Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Ο Θάνατος του Θεού και η Ανάσταση του Ανθρώπου







Παναγιώτου Νέλλα († 6.4.1986)


῾Η ᾿Ορθόδοξη ἀπάντηση στὸ ὑπαρξιακὸ κήρυγμα τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ» εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ ᾿Ανθρώπου

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κεντρικὰ θέματα ὄχι μόνο τῆς σύγχρονης δυτικῆς φιλοσοφίας καὶ λογοτεχνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἴδιας τῆς θεολογίας. Τὰ τελευταῖα χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικὲς μ᾿ αὐτό, ἀνέβηκαν ἔργα στὸ θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, τὸ θέμα ξέφυγε ἀπὸ τὰ μελετητήρια τῶν εἰδικῶν καὶ ἀπασχολεῖ τὸ εὐρύτερο κοινό. Τὸ σύντομο αὐτὸ δοκίμιο ἔχει σκοπὸ νὰ δώσει, στὴν ἀρχὴ μιὰ γενικὴ ἐνημέρωση καὶ μιὰ ἑρμηνεία γιὰ τὸ φαινόμενο, καὶ νὰ προσπαθήσει στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὸ τοποθετήσει μὲ βάση τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια, νὰ σκιαγραφήσει τὴν συμβολή, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρει ἡ ᾿Ορθοδοξία συμμετέχοντας στὴν σχετικὴ συζήτηση.

Φρίντιχ Νίτσε (1844 - 1900)

Αʹ.
ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ τῆς φιλοσοφίας τὸ θέμα ἀρχίζει μὲ τὸ Nietzsche, γιὰ τὸν ὁποῖο, εἶναι γνωστό, ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καὶ ταυτόχρονα εἶναι ταυτόσημος μὲ τὴν ἀνατροπὴ ὅλων τῶν ἀξιῶν, ὁλόκληρης τῆς ὑπεραισθητῆς περιοχῆς, σύμπαντος τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν ἰδανικῶν. Μοναδικὴ καὶ ὕψιστη ἀξία μένει γιὰ τὸ Nietzsche ὁ ἄνθρωπος, ὁ «ὑπεράνθρωπος»: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;» γράφει ἤδη στὰ 1882.
«Θὰ σᾶς τὸ πῶ ἐγώ. Τὸν σκοτώσαμε. ᾿Εμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του... ὁ Θεὸς
εἶναι νεκρός... ὁ Θεὸς θὰ μείνει νεκρός. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρὰ οἱ τάφοι καὶ τὰ μνήματα τοῦ Θεοῦ;».
῾Ο Nietzsche στὴν ἐποχή του ἀναγκάζεται νὰ βάλει τὰ λόγια αὐτὰ στὸ στόμα ἑνὸς τρελοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αλλὰ ὁ Sartre ἐπαναλαμβάνει μὲ πλήρη ἄνεση τὸ ἴδιο κήρυγμα κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Βʹ
παγκόσμιου πολέμου, μιλώντας σὲ μιὰ δημόσια συγκέντρωση στὴν Γενεύη:
«Κύριοι, ὁ Θεὸς πέθανε. Σᾶς ἀναγγέλλω, κύριοι, τὸ θάνατο τοῦ Θεοῦ».
Τὸ τί σημαίνει γιὰ τὴν ἄθεη ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, μᾶς τὸ ἀποκαλύπτει μὲ ἐνάργεια ἡ ἀντίστοιχη λογοτεχνία. ᾿Αφοῦ δὲν ὑπάρχει Θεός, ἄρα δὲν ὑπάρχει παρὰ ἡ βιολο-
γικὴ ζωή.. Μὲ διονυσιακὴ ἀγαλλίαση ὁ Camus ὑμνεῖ στὰ πρῶτά του ἔργα τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν χαρὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς· τὴν ὀμορφιὰ ποὺ κλείνει μέσα της μιὰ ζεστὴ μέρα στὴν ἀκροθαλασσιά, μιὰ
χειμωνιάτικη νύχτα, ποὺ ἡ οἰκογένεια εἶναι μαζεμένη γύρω στὴ φωτιά. ᾿Αλλὰ ἡ βιολογικὴ ζωὴ εἶναι ἡ «ἐν φθορᾷ» ζωὴ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Camus ὅσο προχωρεῖ, ἀνακαλύπτει, μέσα στὴν ζωὴ τὸ σαράκι αὐτὸ τῆς φθορᾶς, ποὺ κλέβει τὴν χαρά, ποὺ ἀπομυζᾶ τὴν οὐσία καὶ ἀφήνει ἀνούσια καὶ ἀνόητη τὴν ζωή, ποὺ δημιουργεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο τὴν αἴσθηση τοῦ χάους καὶ τοῦ κενοῦ, πράγμα ποὺ τόσο ἔντονα περιγράφεται στὸν «Ξένο», καὶ ποὺ ὁ Sartre μὲ τόση ἐπιτυχία ὀνομάζει στὸ ὁμώνυμο ἔργο τοῦ
«Ναυτία».
Αλμπέρ Καμύ (1913 - 1960)
῾Ο ὑπαρξιστὴς ἄνθρωπος νοιώθει τὸν θάνατο ὄχι σὰν κάτι μακρινό, κάτι ποὺ τὸν περιμένει στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ σὰν κάτι ποὺ βρίσκεται μέσα του. ῾Η δαμόκλεια σπάθη τοῦ θανάτου κρέμεται ἀδιάκοπα πάνω του καὶ μέσα του, ἀκρωτηριάζει τὰ ὄνειρά του, κόβει στὴν μέση τὶς πιὸ εὐγενικὲς προσπάθειές του, περιορίζει ἀσφυκτικὰ τὰ ὅρια τῆς ὕπαρξής του, εἶναι, ὅπως λέει ὁ Camus, ἕνας Σίσυφος, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ἀνεβάσει ὡς τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ τὴν πολύτιμη πέτρα τῆς ζωῆς του καί, μόλις κοντεύει νὰ φτάσει στὸ τέρμα, ἡ πέτρα τοῦ φεύγει καὶ κατρακυλάει πάλι στὸν βυθό. Αἰσθάνεται ἐγκαταλειμμένος καὶ ἔρημος. Καταδικασμένος νὰ βλέπει, καταλαβαίνει καὶ συνειδητοποιεῖ ὅτι ζεῖ τὸ παράλογο. ῾Ο Heidegger ὁμολογεῖ ὅτι βρίσκεται, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξει, ριγμένος καὶ ἐγκαταλειμμένος σ᾿ ἕνα καντόνι τοῦ σύμπαντος, ὑποχρεωμένος νὰ ζεῖ. Μὲ τὴν γεύση αὐτὴ τοῦ κενοῦ στὴν ψυχή, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος βρίσκεται μπροστὰ στὸ καθιερωμένο ἀπὸ αἰῶνες κήρυγμα τοῦ μεταγενέστερου δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ προσφέρει, ὡς λύση στὴν ταλαιπωρία τῆς ἐπίγειας ζωῆς τὴν ὑπόσχεση γιὰ τὴν μακαριότητα τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς, ποὺ θεωρεῖ αὐτὴ ἐδῶ τὴν ζωὴ σχεδὸν ἀποκλειστικὰ σὰν τὸν χῶρο, στὸν ὁποῖο μὲ τὰ ἔργα (Ρωμαιοκαθολικοὶ) ἢ τὴν πίστη (Προτεστάντες), γίνεται ἢ δὲν γίνεται κανεὶς ἄξιος νὰ κληρονομήσει τὴν αἰωνιότητα.
Μπροστὰ ὅμως στὴν ἄποψη αὐτή, ποὺ διακρίνει ὑπερβολικά τὸ χρόνο ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, τὴν γήϊνη ἀπὸ τὴν οὐράνια ζωή, καὶ σχετικοποιεῖ ἀπελπιστικὰ τὴν σημασία τῆς πρώτης, ὁ σύγχρονος
ἄνθρωπος στέκεται μὲ ἀποτροπιασμό.
«῎Αν ὑπάρχει μιὰ ἁμαρτία κατὰ τῆς ζωῆς, γράφει ὁ Camus, δὲν εἶναι τόσο τὸ νὰ ἀπελπιστοῦμε, ἀπὸ αὐτή, ὅσο τὸ νὰ ἐλπίσουμε σὲ μιὰν ἄλλη ζωή, τὸ νὰ ἀφήσουμε νὰ ξεκλέψει τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὴν
συγκεκριμένη ζωὴ τὸ ἀνελέητο μεγαλεῖο μιᾶς δῆθεν αἰώνιας ζωῆς».
Καὶ στὸ ὄνομα τῆς καθημερινῆς, χειροπιαστῆς ζωῆς, ὁ Camus ἀρνεῖται νὰ πιστέψει σὲ μιὰν ἄλλη, ὡραία ἔστω καὶ αἰώνια, ἀλλὰ πάντως ἄλλη ζωή.
῾Ο Sartre εἶναι στὸ σημεῖο αὐτὸ περισσότερο ἀπόλυτος. ῾Η πίστη σὲ μιὰ ἄλλη ζωή, λέει, εἶναι ἀκριβῶς ἐκείνη ποὺ φέρνει τὸ θάνατο σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ καὶ ἰσοδυναμεῖ μὲ αὐτοκτονία. Καί, προωθώντας τὴν ἀμφισβήτησή του ὡς τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ὑποστηρίζει ὅτι ἕνας Θεός, ποὺ δὲν παίρνει στὰ σοβαρὰ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ συγκεκριμένα ἱστορικά προβλήματά
του, ἀλλὰ ποὺ ὑποβιβάζει τὸν ἀνθρώπινο βίο σὲ μιὰ περίοδο ἐξιλασμοῦ καὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, μπορεῖ βέβαια νὰ εἶναι δίκαιος, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀσφαλῶς φιλάνθρωπος Θεός. Εἶναι ἕνας πατέρας ἐγωιστὴς καὶ σαδιστής, ποὺ ἀρέσκεται νὰ βλέπει τὸ τέκνο του νὰ βασανίζεται καὶ νὰ ἐκλιπαρεῖ γιὰ νὰ ἔχει ὁ ἴδιος τὴν χαρὰ νὰ τοῦ προσφέρει, ὅποτε αὐτὸς θελήσει, τὴν σωτηρία. ᾿Αλλὰ μιὰ τέτοια σωτηρία εἶναι γιὰ τὸν σύγχρονο, ἐνήλικο ὅπως αὐτοχαρακτηρίζεται ἄνθρωπο, ἀπαράδεκτη καὶ ἕνας τέτοιος πατέρας εἶναι ἄχρηστος.
Εἶναι προτιμότερο, κατὰ τὴν ἄποψη αὐτή, γιὰ τὸ παιδί, νὰ κόψει κάθε σχέση μὲ τὸν πατέρα καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ σωθεῖ μόνο του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Sartre — ποὺ δὲν ἔχει γνωρίσει τὴν διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας, γιὰ τὴν θεανθρώπινη συνεργία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ πίστη δὲν καταπιέζει, ἀλλὰ ἀναπτύσσει καὶ ὁλοκληρώνει τὸν ἄνθρωπο — τονίζει κατηγορηματικά, ὅτι ἡ πίστη στὸν δίκαιο, ἀλλὰ σαδιστὴ Θεὸ ὑποβιβάζει, ἐξευτελίζει καὶ ψευτίζει τὸν ἄνθρωπο.
Συνέπεια λογικὴ τῆς τοποθέτησης αὐτῆς εἶναι ὅτι γιὰ νὰ ὑπάρξει ἐλεύθερος καὶ γνήσιος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ μὴν ὑπάρχει ὁ Θεός. Στὸ φοβερὸ ἔργο του, ποὺ ἔχει τὸν εἰρωνικὸ τίτλο «῾Ο διάβολος καὶ ὁ θεούλης», ὁ κεντρικός ἢρωας, μετά ἀπὸ μιὰ ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας κοντὰ στὸν διάβολο καὶ κοντὰ στὸν Θεό, παρουσιάζεται νὰ συμπεραίνει:
«᾿Εγὼ ὑπάρχω... μόνος ἐγώ. ῾Ικέτευα ὅλον αὐτὸ τὸν καιρὸ γιὰ ἕνα σημεῖο, ἀλλὰ δὲν πῆρα καμιὰ ἀπάντηση. ῾Ο οὐρανὸς ἀγνοεῖ ἀκόμα καὶ τὸ ὄνομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμὴ τί μποροῦσα νὰ εἶμαι ἐγὼ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Τώρα τὸ ξέρω: Τίποτε. ῾Ο Θεὸς δὲν μὲ βλέπει· ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἀκούει· ὁ Θεὸς δὲν μὲ ξέρει. Βλέπεις αὐτὸ τὸ κενὸ πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ φάγωμα στὴν πόρτα; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὴ τὴν τρύπα στὴν γῆ; εἶναι ὁ Θεός. ῾Η σιωπή,
εἶναι ὁ Θεός. ῾Η ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. ῾Η μοναξιὰ τῶν ἀνθρώπων, αὐτὸ εἶναι Θεός. ῞Ολον αὐτὸ τὸν καιρὸ δὲν ὑπῆρχα παρὰ ἐγώ. ᾿Εγὼ ἀποφάσισα τὸ κακό. ᾿Εγὼ μόνος μου βρῆκα τὸ καλό. ᾿Εγὼ ἁμάρτησα. ᾿Εγὼ ἔκανα τὶς καλοσύνες ποὺ ἔκανα. ᾿Εγὼ σήμερα κατηγορῶ τὸν ἑαυτόν μου καὶ ἐγὼ μόνος μου μπορῶ νὰ τὸν συγχωρήσω. ᾿Εγὼ ὁ ἄνθρωπος. ῎Αν ὁ Θεὸς ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. ᾿Αλλὰ δὲν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρᾶς. ᾿Αλληλούϊα. Δὲν ὑπάρχει Θεός».
Καὶ βλέποντας τὴν Χίλντα, μιὰ γυναίκα, ποὺ πιὸ πρὶν δὲν τολμοῦσε οὔτε νὰ ἀτενίσει γιὰ τὸν φόβο τῆς ἁμαρτίας, νὰ μπαίνει στὴν σκηνή, τὴν πιάνει ἀπὸ τὰ χέρια φωνάζοντάς της:
«῾Ο Θεὸς πέθανε. Δὲν ἔχουμε πλέον μάρτυρα. Μόνος μπορῶ νὰ βλέπω τὰ μαλλιὰ καὶ τὸ μέτωπό σου. ῎Ω! πῶς εἶσαι μπροστά μου ἀληθινή, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός. ᾿Επὶ τέλους εἴμαστε μόνοι».
Τὰ κείμενα αὐτὰ δείχνουν μὲ σαφήνεια πὼς τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς σύγχρονης ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας καὶ λογοτεχνίας προσπαθεῖ νὰ καταξιώσει τὸν ἄνθρωπο ἀνεξάρτητα ἢ καὶ ἐνάντια
στὸν Θεό, πράγμα ποὺ ὀφείλεται, ὅπως εἴδαμε, στὴν λαθεμένη ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρεται καὶ δὲν ἀγαπᾶ, ἀλλὰ τιμωρεῖ καὶ ἐξουθενώνει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ δὲν εἶναι χωρὶς σημασία τὸ γεγονός ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνα, ποὺ ἔθρεψαν τὴν νέα εὐρωπαϊκὴ γενιά.

Στὴν ᾿Αμερικὴ πάλι, ἡ ἴδια ἀντίδραση κατὰ τοῦ Θεοῦ τῶν σημερινῶν χριστιανῶν καὶ τῆς σύγχρονης συμβατικῆς θρησκευτικῆς ζωῆς παρουσιάστηκε, κυρίως κατὰ τὴν προηγούμενη δεκαετία [τοῦ ᾿60], κατὰ τρόπο πολύ πιό, θὰ λέγαμε, βιολογικό, μὲ τὴν ἐπαναστατημένη νεολαία ποὺ φωνάζει:
«Κύριοι, ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μᾶς μιλᾶτε δὲν ζεῖ..Καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή σας εἶναι νεκρή. ῞Ενας Θεὸς ποὺ δὲν ἀγγίζει τὴν ὕπαρξή μας, ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ σῶμα μας, μᾶς εἶναι ἄχρηστος. ᾿Εμεῖς θὰ μπορούσαμε νὰ παραδεχθοῦμε τὸν ᾿Ιησοῦ, ποὺ μίλησε γιὰ τὴν ἀγάπη. ῾Ο δικός σας Θεὸς εἶναι ἁπλῶς χρήσιμος, γιατὶ σᾶς βολεύει. Τὸν χρησιμοποιεῖτε ὅπου θέλετε. ῞Οπως ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τὴν μαριχουάνα. ῎Αν ὑπάρχη ὁ Θεός, ἂς ἔρθει νὰ μᾶς βρεῖ ἐδῶ ποὺ εἴμαστε. ᾿Αλλιῶς, δὲν ὑπάρχει Θεός».
Ζαν Πωλ Σαρτρ (1905-1980)
῾Η πρόκληση αὐτὴ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ἔφερε, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀναστάτωση στὴν Καθολικὴ καὶ Προτεσταντικὴ ᾿Εκκλησία. Καὶ ἡ δυτικὴ θεολογία προσπάθησε νὰ ἀπαντήσει. Τὸ ἐλπιδοφόρο ὅμως κίνημα μερικῶν Γάλλων κυρίως θεολόγων νὰ ξαναγυρίσουν στὶς πηγὲς καί, τοποθετώντας στὸ κέντρο τῶν θεολογικῶν τους ἀναζητήσεων τὴν ἔννοια τῆς ῾Ιερᾶς ῾Ιστορίας, νὰ δημιουργήσουν μιὰ βιβλική, λειτουργικὴ καὶ πατερικὴ ἀνανέωση βάθους, δὲν μπόρεσε νὰ ἐπιβληθεῖ. ῾Η κίνηση αὐτὴ φαίνεται ὅτι μᾶλλον ξεπεράστηκε ἀπὸ τοὺς μοντερνιστές, πού, παρασυρμένοι ἀπὸ τὰ
σύγχρονα ρεύματα, προσκολλήθηκαν στὴν ἐπιφάνεια καὶ δημιούργησαν, ἀντίστοιχη πρὸς τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν λογοτεχνία, τὴν λεγόμενη «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ».
Δυὸ εἶναι οἱ βασικὲς κατευθύνσεις τῆς σχολῆς αὐτῆς: πρώτη ἡ γραμμὴ τοῦ Bultmann ὁ ὁποῖος, ἐπηρεασμένος βασικὰ ἀπὸ τὸν Heidegger, βλέπει τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία καὶ φέρνει ἤ, καλύτερα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ σωτηρία. ῾Η ἱστορικὴ διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔρχεται, στὴν τοποθέτηση αὐτή, σὲ ἐντελῶς δεύτερη μοίρα, ὁ ἱστορικὸς ᾿Ιησοῦς,  ἡ ζωή, τὰ θαύματα, ἡ ἴδια ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ  Χριστοῦ εἶναι ὁ μύθος, μιὰ δηλαδὴ ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐκφράσεις ποὺ μποροῦν νὰ περιβάλουν τὴν οὐσία, καὶ ἀφοῦ σήμερα ἡ ἔκφραση,
ἡ γλώσσα τοῦ κόσμου, ὁ πολιτισμός, ἔχει ἀλλάξει, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀλλάξει καὶ ἡ ἔκφραση τῆς οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν περίφημη θεωρία τῆς «ἀπομυθεύσεως». Τὶς ἀκραῖες συνέπειες τῆς γραμμῆς αὐτῆς ἀποκαλύπτει καὶ ὑποστηρίζει ἡ δεύτερη κατεύθυνση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία γιὰ νὰ μπορέση ἡ ᾿Εκκλησία νὰ προσεγγίση τὸν ἐκκοσμικευμένο ἄνθρωπο τῆς σημερινῆς ἐποχῆς εἶναι ἀνάγκη νὰ θέσει μερικὰ θεμελιώδη ἐρωτήματα πάνω στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ, νὰ φθάσει νὰ διερωτηθεῖ σοβαρὰ γιὰ τὴν πραγματικότητα τῶν μυστηρίων καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας, νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ θεμελιακὸ ἐρώτημα, μήπως ὁ Θεὸς δὲν βρίσκεται πλέον στὶς σκέψεις καὶ τὶς περιγραφὲς ποὺ
δίνει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ στὶς ἰδέες-δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου, μήπως δηλαδὴ τὸ πραγματικότερο μυστήριο σήμερα, τὸ ἀληθινό ἔργο τοῦ λαοῦ, ἡ σύγχρονη
Χριστιανικὴ λειτουργία (λεοῦ-ἔργον) πρέπει νὰ εἶναι ὄχι ἡ θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ ἡ πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη, ἡ πολιτικὴ καὶ ὁ συνδικαλισμός. Γύρω ἀπὸ αὐτὴ τὴν προβληματικὴ γράφτηκαν βιβλία μὲ τοὺς χαρακτηριστικοὺς τίτλους: «Θεὸς χωρὶς Θεό», «Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἄθεου Χριστιανισμοῦ», «῾Η νέα οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ», «῾Ο θάνατος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ πολιτισμός τῆς μεταχριστιανικῆς ἐποχῆς» κ.ἄ.

Βʹ.
ΜΠΡΟΣ στὸ πολύπλευρο καὶ πολυσήμαντο αὐτὸ φαινόμενο τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ», ποιά μπορεῖ ἄραγε νὰ εἶναι ἡ στάση τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Ανατολῆς; ῞Οπως σὲ κάθε θέμα, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καὶ ἐδῶ ταυτόχρονα κριτικὴ καὶ οἰκοδομητικὴ.
Προσπαθώντας νὰ ἑρμηνεύσει ὁ ὀρθόδοξος μελετητὴς τὸ φαινόμενο τοῦ ἄθεου οὐμανισμοῦ, διαπιστώνει ὅτι πρόκειται στὴν οὐσία γιὰ τὸ ἁμάρτημα τοῦ ᾿Αδὰμ καὶ ὅτι ἡ διαδικασία ἀνάπτυξης
τοῦ σύγχρονου ἀθεϊσμοῦ ἐπαναλαμβάνει, ὅπως ἀποκαλύπτουν τὰ ἴδια τὰ κείμενά του, στὶς κεντρικὲς γραμμὲς τὴν διαδικασία τῆς  πτώσεως.
῾Η ῾Αγία Γραφὴ διδάσκει πράγματι ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ᾿Αδὰμ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸν προορισμὸ νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του. ῾Ο σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νὰ ὑψωθεῖ σὲ Θεάνθρωπο. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό,
ἔπρεπε ὁ ᾿Αδὰμ νὰ προσανατολισθεῖ σωστά, νὰ τοποθετηθεῖ θετικὰ μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ βαδίσει τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε σ᾿Αὐτόν. ᾿Αλλὰ ὁ διάβολος κατόρθωσε νὰ τὸν πείσει ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ζηλεύει καὶ θέλει νὰ τὸν κρατᾶ δοῦλό του καὶ ἔτσι τὸν κίνησε σὲ ἀνταρσία, τὸν παρέσυρε σ᾿ ἕναν ἄλλο δρόμο, ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε δῆθεν ἀμέσως καὶ θὰ τὸν ἔκανε τὸν ἴδιο καὶ κατὰ τρόπο αὐτόνομο Θεό. ῾Ο δρόμος ὅμως αὐτὸς ἦταν οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτος καὶ ἔτσι ἡ ἀλλαγὴ πορείας τοῦ ᾿Αδὰμ δὲν ἦταν στὴν πραγματικότητα παρὰ ἕνας ἐκτροχιασμός, μιὰ συντριβὴ στὸ κενό.
Μακριὰ ἀπὸ τὸ χῶρο, στὸν ὁποῖο ἀκούγεται ὁ ζωηφόρος λόγος τοῦ Θεοῦ, στὴν χώρα τῆς ἀν-υπακοῆς, ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε πλέον καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή. ῎Εχασε τὴν «πνοὴ τῆς
ζωῆς», ποὺ τοῦ ἔδωσε κατὰ τὴν δημιουργία ὁ Θεός. Ξανάγινε πάλι «χοῦς ἀπὸ τῆς γῆς», ξέπεσε στὴν ἁπλὴ βιολογική, τὴν ἐν φθορᾷ ζωή, ποὺ εἶναι ὁ θάνατος. ῾Ο ζόφος καὶ τὸ σκοτάδι, ἡ
κυριαρχία τῶν ἐνστίκτων, τὸ ἄγχος τῆς αὐτοσυντηρήσεως κάνει στὸ ἑξῆς, μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν ἄνθρωπο ἀποκρουστικὸ καὶ ἐχθρὸ τὸν ἕνα γιὰ τὸν ἄλλο. ῾Ο Κάϊν σκοτώνει τὸν ῎Αβελ καὶ ὁ
ἀνθρωπιστὴς Sartre ἀνακαλύπτει μὲ φρίκη, ὅτι «οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή του».
῾Η ἐπαγγελία τοῦ αὐτόνομου ἀνθρωπισμοῦ ἀποδεικνύεται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πὼς εἶναι ἡ διαβολικὴ πρόκληση ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐξορίσει ἀπὸ τὸν κόσμο του τὸν Θεό:
«Θέλω ἀνθρώπους παντοῦ, γύρω μου, πάνω μου, ἀνθρώπους ποὺ νὰ μοῦ κρύβουν τὸν οὐρανό» (Sartre).
Τὸ διώξιμο ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀφήνει ἀναπόφευκτα στὸν κόσμο ἕνα φρικαλέο κενό:
«Σκότωσα τὸν Θεό, γιατὶ μὲ χώριζε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ ποὺ ὁ θάνατός του κάνει τελεσίδικο τὸ χωρισμὸ» (Sartre).
῾Η φιλάνθρωπη διάθεση τοῦ γιατροῦ τῆς «Πανούκλας» (Camus) παραχωρεῖ ἔτσι γρήγορα τὴν θέση της στὸν ἀδιάφορο γιὰ ὅλους καὶ ὅλα «Ξένο». ῾Η περιγραφὴ τοῦ μακάβριου κενοῦ τοῦ θανάτου
ὁλοκληρώνεται στὸ «Νεκροὶ χωρὶς τάφο». ᾿Ενῶ ἡ ἀποσύνθεση τῆς ζωῆς ἀποκαλύπτεται σ᾿ ὅλη της τὴν τραγικότητα σὲ ἔργα σὰν τὸν «Τεῖχο» καὶ τὸ «Περιμένοντας τὸν Γκοντό».
«Τί μέρα εἶναι σήμερα;» ρωτάει ὁ ἕνας ἀλήτης στὸ ἔργο αὐτό.
— «Πέμπτη.
— Πέμπτη εἶπε ὅτι θά ᾿ρθει.
— Κι ἂν σήμερα εἶναι Παρασκευή;
— Μπορεῖ νά ᾿ναι καὶ Τρίτη.
— Τί λές, ξαναρχόμαστε αὔριο;
— Ναί, ἀλλὰ νὰ φέρουμε καὶ τὸ σχοινί.
— Κι ἄν δὲν ἔρθει;
— Θὰ κρεμαστοῦμε.
— ῎Αν ἔρθει;
— Θὰ σωθοῦμε».
Καὶ σὲ λίγο:
«Εἴμαστε ἀνεξάντλητοι», λέει ἡ ἕνας.
«Γιὰ νὰ μὴ σκεφτόμαστε», ἀποκρίνεται ὁ ἄλλος.
«῞Ολο καὶ βρίσκουμε κάτι ποὺ μᾶς δίνει τὴν ἐντύπωση πὼς ὑπάρχουμε»!
«῾Υπάρχουμε, πάλι ὑπάρχουμε, αὐτὴ ἡ προαιώνια δυστυχία»!...
«Καὶ ὅλο λένε νὰ φύγουν, σημειώνει ὁ κριτικός, καὶ ὅλο κάθονται ἐκεῖ, στὸ ἄδειο μέρος. ῎Αλλωστε καὶ νὰ φύγουν καὶ ποὺ μένουν δὲν ἔχει νόημα. Εἶναι τὸ ἴδιο.
Γιατὶ τίποτε δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξει. Κι ἀλλοῦ δὲν ὑπάρχει παρὰ ὁ ἀκίνητος θάνατος, κι ἐδῶ δὲν ὑπάρχει παρὰ ἡ θανάσιμη ἀκινησία».
῎Ετσι γίνεται φανερὸ ὅτι στὴν προσπάθειά τους νὰ σκοτώσουν τὸν Θεό, ὁ ᾿Αδὰμ καὶ οἱ σύγχρονοι ἀθεϊστὲς δὲν κατορθώνουν παρὰ νὰ σκοτώσουν τὸν ἄνθρωπο. ᾿Απομακρύνοντας ἀπὸ τὴν κοινωνία τους τὸν Θεό, χάνουν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τους, μένουν ἀνέστιοι, ἔρημοι καὶ νεκροί. Τὰ ἴδια τὰ κείμενά τους, ἐνῶ μιλᾶνε γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποδεικνύουν στὴν πραγματικότητα παρὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Φαίνεται πὼς τὸ ἐρώτημα: «νὰ ζεῖ κανεὶς ἢ νὰ μὴ ζεῖ», βρῆκε ἀπάντηση στὴν ἐποχή μας: Νὰ ζεῖ κανεὶς καὶ νὰ μὴ ζεῖ.
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τώρα τὴν προσπάθεια τῆς δυτικῆς θεολογίας νὰ λύσει τὸ ὀξὺ περὶ Θεοῦ πρόβλημα, ὁ ὀρθόδοξος μελετητὴς βρίσκεται στὴν ἀνάγκη νὰ ὁμολογήσει μὲ εἰλικρίνεια πόσο συμπαθὴς τοῦ εἶναι ἡ προσπάθεια αὐτή, ἀλλὰ καὶ πόσο ἀνεπιτυχὴς καὶ ἐπικίνδυνη ἀποκαλύπτεται, στὸ φῶς τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἡ λύση ποὺ δίνεται.
Τὸ νὰ μιλήσει πράγματι ὁ θεολόγος τὴν γλώσσα τῆς ἐποχῆς του εἶναι καθῆκον πρωταρχικὸ. ῾Η μεταγλώττιση τοῦ κηρύγματος
εἶναι δικαίωμα ἀναφαίρετο ποὺ τὸ χάρισε μὲ τὸν Παῦλο ὁ Χριστὸς στὴν κάθε ἐποχὴ καὶ ποὺ τὸ ἐπιβεβαίωσε ἡ πράξη τῶν Πατέρων τοῦ Δʹ καὶ τοῦ ΙΔʹ αἰώνα. ᾿Αλλὰ καὶ ἡ πιστότητα στὴν
ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ, στὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ ἄνθρωπος τὸν καιρό τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου καὶ ὅτι σταυρώθηκε, ἀπέθανε καὶ ἀναστήθηκε καί, μολονότι ἀναλήφθηκε, συνεχίζει νὰ βρίσκεται ἀληθινὰ καὶ πραγματικά, ἱστορικά, μὲ
τὰ μυστήρια μέσα στὴν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ στοὺς αἰῶνες τὸ ἱστορικὸ σῶμα του, ἀποτελεῖ τὸν πυρήνα τοῦ χριστιανισμοῦ. Καὶ αὐτὸν τὸν πυρήνα κινδυνεύουν νὰ ἀρνηθοῦν οἱ δυτικοὶ θεολόγοι τῆς σχολῆς τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ.
Στὴν καλοπροαίρετη καὶ εὐγενικὴ προσπάθειά τους νὰ προσεγγίσουν τὸν ἄθρησκο σημερινὸ ἄνθρωπο, ἀντὶ νὰ κατέβουν στὴν οὐσία καὶ νὰ προσφέρουν στὸν ἄνθρωπο τὸν ἀληθινὸ Θεό, βγαίνουν στὴν ἐπιφάνεια, ἐγκαταλείπουν διαδοχικὰ καὶ οἱ ἴδιοι τὴν θρησκεία, τὴν ᾿Εκκλησία, τὸν Χριστό, φθάνουν σ᾿ ἕνα Θεὸ χωρὶς Χριστό, σ᾿ ἕνα Θεὸ ἄσαρκο, σὲ μιὰν ἰδέα, ποὺ μπορεῖ βέβαια νὰ
εἶναι κάποιος φιλοσοφικὸς Θεός, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Αβραὰμ, τοῦ ᾿Ισαὰκ καὶ τοῦ ᾿Ιακώβ, ὁ Θεὸς ποὺ σώζει. ῎Ετσι ἡ θεολογία αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπίκαιρη, ἀλλὰ δὲν εἶναι κήρυγμα σωτηρίας καὶ παρόλη τὴν συμπάθεια ποὺ μπορεῖ νὰ τρέφει ἕνας ὀρθόδοξος γιὰ τὶς προθέσεις της, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τονίσει ὅτι, ἂν τελικὰ ἐπικρατήσει στὴν Δύση, θὰ σημάνει ἀναπόφευκτα τὸ ἱστορικὸ τέλος τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ.
᾿Εκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὸ τὸν βασικὸ κίνδυνο, πρέπει νὰ τονισθεῖ πὼς ἡ θεολογία τῆς σχολῆς αὐτῆς εἶναι ἀνίκανη νὰ συζητήσει στὴν οὐσία μὲ τὸν ἀθεϊσμό. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ἡ λύση τὴν ὁποία
προσφέρει εἶναι ἐπιφανειακὴ καὶ θεωρητική, δὲν ἀγγίζει τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων καὶ δὲν αἴρει οὔτε στὸ παραμικρὸ τὶς οὐσιώδεις περὶ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου παρεξηγήσεις, ποὺ ὁδήγησαν στὴν κατὰ τοῦ Θεοῦ ἐπανάσταση τοῦ οὐμανισμοῦ.
Τὸ σύγχρονο ὑπαρξιακὸ κίνημα ζητάει κατὰ τρόπο ἐπίμονο καὶ ἀπόλυτο ἕνα ἀξιοπρεπὲς νόημα γιὰ τὴν ζωὴ καὶ ἕναν ἀξιοπρεπὴ προορισμὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. ᾿Αλλὰ ἡ θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ, ἀντὶ νὰ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐκκοσμικεύει τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι ἀναπόφευκτα ὑποβιβάζει ἀκόμα περισσότερο τὸν ἄνθρωπο. Στὸν φαῦλο κύκλο ποὺ δημιουργεῖται, ἡ κίνηση εἶναι φυγόκεντρη καὶ ἀπομακρύνει ὅλο καὶ περισσότερο τὴν δυτικὴ σκέψη, φιλοσοφικὴ καὶ θεολογική, ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας ποὺ εἶναι ἡ ἱστορικὴ ἀνασυγκρότητη καὶ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡ νοηματοποίηοη, ἑνοποίηση καὶ ἀθανατοποίηση τῆς μιᾶς καὶ μοναδικῆς ἐπίγειας μαζὶ καὶ οὐράνιας ζωῆς του.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀποκαλύπτεται ἡ κεντρικὴ ἀδυναμία τῆς δυτικῆς σκέψης, δηλαδὴ ὁ χωρισμὸς καὶ ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὸ ἱστορικὸ καὶ τὸ ὑπερβατικό, τὸ ἐπίγειο καὶ τὸ οὐράνιο, τὸ χρονικὸ καὶ τὸ αἰώνιο. ῞Οσα εἴπαμε ὡς ἐδῶ ἔδειξαν ὅτι ἡ μεταγενέστερη δυτικὴ θεολογία ὑποτίμησε τὸ ἱστορικὸ γιὰ χάρη τοῦ ὑπερβατικοῦ, ὅτι ὁ οὐμανισμός, φθάνοντας στὸ ἄλλο ἄκρο ἀπέρριψε τὸ ὑπερβατικὸ γιὰ νὰ διασώσει τὸ ἱστορικό, καὶ ὅτι ἡ μοντέρνα δυτικὴ θεολογία, γιὰ νὰ πλησιάσει τὸν οὐμανισμό, κηρύττει ἕναν νέο σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου ἐκκοσμικευμένο Θεό. ᾿Αλλὰ ἔτσι ἡ ἀπομάκρυνση εἶναι μεγάλη καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ τὴν παρέμβαση τῆς ὀρθοδοξίας ἀποκαλύπτεται ἄμεση.



Γʹ.
ΠΟΙΑ ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ συμβολὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας στὴν λύση τοῦ προβλήματος αὐτοῦ; Τὰ ὅρια ἑνὸς δοκιμίου δὲν ἐπιτρέπουν νὰ δοθεῖ στὸ ἐρώτημα πλήρης καὶ διεξοδικὴ ἀπάντηση. Μετὰ τὴν παρουσίαση καὶ τὴν ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου, ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει στὴν συνέχεια εἶναι κατεύθυνση λύσεως, μιὰ νέα προοπτικὴ μέσα στὴν ὁποία τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ κατανοηθεῖ πληρέστερα καὶ νὰ λυθεῖ ἀνετότερα, νὰ ὑπογραμμίσουμε δηλαδὴ μερικὲς βασικὲς καὶ ἀναγκαῖες γιὰ τὴν λύση τοῦ προβλήματος προϋποθέσεις.
῾Η νέα αὐτὴ προοπτικὴ ποὺ προτείνει ἡ ᾿Ορθοδοξία μπορεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ χαρακτηριστεῖ ὄχι σὰν κλασματικὴ καὶ ἀποσπασματική, ἀλλὰ ὡς συνθετικὴ καὶ καθολική. Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ τὰ πράγματα ἀντὶ νὰ χωρίζονται ἤ νὰ ἀντιδιαστέλλονται, ἀλληλοσυμπληρώνονται καὶ ἑνώνονται. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ καὶ στὰ τρία ἀντιθετικὰ ζεύγη, αἰωνιότης ἢ χρόνος, μέλλουσα ἢ παρούσα ζωή, Θεὸς ἢ ἄνθρωπος, ποὺ ὅπως εἴδαμε βρίσκονται στὴν ρίζα τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ καὶ ταλαιπωροῦν τὶς τελευταῖες δεκαετίες τὴν Δύση.
Γιὰ τὴν Δύση ἡ ταλαιπωρία αὐτὴ εἶναι φυσικὴ καὶ ἀναπόφευκτη, γιατὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ πραγματικότητες ποὺ ἀποτελοῦν τὰ παραπάνω ζεύγη χωριστοῦν καὶ τοποθετηθοῦν μπροστὰ
στὸν ἄνθρωπο ἀντιθετικά, χάνουν τὴν γνησιότητά τους, μετατρέπονται σὲ δύο φοβερὲς χοάνες, ἔτσι ὥστε σὲ ὁποιαδήποτε κι ἄν προτιμήσει νὰ πέσει ὁ ἄνθρωπος, καταποντίζεται. ᾿Ενῷ στὴν ὀρθόδοξη προοπτικὴ οἱ πραγματικότητες συνυπάρχουν, ἡ μία προσδιορίζει τὴν ἄλλη καὶ ταυτόχρονα ὁλοκληρώνεται ἀπὸ τὴν ἄλλη.
῾Ο Γιάννης Ξενάκης ἔλεγε πρὸ καιροῦ ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει στὴν σύνθεση τῆς μουσικῆς του εἶναι ἡ μονοδιάστατη ἀντίληψη τοῦ χρόνου ποὺ διαθέτουμε,
ὁ εὐθύγραμμος χωρισμὸς τοῦ χρόνου σὲ παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον. Καὶ διαλογιζόταν ποιές καινούργιες προοπτικὲς θὰ ἀνοίγονταν στὴν μουσική, ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπόλοιπες δημιουργίες τοῦ
ἀνθρώπου, ἄν μποροῦσε νὰ ὑπάρξει μιὰ ἄλλη ἀντίληψη τοῦ χρόνου ποὺ θὰ ξεπερνοῦσε αὐτὸ τὸ γνωστό μας σχῆμα.
᾿Αλλὰ ἡ ἄλλη αὐτὴ ἀντίληψη ὑπάρχει. ῾Ο χρόνος στὸν ὁποῖο τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία ἔχει μέσα του πραγματικὰ ἐνεργὸ τόσο τὸ παρελθόν, ὅσο τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. Μέσα στὴν ὀρθόδοξη παράδοση τὸ νόημα τοῦ χρόνου βρίσκεται ἀκριβῶς στὸ ὅτι προσδιορίζει, κάνει συγκεκριμένη καὶ ἀποκαλύπτει τὴν αἰωνιότητα, ἐνῶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ αἰωνιότης ὁλοκληρώνει τὸ χρόνο, ἀποτελεῖ τὸ τέλος του, δηλαδὴ τὸν σκοπὸ καὶ τὸ περιεχόμενό του.
῾Η σχέση αὐτὴ ἀποκαλύπτεται μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια στὸ δεύτερο ζεῦγος, σὲ ὅ,τι δηλαδὴ ἀφορᾶ τὴν μέλλουσα καὶ τὴν παρούσα ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὴν ᾿Ορθοδοξία ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία καὶ ἑνιαία, εἶναι ἡ ζωὴ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου, τὸ ὁποῖο ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει ἐδῶ καὶ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει χωρὶς καμιὰ διακοπὴ στὸν οὐρανό. ῎Ετσι ἡ μέλλουσα ζωὴ δὲν συνθλίβει οὔτε σχετικοποιεῖ τὴν παρούσα, ἀλλὰ ἀντίθετα, τῆς δίνει νόημα καὶ συνέχεια, ἀφοῦ ὅ,τι κάνουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν ζωὴ δὲν εἶναι τυχαῖο καὶ ἀποσπασματικό, ἀλλὰ εἶναι κάτι ποὺ προορίζεται νὰ μείνει καὶ στὴν ἄλλη. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἄποψη τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μιὰ ψυχὴ φυλακισμένη σ᾿ ἕνα σῶμα, δηλαδὴ μιὰ ψυχὴ ποὺ θὰ ἀρχίσει νὰ ζεῖ ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀρχίζει νὰ ζεῖ μιὰ χρονικὴ στιγμὴ καὶ καλεῖται νὰ μὴν πεθάνει, ἀλλὰ νὰ ζήσει αἰώνια. Ψυχή, ὅπως εἶναι γνωστό, σημαίνει στὴν γλώσσα τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ζωὴ ἀληθινὴ καὶ αἰώνια καὶ τὸ «τί ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ», σημαίνει ἀκριβῶς: «τί θὰ ὠφεληθεῖ ἕνας ἄνθρωπος ἄν κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο καὶ χάσει τὴν ζωή του;» ἢ «τί ἀντάλλαγμα μπορεῖ νὰ δώσει κανεὶς σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο γιὰ νὰ πάρει τὴν ζωή του;»
῎Ετσι ἡ ἀντίδραση τοῦ Camus στὸ νὰ δεχθεῖ τὴν μέλλουσα ζωή, ποὺ εἴδαμε ὅτι ὀφείλεται στὸ γεγονὸς πὼς δὲν βλέπει νὰ ὑπάρχει  καμιὰ σχέση ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὴ καὶ σὲ τούτη ἐδῶ τὴν ζωή, γίνεται φανερὸ ὅτι στὴν προοπτικὴ αὐτὴ αἴρεται. Εἶναι μάλιστα ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ χαρακτηριστικὴ ἡ ἀναφώνησή του ὅταν διάβασε τὸ βιβλίο τοῦ Λόσσκυ, «῾Η μυστικὴ θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς
᾿Ανατολῆς»: «᾿Επὶ τέλους τώρα μποροῦμε νὰ συζητήσουμε μὲ τὸ Χριστιανισμό».
῾Η ἀποτελεσματικότητα τῆς καθολικῆς αὐτῆς ὀρθόδοξης προοπτικῆς εἶναι φανερὴ καὶ στὴν ἄρση τοῦ τρίτου ἀντιθετικοῦ ζεύγους, στὴν κατάργηση τῆς ἀντιδικίας ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. ῾Η σχετικὴ διδασκαλία τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων τῆς ᾿Ανατολῆς θεωρεῖ τὸν ἄνθρωπο ὡς τὴν «δόξα», δηλαδὴ τὴν φανέρωση καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι γιὰ τὴν ᾿Ορθοδοξία ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ ἡ ἐν χρόνῳ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲ βρίσκει τὴν ὁλοκλήρωση καὶ πληρότητά του παρὰ μόνο στὸν Θεό. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα Του» σημαίνει γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους Πατέρες ὅτι τὸν ἔπλασε μὲ τὸν προορισμὸ νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του.
῾Ο ἄνθρωπος, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «Θεὸς κεκελευσμένος». Τείνει πρὸς τὸν Θεό, καλεῖται νὰ ὑψωθεῖ ὡς τὸν Θεό, νὰ γίνει θεάνθρωπος.
«Καὶ γάρ διὰ τὸν καινὸν ῎Ανθρωπον» (τὸν Θεάνθρωπο ), γράφει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, συζητώντας
τὸν ΙΔʹ αἰώνα μὲ τοὺς ἀνθρωπιστές, «ἀνθρώπου φύσις συνέστη τὸ ἐξ ἀρχῆς καὶ νοῦς καὶ ἐπιθυμία πρὸς ᾿Εκεῖνον κατεσκευάσθη· καὶ λογισμὸν ἐλάβομεν, ἵνα τὸν Χριστὸν γινώσκωμεν· ἐπιθυμίαν, ἵνα πρὸς ᾿Εκεῖνον τρέχωμεν· μνήμην ἔσχομεν ἵν᾿ ᾿Εκεῖνον φέρωμεν, ἐπεὶ καὶ δημιουργημένοις Αὐτὸς ἀρχέτυπον ἦν».
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο, κατὰ τὸν ἴδιο Πατέρα, ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τὸ ὕψιστο «κατάλυμα τῶν ἀνθρωπίνων ἐρώτων», τὸ ἔσχατο καὶ τὸ ἀκρότατο τῶν ἐφετῶν. ῎Ετσι ὁ Θεάνθρωπος, πού, ἀντὶ νὰ χωρίζει ἑνώνει ὑποστατικά, ἀσύγχυτα, καὶ ἀδιαίρετα, τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ καλύτερη ἀποκάλυψη καὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ, τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν κατανόηση ὁλόκληρου τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ. ῾Ο Θεάνθρωπος Χριστὸς ὁλοκληρώνει τὸν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτει τὸν Θεό, εἶναι ἡ τελείωση τῆς ῾Ιστορίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο καὶ ἔσχατο κριτήριο τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
῾Ο Θεὸς καὶ ἄνθρωπος Χριστὸς εἶναι, πρῶτα, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ εἶναι ὁ τελειότατος Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὕψιστο γέννημα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὁ ῎Ανθρωπος ἐκεῖνος ποὺ ἀναδύεται, ἐμφανίζεται στὴν ἱστορία, τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ ἀνθρώπινη φύση φθάνει στὸν ἔσχατο προορισμό της, ποὺ ἑνώνεται ὑποστατικὰ μὲ τὴν θεία.
῾Υπῆρξαν πολλοὶ ἄθεοι μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ ὑποστήριξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει Θεὸς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Θεό.
᾿Αλλὰ ἡ αἵρεση ποτὲ δὲν εἶναι τόσο τολμηρὴ ὅσο ἡ ἀλήθεια. Καὶ κανένας ποτὲ αἱρετικὸς δὲν ἔφθασε στὴν τόλμη τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως τοὺς ἑρμηνεύει μὲ σαφήνεια ἀπαράμιλλη στὶς Θεομητορικὲς ὁμιλίες του ὁ Καβάσιλας, τονίζουν ὅτι μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ νὰ γίνει Θεός, ἀλλὰ καὶ νὰ γεννήσει μέσα στὴν ἱστορία τὸν Θεό. Γιὰ τὴν ᾿Ορθοδοξία τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης εἶναι ἀκριβῶς τὸ ὅτι ἀξιώνεται νὰ γίνει Θεοτόκος. Καὶ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο ἀποκαλύπτει, διασφαλίζει καὶ πιστοποιεῖ ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τῆς Θεοτόκου.
᾿Αλλὰ ὁ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος Χριστὸς ἀποκαλύπτει καὶ τὴν πραγματικὴ φύση τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἀποκαλύπτει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα
βεβαιώνει μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ ᾿Ιωάννη ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν». Πρόκειται γιὰ μιὰ ἀγάπη ποὺ δὲν εἶναι οἶκτος ἤ ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ πραγματικὴ φιλία, βαθὺς δηλαδὴ σεβασμὸς καὶ ἐκτίμηση, φιλανθρωπία. Γιατὶ ὁ Θεός, παρόλο ποὺ μπορεῖ, δὲ νικᾶ ὁ ῎Ιδιος μὲ τὴν δύναμή Του τὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο, δὲν χαρίζει συγκαταβατικὰ στὸν ἄνθρωπο τὴν σωτηρία, ἀλλὰ γίνεται ἀληθινὸς καὶ πραγματικὸς ἄνθρωπος, ἔτσι ὥστε ἕνας ἄνθρωπος νὰ νικήσει τὸν θάνατο, γιὰ νὰ μποροῦν στὴν συνέχεια ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν νικήσουν. ῾Υπομένει ὁ Θεός, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἦταν, τοὺς ἐμπτυσμοὺς καὶ τοὺς κολαφισμούς, γιὰ νὰ καθαρισθεῖ καὶ νὰ λάμψει στὸ ἀρχέγονο κάλλος του ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Πιλάτος τὴν Μ. Παρασκευή, δείχνοντας τὸν ταπεινωμένο Θεό, ἀναφωνεῖ τὸ ἀποκαλυπτικό: «῎Ιδε ὁ ῎Ανθρωπος».
᾿Ακόμα περισσότερο, ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει, πεθαίνει ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ ὡς ἄνθρωπος πραγματικὸς ποὺ ἦταν, καί, ἀφοῦ ἦταν Θεὸς ἀνασταίνεται. Καὶ ἔτσι μέσα στὸν Χριστὸ ἀνασταίνεται
ὁ ἄνθρωπος. «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν... τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».
῾Ο σκοπὸς συνεπῶς γιὰ τὸν ὁποῖο πεθαίνει ὁ Θεός, γίνεται ἔτσι φανερό, ὅτι εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν σκοπὸ θέλει νὰ κάνει φανερὸ καὶ νὰ πιστοποιήσει ὁ Κύριος, ὅταν λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του περνάει ἀπὸ τὴν Βηθανία καὶ ἀνασταίνει τὸν Λάζαρο. «Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ Σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός», τονίζει τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.
᾿Αλλὰ ἤδη γίνεται φανερὸ πὼς ἡ ὀρθόδοξη προοπτική, στὴν ὁποία προσπαθήσαμε νὰ  τοποθετήσουμε τὸ θέμα μας, μᾶς ὁδηγεῖ στὸν πυρήνα τοῦ προβλήματος, τὸν ἱστορικὸ δηλαδὴ καὶ πραγματικὸ θάνατο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Καὶ φθάνοντας στὸν πυρήνα βλέπουμε νὰ ξεπηδάει μπροστά μας καὶ ἡ λύση. Γιατὶ ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν πραγμάτων μᾶς παρουσιάζει μὲ σαφήνεια ὡς ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὸ κήρυγμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ ᾿Ανθρώπου.
Τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κεντρικὰ θέματα τῆς χαρμόσυνης ἀγγελίας τῆς σωτηρίας. ᾿Ακριβέστερα, εἶναι ἡ ἴδια ἡ σωτηρία.
«Εἰ γάρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται», διακηρύττει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος, «ματαία ἡ πίστις ἡμῶν. Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων».
Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ πανηγυρισμό. Κανεὶς πλέον ἄς μὴ θρηνεῖ γιὰ ἁμαρτίες καὶ πταίσματα· «Συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Πλέον «ἀνέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες. ᾿Ανέστη Χριστὸς καὶ χαίρουσιν ἄγγελοι. ᾿Ανέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται. ᾿Ανέστη Χριστὸς
καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι».
᾿Απὸ τὸ ὕψος αὐτὸ τῆς ἀληθινῆς καὶ πραγματικῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὁλόκληρη ἡ προβληματικὴ τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν θεολόγων τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ γίνεται φανερὸ πὼς
βρίσκεται σὲ δεύτερη μοίρα. Εἴδαμε πράγματι, ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς σχολῆς αὐτῆς μιλοῦν ὄχι γιὰ τὸν ἱστορικὸ θάνατο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γιὰ τὸ θάνατο μιᾶς ἰδέας περὶ τοῦ Θεοῦ. ῾Ο θάνατος τοῦ
Θεοῦ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ἕνα λεκτικὸ τέχνασμα, ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ καλύψει τὴν ὄζουσα πραγματικότητα, πού, ὅπως μᾶς ἔδειξε ἡ σύντομη μελέτη τῶν κειμένων τους, εἶναι καὶ γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου.
᾿Αλλὰ τὸ κήρυγμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ποὺ δὲν εἶναι μιὰ ἰδεολογία ἤ μιὰ φιλοσοφία, ἀλλὰ μιὰ πραγματικὴ ἱστορία, εἶναι ὁ πραγματικὸς καὶ ἱστορικὸς θάνατος τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρνει ἀκριβῶς τὴν πραγματικὴ καὶ ἱστορικὴ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
«῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς... κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐ-
σχίσθη εἰς δύο, καὶ ἡ γῆ ἐσχίσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ
σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη καὶ ἐξελθόντα ἐκ τῶν μνημείων εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πό-
λιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς».
῎Ετσι γίνεται φανερὸ πὼς ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία μπορεῖ νὰ κηρύξει πολὺ πιὸ πραγματικὰ ἀπὸ τοὺς ἀθέους τὸν θάνατο τοῦ Θεοῦ. Τὴν Μ. Παρασκευὴ στὸν ᾿Επιτάφιο οἱ ὀρθόδοξοι πιστοὶ γιορτάζουν ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ αὐτὸν τὸν θάνατο. ᾿Αλλὰ τὸ θαῦμα της Μ. Παρασκευῆς εἶναι ὅτι οἱ πιστοὶ
κηδεύοντας τὸν Θεὸ πανηγυρίζουν τὴν νέκρωση τοῦ θανάτου καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
«Τέτρωται ῞Αιδης ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τὸν τρωθέντα λόγχῃ τὴν πλευρὰν καὶ στένει πυρὶ θείῳ δαπανώμενος, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων, Λυτρωτά, ὁ Θεὸς εὐλογητός εἶ».
«Σὺ γάρ τεθεὶς ἐν τάφῳ, Κραταιέ, ζωαρχικῇ παλάμῃ τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας καὶ ἐκήρυξας τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ, Σῶτερ, γεγονὼς νεκρῶν πρωτότοκος».
᾿Ο Χριστὸς λοιπὸν πέθανε πραγματικά, ἀλλὰ πέθανε γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, μέσα στὴν ὀδύνη καὶ τὴν ἀπογοήτευση, μέσα στὸ ἀνόητο καὶ τὸ παράλογο, καὶ νὰ
τὸν ἀναστήσει.῍Αν δὲν πέθαινε, ἡ σάρκωσή του δὲν θὰ ἦταν πλήρης, θὰ ἦταν φαινομενική. ᾿Αλλὰ πέθανε πραγματικά, γιατὶ πῆρε στὰ σοβαρὰ τὴν θνητὴ κατάστασή μας. Γιατὶ ἔγινε σὲ ὅλα τὰ σημεῖα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅ,τι εἴμαστε κι ἐμεῖς. ῾Ο ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸν Θεό, ἐκτροχιάστηκε στὸ κενὸ καὶ ἐξαφανίστηκε μέσα στὴν ἁμαρτία. Καὶ ὁ Θεὸς κενώνεται μέσα στὸν χῶρο τῆς ἁμαρτίας, φοράει ἀναμάρτητα ὡς σάρκα του τὴν σάρκα τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἁγιάζει. Χύνεται σὰν μύρο στὸν βόρβορο τῆς δυσωδίας καὶ μετατρέπει τὴν δυσωδία σὲ εὐωδία. Ζεῖ τὴν ἁπλὴ καθημερινὴ ζωὴ
τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς δίνει νόημα, τὴν γεμίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. ᾿Εργάζεται χειρωνακτικὰ γιὰ νὰ φανερώσει ὅτι καὶ ἡ πιὸ μονότονη καθημερινὴ δουλειὰ ἔχει αἰώνιο σκοπὸ καὶ περιεχόμενο. ῾Υποφέρει, θλίβεται, ἀγωνιᾶ γιὰ νὰ μὴ μείνει κανένα τμῆμα καὶ καμιὰ μορφὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ποὺ νὰ μὴ τὴν ἔχει ὁ ῎Ιδιος ζήσει. Καί, ὁλοκληρώνοντας αὐτὴ τὴν συμμετοχὴ στὰ ἀνθρώπινα, φθάνει ὣς τὸν θάνατο. Γιατὶ θέλει νὰ εἶναι κοντά μας ὁπουδήποτε κι ἂν βρισκόμαστε.
῎Ετσι, ἄν βρεθοῦμε στὴν χειρότερη ἀπελπισία, πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι δίπλα μας, γιατὶ ἔζησε τὴν ἀπελπισία.
῎Αν βρεθοῦμε στὴν ἀγωνία, ὁ Χριστὸς εἶναι πάλι δίπλα μας, γιατὶ ἔζησε τὴν ἀγωνία. ῎Αν βρεθοῦμε σὲ ἐγκατάλειψη καὶ μοναξιά, μποροῦμε νὰ ξέρουμε πὼς κανεὶς δὲν ὑπῆρξε περισσότερο μόνος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἔνιωσε πάνω στὸν σταυρὸ νὰ τὸν ἐγκαταλείπει ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας του. ῞Οσο χαμηλὰ καὶ νὰ κατεβοῦμε, ὅσο καὶ νὰ ξεπέσουμε, ὁ Χριστὸς εἶναι κάτω ἀπὸ μᾶς, ἀφοῦ βρίσκεται στὸν ῞Αδῃ. ᾿Ακόμα κι ἄν πεθάνουμε, μέσα στὸ χάος τοῦ θανάτου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός.
Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἡ ἀπογοήτευση, ἀλλὰ ἡ παρηγοριὰ καὶ ἡ ἐλπίδα τῶν πιστῶν.
«῾Ο Σταυρὸς σου, Κύριε, ζωὴ καὶ ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ σου».
Καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται ἔτσι τὸ καύχημα, ἡ νίκη καὶ ἡ δόξα ὄχι τῶν ἀπίστων, ἀλλὰ τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόσημος μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Θεὸς πέθανε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἀνέστη. Μιὰ Κυριακὴ πρωῒ στὴν ῾Ιερουσαλὴμ ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου ἀνέστη ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ ὁ Χριστός. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἀνέστη ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος. Γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναστὰς συνέτριψε τὰ δεσμὰ τῆς φθορᾶς καὶ ἐλευθέρωσε τὸν αὐτοδεσμώτη ἄνθρωπο, νέκρωσε τὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου καὶ χάρισε στὸν ἄνθρωπο τὴν ζωή. Γκρέμισε τὸ μεσότειχο τοῦ φραγμοῦ, «ἢνωσε τὰ τὸ πρίν διεστῶτα», ἔφερε στὸν θάνατο τὴν ζωή, στὸν χρόνο τὴν αἰωνιότητα, στὴν γῆ τὸν οὐρανό, στὸν ἄνθρωπο τὸ Θεό, «πάντα ἀναμὶξιν γέγονε».
᾿Αφοῦ ὅμως ἡ ἀνάσταση αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάσταση ὄχι μονάχα τῆς ψυχῆς, μὰ καὶ τοῦ σώματός του, εἶναι φυσικὸ νὰ ἀκολουθεῖται καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου,
τοῦ πολιτισμοῦ, καὶ μαζὶ καὶ τῆς κτίσης, ποὺ εἶναι ἡ προέκταση τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Μετὰ τὴν ᾿Ανάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ξεχύνεται σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση, τὸ ψωμὶ
καὶ τὸ κρασὶ μετατρέπονται σὲ Σῶμα καὶ σὲ Αἷμα Χριστοῦ. Σπάζουν οἱ περιορισμοὶ τοῦ τόπου καὶ τοῦ χρόνου, ἀρχίζει ὁ καινούργιος λειτουργικὸς χρόνος καὶ ὁ καινούργιος λειτουργικὸς χῶρος, ἐγκαινιάζονται οἱ καιροὶ τῶν ἐσχάτων.
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».
«Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα ῾Ιερουσαλήμ· ἡ γὰρ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλε· χόρευε νῦν καὶ ἀγάλλου Σιών· σὺ δὲ ἁγνὴ τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου».
Τὸ ὅτι πέθανε λοιπὸν ὁ Θεὸς ἔγινε φανερὸ πὼς σημαίνει γιὰ τὴν ᾿Ορθοδοξία ὅτι ἀνέστη ὁ ἄνθρωπος καὶ καθετὶ ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅτι, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἔχει νόημα καὶ ἐνδιαφέρον, ὅτι γίνεται ὡραία καὶ ἀθάνατη ἡ ζωή.

† Μεγάλη Παρασκευὴ
8/21.4.2006


Σημ. : Ευχαριστώ τον φίλο και αναγνώστη της σελίδας για την αποστολή του δοκιμίου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός