χ. φυσικές καταστροφές), (iii) το κακό ως τιμωρία για κάποιο προγενέστερο έγκλημα.
Τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν ανά τους αιώνες από φιλοσόφους και θεολόγους αλλά και επιστήμονες, στην αυγή της επιστήμης των νέων χρόνων, είναι αντίστοιχα με τις τρεις υπερασπιστικές γραμμές και τα τρία κατηγορήματα του Θεού και συνοψίζονται ως εξής:
α) Όσον αφορά στην 1η μομφή ότι το κακό αντίκειται στην σοφία του αγαθού νομοθέτη, ο συνήγορος του Θεού προσκομίζει 3 επιχειρήματα :
i) το ριζικά κακό δεν υπάρχει και ο ανθρώπινος λόγος από λάθος θεωρεί εχθρικό αυτό που δεν είναι στα μάτια του Θεού εχθρικό, γιατί ο Θεός βλέπει και λογαριάζει αλλιώς το καλό και το κακό. Με λίγα λόγια ο Θεός ξέρει καλύτερα.
Για τον Καντ αυτό το επιχείρημα είναι χειρότερο από την κατηγορία, διότι ουσιαστικά νομιμοποιεί ό,τι εμφανίζεται σαν κακό, τυραννία, άδικο και βασανιστικό για τον άνθρωπο. Αντιτίθεται σε κάθε έννοια ηθικότητας και επιπλέον ο άνθρωπος χάνει κάθε μέτρο διάκρισης του καλού από το κακό.
ii) το δεύτερο επιχείρημα δέχεται την ύπαρξη του κακού στον κόσμο αλλά την αποδίδει στην ανθρώπινη φύση και στην περατότητά της. Έτσι όμως το κακό φυσικοποιείται και γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε να μη καταδικάζεται ως ηθικά κακό, αφού θα πρέπει να το καταλάβουμε κάτι σαν φυσική ανάγκη, όπως η τροφή ή η γενετήσια ορμή, για παράδειγμα.
iii) ως τρίτο επιχείρημα λέγεται ότι ακόμα κι αν το ηθικά κακό είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, δεν σημαίνει ότι ο Θεός το αποδέχεται ή το επιδοκιμάζει. Ο Καντ απορρίπτει και αυτό το επιχείρημα διότι τότε θα έπρεπε να δεχθούμε ότι ο Θεός το επιτρέπει. Ότι δηλαδή στέκει σαν παρατηρητής και απλώς το αφήνει να γίνεται, παντελώς αδιάφορος για τα ανθρώπινα δεινά.
β) Όσον αφορά στην 2η μομφή ότι δηλ. το κακό αντιβαίνει στην αγαθότητα του κυβερνήτη του κόσμου. Ο συνήγορος προσκομίζει επίσης 3 επιχειρήματα:
i) ότι οι άνθρωποι παρά τα βάσανα και τις κακουχίες προτιμούν να ζουν από το να πεθαίνουν, αυτό δείχνει ότι τα βάσανα είναι λιγότερα από τις απολαύσεις της ζωής. Ο Καντ αντιτείνει ότι αυτό το επιχείρημα αποτελεί σοφιστεία, διότι δεν αναφέρεται στο ευ-τυχώς ή δυσ-τυχώς ζην αλλά στην κατάφαση του ανθρώπου ως έμβιου όντος να ζει, να βρίσκεται στην ύπαρξη απ’ότι στην ανυπαρξία.
ii) το δεύτερο επιχείρημα λέει ότι δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν τα δυσάρεστα από τα ευχάριστα συναισθήματα ότι αυτά πάνε μαζί και ως να προϋποθέτει το ένα το άλλο. Ο Καντ σ’ αυτό απαντάει με μια ερώτηση : τότε γιατί μας κάλεσε στην ύπαρξη; Ή όπως το λέει η γυναίκα των Ινδιών στον Τσέκιζχαν : «αφού δεν θες να μας προστατέψεις γιατί μας κατακτάς;»,
iii) ως τρίτο επιχείρημα προβάλλεται ότι ο κυβερνήτης Θεός θα μας ανταμείψει με ευτυχία στο μέλλον αλλά πρέπει να προηγηθεί μια βασανιστική επίγεια ύπαρξη προς χάριν της μέλλουσα αίγλης. Αυτό το επιχείρημα για τον Καντ δεν είναι λύση του κόμπου αλλά κόψιμο (σπάθισμα) διότι δεν συμβάλλει στην κατανόηση με την οποία υποσχέθηκε η θεοδικία να μας αποδώσει τον Θεό αθώο.
γ) Η 3η μομφή αφορά την θεία δικαιοσύνη, και ο Θεός κατηγορείται ως ανεπαρκής κριτής. Εδώ η υπεράσπιση φέρνει ως επιχειρήματα υπέρ του Θεού ότι :
i) ο κακός, ο εγκληματίας ακόμα κι αν δεν τιμωρηθεί για τις ανομίες του, θα κατατρώγεται από τύψεις της συνείδησης. Οπότε με κάποιο τρόπο τιμωρείται.
Εδώ ο Καντ αποκαλύπτει ότι γίνεται μια προβολή της ηθικής ευαισθησίας του ενάρετου ανθρώπου στον ψυχικό κόσμο του ηθικά ασυνείδητου, ο οποίος αν καταφέρει να αποφύγει τις κυρώσεις του νόμου, υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα να νιώσει τύψεις. Το πολύ κάποιες ενοχλήσεις οι οποίες αντισταθμίζονται από τα οφέλη που αποκόμισε από την άνομη πράξη του.
ii) ότι ο ηθικός άνθρωπος βαδίζει τον δύσκολο δρόμο της αρετής και οφείλει να αντιπαλεύει τις αντιξοότητες ενώ θα πρέπει να μένει ασυγκίνητος από τις απολαβές που τυγχάνουν οι κακοί στην διάρκεια της ζωής τους.
Για τον Καντ αυτό το επιχείρημα θα είχε μια βάση εάν στο τέλος της ζωής ο ενάρετος επιβραβευόταν με κάποιο τρόπο για την αρετή του. Διαπιστώνει όμως από πληθώρα παραδειγμάτων ότι αυτό δεν συμβαίνει, μάλλον το αντίθετο παρατηρούμε. Ο ενάρετος τελειώνει την ζωή του βασανισμένος όχι για να είναι αλλά γιατί υπήρξε ενάρετος. Όσο για το εάν το τέλος της γήινης ζωής δεν σημαίνει το τέλος κάθε ζωής, αυτό ο Καντ το τοποθετεί στην περιοχή του δόγματος, της παρηγορητικής. Τέλος,
iii) υπάρχει το επιχείρημα ότι ο παρών κόσμος διέπεται από συγκεκριμένους φυσικούς νόμους και ο άνθρωπος προσαρμοσμένος σ’ αυτούς βρίσκεται εκτεθειμένος στον περιορισμό των δυνάμεών του (υποκειμενική εξυπνάδα, ικανότητα) αλλά και των περιστάσεων της ζωής του (ιστορικότητα). Σε ένα άλλο κόσμο όμως η νομοθεσία δεν θα είναι η ίδια. Θα υπάρξει μια άλλη τάξη πραγμάτων. Εκεί οι ηθικοί θα ανταμειφθούν για τις καλές επίγειες πράξεις τους.
Ο Καντ αποκρούει κι αυτό το επιχείρημα λέγοντας ότι με αυτό ουσιαστικά ο Λόγος παραιτείται από το να είναι ηθικά νομοθετούσα αρχή αφού δεν μπορεί να βρει καμία κατανοητή σχέση ανάμεσα στην ηθική εσωτερική βούληση (κατ’ ελευθερία) και στην φυσική τάξη των πραγμάτων (κατ’ αναγκαιότητα). Έτσι χάνει το οδηγητικό νήμα που θα του επέτρεπε να συναγάγει ότι τα πράγματα θα είναι αλλιώς σε έναν άλλο κόσμο.
Εν ολίγοις ο Καντ ταξινομώντας έτσι τα επιχειρήματα των συνηγόρων του Θεού, αποκρούει όλες τις πιθανές λογικές εξηγήσεις που έχει προσκομίσει ο ανθρώπινος λόγος προς υπεράσπιση του Θεού. Θεωρεί το ανθρώπινο δικαστήριο αναρμόδιο να αποφανθεί εξετάζοντάς Τον ως εάν Αυτός να ήταν ένα αντικείμενο του κόσμου τούτου.
Αποκαλύπτει επίσης ότι οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να βρουν επαρκείς λόγους που να δικαιολογούν την ύπαρξη του κακού στον κόσμο, στην πραγματικότητα προσπαθούν να οδηγηθούν στην πίστη μέσω της λογικής, ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο. Και επιπλέον θέτουν σε αμφιβολία τους λόγους για τους οποίους κάποιος πρέπει να είναι καλός, δίκαιος δηλ. ηθικός μέσα σ’ έναν κόσμο κακό και άδικο.
Για τον Καντ η ηθικότητα δεν είναι αποτέλεσμα λογικού ή άλλου καταναγκασμού, είναι προστακτική που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο και από την ύπαρξή της και μόνο συνάγεται η ύπαρξη ενός αγαθού όντος – Δημιουργού που την απηύθυνε. Η θεμελίωσή της δεν μπορεί να γίνει στη λογική αλλά στην καλή θέληση.
η απόσταση από την θεϊκή σοφία
Μια τέτοια δίκη δεν την έχει ανάγκη ο ίδιος ο Θεός αλλά ο ανθρώπινος θεωρητικός λόγος.
Όταν ο Καντ γράφει αυτό το δοκίμιο έχει ήδη εκδώσει το κύριο σώμα του φιλοσοφικού του στοχασμού. Για τον Καντ ο διαχωρισμός ανάμεσα στον θεωρητικό Λόγο και τον πρακτικό πρέπει να καταστεί σαφής. Ο ανθρώπινος θεωρητικός λόγος για να είναι γνώση πρέπει να κινείται μέσα στα όρια της εμπειρίας. Με βάση αυτόν τον περιορισμό δεν μπορεί να αποδείξει ούτε το βάσιμο ούτε το αβάσιμο των μομφών.
Όμως γιατί να δεχθούμε ότι ο ανθρώπινος λόγος δεν μπορεί να εννοήσει τη θεϊκή σοφία;
Με την έννοια θεϊκή σοφία, εννοούμε την πλήρη σύμπτωση σκοπού και μέσων των πάντων σε κάθε δυνατό κόσμο. Ονομάζεται Απόλυτο και δεν είναι γνώσιμο.
Η θεϊκή σοφία γίνεται αντιληπτή με δύο τρόπους :
α) ως τεχνοσοφία. Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στην κατασκευή και στον σκοπό π.χ. στα οργανικά σώματα, το μάτι είναι έτσι κατασκευασμένο ώστε να βλέπει. Μελετώντας τον φυσικό κόσμο μπορούμε να έχουμε γνώση των φαινομένων του έτσι όπως η ανθρώπινη Διάνοια μπορεί να τα μεσολαβήσει, να τα αντιληφθεί και να τα ταξινομήσει. Δεν μπορούμε όμως να έχουμε γνώση των πραγμάτων καθ’ αυτά. Επομένως από την διαπίστωση των φαινομένων του φυσικού κόσμου δεν μπορούμε να αναχθούμε στο Θεό.
β) ως ηθική σοφία. Η ηθική σοφία είναι προστακτική, δεν εξαρτάται από τίποτα του φυσικού κόσμου και αφορά οποιονδήποτε κόσμο. Υπόδειγμα της θεϊκής σοφίας βρίσκεται ήδη μέσα στον άνθρωπο και προηγείται κάθε εμπειρίας. Είναι ο πρακτικός Λόγος ο οποίος δεν είναι κριτικός και δεν αμφιβάλλει.
Έτσι, για τη μεν πρώτη έχουμε την έκφρασή της στον φυσικό κόσμο μέσω των φυσικών νόμων που μπορούμε να διαπιστώσουμε εμπειρικά, ενώ για την δεύτερη δεν υπάρχει καμία φυσική εμπειρική διαπίστωση, δεν εξαρτάται από τίποτα που ν’ ανήκει στον «ενθάδε» κόσμο. Έτσι η έννοια του Θεού για το χώρο του επιστητού είναι άχρηστη ενώ για το χώρο της ηθικής αναγκαία και καθίσταται έτσι η μόνη δυνατή απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού.
Ανάμεσα σ’ αυτούς του δύο τρόπους έκφρασης της θεϊκής σοφίας δεν υπάρχει σύνδεση. Δεν μπορούμε δηλαδή να πάμε από την μια στην άλλη, ούτε η μια είναι αντανάκλαση της άλλης.
Ένας νους θα είχε τη δυνατότητα να δικάσει το Θεό εάν μπορούσε να κάνει την σύνδεση των δύο εκφράσεων της θεϊκής σοφίας σε μια ολότητα. Εάν δηλαδή πετύχαινε την διείσδυση του νοητού στο φυσικό. Αυτό θα σήμαινε ένα νου μη θνητό. Η θνητότητά μας, όμως είναι το όριο του Λόγου μας.
Για τον Καντ δεν μπορούμε να μιλάμε για τον Θεό μπαίνοντας σε μια διαδικασία διαλόγου, επιχειρημάτων ή αντεπιχειρημάτων. Μπορούμε όμως να ακούμε τον Θεό, και μάλιστα σε έγκλιση προστακτική.
Όταν ο Καντ γράφει αυτό το δοκίμιο έχει ήδη εκδώσει το κύριο σώμα του φιλοσοφικού του στοχασμού. Για τον Καντ ο διαχωρισμός ανάμεσα στον θεωρητικό Λόγο και τον πρακτικό πρέπει να καταστεί σαφής. Ο ανθρώπινος θεωρητικός λόγος για να είναι γνώση πρέπει να κινείται μέσα στα όρια της εμπειρίας. Με βάση αυτόν τον περιορισμό δεν μπορεί να αποδείξει ούτε το βάσιμο ούτε το αβάσιμο των μομφών.
Όμως γιατί να δεχθούμε ότι ο ανθρώπινος λόγος δεν μπορεί να εννοήσει τη θεϊκή σοφία;
Με την έννοια θεϊκή σοφία, εννοούμε την πλήρη σύμπτωση σκοπού και μέσων των πάντων σε κάθε δυνατό κόσμο. Ονομάζεται Απόλυτο και δεν είναι γνώσιμο.
Η θεϊκή σοφία γίνεται αντιληπτή με δύο τρόπους :
α) ως τεχνοσοφία. Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στην κατασκευή και στον σκοπό π.χ. στα οργανικά σώματα, το μάτι είναι έτσι κατασκευασμένο ώστε να βλέπει. Μελετώντας τον φυσικό κόσμο μπορούμε να έχουμε γνώση των φαινομένων του έτσι όπως η ανθρώπινη Διάνοια μπορεί να τα μεσολαβήσει, να τα αντιληφθεί και να τα ταξινομήσει. Δεν μπορούμε όμως να έχουμε γνώση των πραγμάτων καθ’ αυτά. Επομένως από την διαπίστωση των φαινομένων του φυσικού κόσμου δεν μπορούμε να αναχθούμε στο Θεό.
β) ως ηθική σοφία. Η ηθική σοφία είναι προστακτική, δεν εξαρτάται από τίποτα του φυσικού κόσμου και αφορά οποιονδήποτε κόσμο. Υπόδειγμα της θεϊκής σοφίας βρίσκεται ήδη μέσα στον άνθρωπο και προηγείται κάθε εμπειρίας. Είναι ο πρακτικός Λόγος ο οποίος δεν είναι κριτικός και δεν αμφιβάλλει.
Έτσι, για τη μεν πρώτη έχουμε την έκφρασή της στον φυσικό κόσμο μέσω των φυσικών νόμων που μπορούμε να διαπιστώσουμε εμπειρικά, ενώ για την δεύτερη δεν υπάρχει καμία φυσική εμπειρική διαπίστωση, δεν εξαρτάται από τίποτα που ν’ ανήκει στον «ενθάδε» κόσμο. Έτσι η έννοια του Θεού για το χώρο του επιστητού είναι άχρηστη ενώ για το χώρο της ηθικής αναγκαία και καθίσταται έτσι η μόνη δυνατή απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού.
Ανάμεσα σ’ αυτούς του δύο τρόπους έκφρασης της θεϊκής σοφίας δεν υπάρχει σύνδεση. Δεν μπορούμε δηλαδή να πάμε από την μια στην άλλη, ούτε η μια είναι αντανάκλαση της άλλης.
Ένας νους θα είχε τη δυνατότητα να δικάσει το Θεό εάν μπορούσε να κάνει την σύνδεση των δύο εκφράσεων της θεϊκής σοφίας σε μια ολότητα. Εάν δηλαδή πετύχαινε την διείσδυση του νοητού στο φυσικό. Αυτό θα σήμαινε ένα νου μη θνητό. Η θνητότητά μας, όμως είναι το όριο του Λόγου μας.
Για τον Καντ δεν μπορούμε να μιλάμε για τον Θεό μπαίνοντας σε μια διαδικασία διαλόγου, επιχειρημάτων ή αντεπιχειρημάτων. Μπορούμε όμως να ακούμε τον Θεό, και μάλιστα σε έγκλιση προστακτική.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου