Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Αλ. Παπαδιαμάντης : Ο Έρωτας στα Χιόνια



Ο έρωτας στα χιόνια

Καρδι το χειμνος. Χριστούγεννα, ι−Βασίλης, Φτα.
Κα ατς σηκώνετο τ πρωί, ρριπτεν ες τος μους τν παλιν πατατούκαν του, τ μόνον ροχον πο σζετο κόμη π τος πρ τς ετυχίας του χρόνους, κα κατήρχετο ες τν παραθαλάσσιον γοράν, μορμυρίζων, ν κατέβαινεν π τ παλαιν μισογκρεμισμένον σπίτι, μ τρόπον στε να τν κού γειτόνισσα:
− Σεβτς εν' ατός, δν εναι τσορβς …· ρωντας εναι, δν εναι γέρωντας.
Τ λεγε τόσον συχνά, στε λες ο γειτονοπολες πο τν κουαν το τ κόλλησαν τέλος ς παρατσούκλι: « μπαρμπα−Γιαννις ρωντας».
Διότι δν το πλέον νέος, οτε εμορφος, οτε σπρα εχεν. λα ατ τ εχε φθείρει πρ χρόνων πολλν, μαζ μ τ καράβι, ες τν θάλασσαν, ες τν Μασσαλίαν.
Εχεν ρχίσει τ στάδιόν του μ ατν τν πατατούκαν, ταν πρωτομπαρκάρησε ναύτης ες τν βομβάρδαν το ξαδέλφου του. Εχεν ποκτήσει, π τ μερδικ του σα λάμβανεν π τ ταξίδια, μετοχν π το πλοίου, ετα εχεν ποκτήσει πλοον δικν του, κα εχε κμει καλ ταξίδια. Εχε φορέσει γγλικς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλ καπλα, εχε κρεμάσει καδένες χρυσς μ ρολόγια, εχεν ποκτήσει χρήματα· λλ τ φαγεν λα γκαίρως μ τς Φρύνας ες τν Μασσαλίαν, κα λλο δν το μεινεν εμ παλι πατατούκα, τν ποίαν φόρει πεταχτν π' μων, ν κατέβαινε τ πρω ες τν παραλίαν, δι ν μπαρκάρ σύντροφος μ καμμίαν βρατσέραν ες μικρν ναλον, δι ν πγ μ ξένην βάρκαν ν βγάλ κανένα χταπόδι ντς το λιμένος.
Κανένα δν εχεν ες τν κόσμον, τον ρημος. Εχε νυμφευθ, κα εχε χηρεύσει, εχεν ποκτήσει τέκνον, κα εχεν τεκνωθ.
Κα ργ τ βράδυ, τν νύκτα, τ μεσάνυκτα, φο πινεν λίγα ποτήρια δι ν ξεχάσ δι ν ζεσταθ, πανήρχετο ες τ παλιόσπιτο τ μισογκρεμισμένον, κχύνων ες τραγούδια τν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, 
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
λλοτε παραπονούμενος εθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, 
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμν βαρύς, π μέρας ορανς κλειστός. πάνω ες τ βουν χιόνες, κάτω ες τν κάμπον χιονόνερον. πρωία νθύμιζε τ δημδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει, 
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.
Δν χειρομύλιζεν παπάς, χειρομύλιζεν γειτόνισσα, πολυλογο κα ψεύτρα, το σματος το μπαρμπα−Γιαννιο. Διότι τοιοτον πργμα το· μυλωνο ργαζομένη μ τν χερα, γυρίζουσα τν χειρόμυλον. Σημειώσατε τι, τν καιρν κενον, τ ρχοντολόγι το τόπου τ εχεν ες κακν του ν φάγ ψωμ ζυμωμένον μ λευρον π νερόμυλον νεμόμυλον, κ' προτίμα τ δι χειρομύλου λεσμένον.
Κα εχε πελατείαν μεγάλην, Πολυλογο. γυάλιζεν, εχε μτια μεγάλα, εχε βερνίκι ες τ μάγουλ της. Εχεν να νδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' να γαϊδουράκι μικρν δι ν κουβαλ τ λέσματα. λα τ γαποσε, τν νδρα της, τ παιδι της, τ γαϊδουράκι της. Μόνον τν μπαρμπα−Γιαννιν δν γαποσε.
Ποος ν τν γαπήσ ατόν; το ρημος ες τν κόσμον.

Κα εχε πέσει ες τν ρωτα, μ τν γειτόνισσαν τν Πολυλογο, δι ν ξεχάσ τ καράβι του, τς Λαΐδας τς Μασσαλίας, τν θάλασσαν κα τ κύματ της, τ βάσανά του, τς σωτίας του, τν γυνακά του, τ παιδ του. Κα εχε πέσει ες τ κρασ δι ν ξεχάσ τν γειτόνισσαν.
Συχν ταν πανήρχετο τ βρδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, κα σκι του, μακρά, ψηλή, λιγνή, μ τν πατατούκαν φεύγουσαν κα γλιστροσαν π τος μους του, προέκυπτεν ες τν μακρόν, στενν δρομίσκον, κα α νιφάδες, μυαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, φέροντο στροβιληδν ες τν έρα, κα πιπτον ες τν γν, κα βλεπε τ βουνν ν' σπρίζ ες τ σκότος, βλεπε τ παράθυρον τς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, κα τν φεγγίτην ν λάμπ θαμβά, θολά, κα κουε τν χειρόμυλον ν τρίζ κόμη, κα χειρόμυλος παυε, κα κουε τν γλσσν της ν' λέθ, κ' νθυμετο τν νδρα της, τ παιδι της, τ γαϊδουράκι της, πο ατ λα τ γαποσε, ν ατν δν γύριζε μάτι ν τν δ, καπνίζετο, πως τ μελίσσι, σφλομώνετο, πως τ χταπόδι, κα παρεδίδετο ες σκέψεις φιλοσοφικς κα ες ποητικς εκόνας.
− Ν εχεν ρωτας σαΐτες!… ν εχε βρόχια… ν εχε φωτιές… Ν τρυποσε μ τς σαΐτες του τ παραθύρια… ν ζέσταινε τς καρδιές… ν στηνε τ βρόχια του πάνω στ χιόνια… νας γερο−Φερετζέλης πιάνει μ τς θηλις του χιλιάδες κοτσύφια.
φαντάζετο τν ρωτα ς να εδος γερο−Φερετζέλη, στις ν διημερεύ πέραν ες τν ψηλόν, πευκόσκιον λόφον, κα ν' σχολται ες τ ν στήν βρόχια πάνω ες τ χιόνια, δι ν συλλάβ τς θες καρδιές, ς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τ ποα ψάχνουν ες μάτην, δι ν' νακαλύψουν τελευταίαν τιν χαμάδα μείνασαν ες τν λαινα. ξέλιπον ο μικρο μακρυλο καρπο π τς εώδεις μυρσίνας ες τς Μαμος τ ρέμα, κα τώρα τ κοσσυφάκια τ λάλα μ τ μαυρν πτέρωμα, ο κηρομύται ο γλυκες κα ο κίχλαι α εθυμοι πίπτουσι θύματα τς θηλις το γερο−Φερετζέλη.

Τν λλην βραδιν πανήρχετο, χι πολ ονοβαρής, ρριπτε βλέμμα ες τ παράθυρα τς Πολυλογος, ψωνε τος μους, κ' μορμύριζεν:
νας Θες θ μς κρίν… κ' νας θάνατος θ μς ξεχωρίσ. Κα ετα μετ στεναγμο προσέθετε:
− Κ' να κοιμητήρι θ μς σμίξ.
λλ δν μποροσε, πρν πέλθη ν κοιμηθ, ν μν ποψάλ τ σύνηθες σμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου, 
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τν λλην βραδιάν, χιν εχε στρωθ σινδών, ες λον τν μακρν, στενν δρομίσκον.
σπρο σινδόνι… ν μς σπρίσ λους στ μάτι το Θεο… ν' σπρίσουν τ σωθικ μας… ν μν χουμε κακ καρδι μέσα μας.
φαντάζετο μυδρς μίαν εκόνα, μίαν πτασίαν, ν ξυπνητν νειρον. σν χιν ν σοπεδώσ κα ν' σπρίσ λα τ πράγματα, λας τς μαρτίας, λα τ περασμένα: Τ καράβι, τν θάλασσαν, τ ψηλ καπέλα, τ ρολόγια, τς λύσεις τς χρυσς κα τς λύσεις τς σιδηρς, τς πόρνας τς Μασσαλίας, τν σωτίαν, τν δυστυχίαν, τ ναυάγια, ν τ σκεπάσ, ν τ ξαγνσ, ν τ σαβανώσ, δι ν μ παρασταθον λα γυμν κα τετραχηλισμένα, κα ς ξ ργίων κα φραγκικν χορν ξερχόμενα, ες τ μμα το Κριτο, το Παλαιο μερν, το Τρισαγίου. Ν' σπρίσ κα ν σαβανώσ τν δρομίσκον τν μακρν κα τν στενν μ τν κατεβασιν του κα μ τν δυσωδίαν του, κα τν οκίσκον τν παλαιν κα καταρρέοντα, κα τν πατατούκαν τν λερν κα κουρελιασμένην: Ν σαβανώσ κα ν σκεπάσ τν γειτόνισσαν τν πολυλογο κα ψεύτραν, κα τν χειρόμυλν της, κα τν φιλοφροσύνην της, τν ψευτοπολιτικν της, τν φλυαρίαν της, κα τ γυάλισμ της, τ βερνίκι κα τ κοκκινάδι της, κα τ χαμόγελν της, κα τν νδρα της, τ παιδι της κα τ γαϊδουράκι της: λα, λα ν τ καλύψ, ν τ σπρίσ, ν τ γνίσ!
Τν λλην βραδιάν, τν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, πανλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δν στεκε πλέον ες τ πόδια του, δν κινετο οδ' νέπνεε πλέον.
Χειμν βαρύς, οκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, νία, κόσμος βαρύς, κακός, νάλγητος. γεία κατεστραμμένη. Σμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικ λυωμένα. Δν μποροσε πλέον ν ζήσ, ν ασθανθ, ν χαρ. Δν μποροσε ν ερ παρηγορίαν, ν ζεσταθ. πιε δι ν σταθ, πιε δι ν πατήσ, πιε δι ν γλιστρήσ. Δν πάτει πλέον σφαλς τ δαφος.
Ηρε τν δρόμον, τν νεγνώρισεν. πιάσθη π τ γκωνάρι. κλονήθη. κούμβησε τς πλάτες, στύλωσε τ πόδια. μορμύρισε:
− Ν εχαν ο φωτις ρωτα!… Ν εχαν ο θηλις χιόνια…
Δν μποροσε πλέον ν σχηματίσ λογικν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις κα ννοίας.
Πάλιν κλονήθη. πιάσθη π τν παραστάτην μις θύρας. Κατ λάθος γγισε τ ρόπτρον. Τ ρόπτρον χησε δυνατά.
− Ποις εναι;
το θύρα τς Πολυλογος, τς γειτόνισσας. Ελογοφανς θ δύνατό τις ν το ποδώσ πρόθεσιν τι πεχείρει ν' ναβ, καλς κακς, ες τν οκίαν της. Πς χι;
πάνω κινοντο φτα κα νθρωποι. σως γίνοντο τοιμασίαι. Χριστούγεννα, ις−Βασίλης, Φτα, παραμοναί. Καρδι το χειμνος.
− Ποις εναι; επε πάλιν φωνή.
Τ παράθυρον τριξεν. μπαρμπα−Γιαννις το κριβς π τν ξώστην, όρατος νωθεν. Δν εναι τίποτε. Τ παράθυρον κλείσθη σπασμωδικς. Μίαν στιγμν ς ργοποροσε!
μπαρμπα−Γιαννις στηρίζετο ρθιος ες τν παραστάτην. δοκίμασε ν επ τ τραγούδι του, λλ' ες τ πνεμά του τ ποβρύχιον, το ρχοντο ς ναυάγια α λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογο, μακρ−στεν σοκάκι!…»
Μόλις ρθρωσε τς λέξεις, κα σχεδν δν κούσθησαν. χάθησαν ες τν βόμβον το νέμου κα ες τν στρόβιλον τς χιόνος.
− Κα γ σοκάκι εμαι, μορμύρισε… ζωνταν σοκάκι.
ξεπιάσθη π τν λαβν του. κλονήθη, σαρρίσθη, κλινε κα πεσεν. ξηπλώθη π τς χιόνος, κα κατέλαβε μ τ μακρν του νάστημα λον τ πλάτος το μακρο στενο δρομίσκου.
παξ δοκίμασε ν σηκωθ, κα ετα ναρκώθη. Ερισκε φρικώδη ζέστην ες τν χιόνα.
«Εχαν ο φωτις ρωτα!… Εχαν ο θηλις χιόνια!»
Κα τ παράθυρον πρ μις στιγμς εχε κλεισθ. Κα ν μίαν μόνον στιγμν ργοπόρει, σύζυγος τς Πολυλογος θ βλεπε τν νθρωπον ν πέσ π τς χιόνος.
Πλν δν τν εδεν οτε ατς οτε κανες λλος. Κ' πάνω ες τν χιόνα πεσε χιών. Κα χιν στοιβάχθη, σωρεύθη δύο πιθαμάς, κορυφώθη. Κα χιν γινε σινδών, σάβανον.
Κα μπαρμπα−Γιαννις σπρισεν λος, κ' κοιμήθη π τν χιόνα, δι ν μ παρασταθ γυμνς κα τετραχηλισμένος, ατς κα ζω του κα α πράξεις του, νώπιον το Κριτο, το Παλαιο μερν, το Τρισαγίου.
(1896)

(Άπαντα ΙΙΙ,  επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989 σ.σ. 105-110)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός