Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_η πατρίδα της ψυχής μας



 Στον Χρήστο


Το ποίημα ΠΑΤΡΙΔΑ του Γ. Δροσίνη μας έστειλε μακρινός αναγνώστης στη μορφή αυτή, που το παραθέτουμε σήμερα....
Λαμβάνοντάς το, πριν δύο ημέρες,  στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της σελίδας, ένιωσα σα να ξεδιπλώνω ένα παλιό κόσμημα κάποιας μακρινής γιαγιάς, τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα.... με την παλαιϊκή διακοσμητική μπορντούρα του, την καλλιγραφική πολυτονία του, την παρωχημένη του ορθογραφία, το πολυκαιρισμένο κιτρίνισμά του και την ημερομηνία δημοσίευσης εγχάρακτη πάνω του : 1910.
Δεν ξέρω, τι παραπάνω έχουν τα κοσμήματα;
Το ποίημα αυτό περιλαμβανόταν στο αναγνωστικό της Ε' Δημοτικού, των δημοτικών σχολείων της Ελλάδας του '50.
Δεν ξέρω εάν είναι η σύγχρονη τεχνολογία που επιτρέπει τέτοιες ταχυδακτυλουργικές μεταφορές μακρινών πραγμάτων ή κάτι άλλο; 

Λοιπόν, δεν θέλω να μιλήσω για το ποίημα καθ' αυτό, ούτε για την εξιδανικευμένη πατρίδα που μας παρουσιάζει, ούτε καν να το συνδέσω με το ιστορικό πλαίσιο της εποχής που το παρήγαγε ή με τον ποιητή Δροσίνη και το έργο ή την προσωπικότητά του.

Θέλω, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, να μιλήσω για την λειτουργία που έχουν τα κείμενα, τα ποιήματα, τα λογοτεχνήματα, μια λειτουργία που είναι ανεξάρτητη από τους συγγραφείς και από τις ζωές τους, από τους δαίμονες και τις ατέλειές τους....  μια λειτουργία που είναι σωτηρία τόσο απτή όσο μια γεωγραφία.
Ναι, γεωγραφία θέλω να κάνω. Να επισημάνω την γραφή - περιγραφή μιας γαίας... μιας γαίας που έχει τα πάντα και ανοίγεται μπροστά μας καθώς η σκηνή ενός τοπίου ξεδιπλώνεται στα πόδια μας όταν από κάποιο ύψος το κοιτάμε.
Και κάθε φορά που διαβάζουμε το ποίημα διαβάζουμε ένα ζωντανό χάρτη... είναι σα να σηκώνεται η αυλαία και ιδού εμπρός μας ένας τόπος της ψυχής μας!

Με την δύναμη των αισθήσεων βλέπουμε μια γαία, έναν τόπο κανονικό με χώμα, ακούμε τους ήχους, νιώθουμε τα σύννεφα από πάνω του και την υγρασία που αναδύεται από τα επίγεια και υπόγεια νερά του.
Τα πάντα έχει αυτός ο τόπος : αριστερά βουνά, στα πόδια τους ένα χωριό...  τα δέντρα, στο κέντρο μια παρέα ανθρώπων που γλεντάει με νταούλια και φλογέρα... καμπάνες που ακούγονται... χρώματα του δειλινού...πουλιά... παιδιά....άνθη αμυγδαλιάς και τρυπωμένα μέσα τους ζουζούνια... πιο δω κάποιοι αγωνίζονται με ασπίδες και δόρατα, με χλαμύδες και φουστανέλες, με κουμπούρια, με βάρβαρους, με Άραβες, με Οθωμανούς δεν έχει σημασία.... αγωνίζονται αενάως... μιλάνε την ίδια γλώσσα με διαφορετική προφορά και τα  ιωνικά, τα δωρικά, τα αιολικά  ιδιώματα μιας παράλιας μεσογειακής μνήμης... κι η θάλασσα του τόπου είναι ασημένια.
Κι όλα τούτα έχουν σμίξει και παρ' ότι κινούνται, ηχούν, αναπνέουν και ζουν, παραμένουν ακίνητα και αγέραστα στο χρόνο και  στον τόπο της σμίξης. 

Εάν λοιπόν υπάρχει ένας τόπος της σμίξης, εκεί όπου δεν υπάρχει χωρισμός και απόσταση, τα ποιήματα είναι οι χάρτες του για να μην χάσουμε τις συντεταγμένες και τα σημάδια..... για να στερεώνεται ο τόπος μέσα μας σε σημεία σταθερά και απαρασάλευτα, σε σημεία που δεν αλλάζουν καθώς κυλάνε τα χρόνια, κι όλα αλλάζουν γύρω μας... κι εμείς οι ίδιοι γινόμαστε άλλοι απ' ότι ήμασταν κάποτε...καθώς ξεμακραίνουν και ξεθωριάζουν οι εντυπώσεις του κόσμου και τα δάκρυά μας κινδυνεύουν, κίνδυνο μέγα, να κυλήσουν και να χαθούν, να μην τα ξαναβρούμε ποτέ.
Ετούτο όμως το τοπίο της ψυχής παραμένει σταθερό και αμετάβλητο και  μας προφυλάσσει από τον κίνδυνο να γίνουμε αμνήμονα αθύρματα ή κάτι σαν εξελιγμένες βιολογικές μηχανές ή καταναλωτικά αυτόματα.
Δεν αλλάζει στην δίνη της αλλαγής και της φθοράς γιατί έχει την μοίρα του στο αιώνιο ποιείν... όπως αιώνια και άφθαρτη είναι η ψυχή μας και ο πόνος του αποχωρισμού της από τον Θεό, από τον Παράδεισο, από την Αγάπη, από το Σώμα....  όπως αιώνιοι μας υποσχέθηκε ότι είμαστε και μεις, κατ' εικόνα. 

Το απλό αυτό, "παλαιομοδίτικο" ποίημα του Γ. Δροσίνη έρχεται να επιβεβαιώσει κι αυτό, με τον δικό του τρόπο,  ότι υπάρχει ένας πραγματικά υπαρκτός τόπος:  ο τόπος του Ανθρώπου, εκεί που βρίσκει την σωτηρία του, εκεί που γνωρίζουμε και μας αναγνωρίζουν -εκεί που συγκλίνουν όλοι οι νόστοι "την μακρινή πατρίδα σου έχω κι εγώ πατρίδα"-  και τα λογοτεχνικά αναγνώσματα, τα ποιήματα, οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας που επαναλαμβάνονται μέσα στα χρόνια, είναι οι γεωγραφίες του για να γυρνάμε ακάθεκτοι πάντα πίσω, από την άκρη του κόσμου, από οποιαδήποτε μακρινή ξενιτιά, στην Πατρίδα της ψυχής μας.




Σχόλια

  1. Ανώνυμος7/4/15, 8:43 μ.μ.

    Ελένη, Τι μας λέτε? Τι είναι αυτά? Που μας μεταφέρατε? Τι...τι...να πω? Με απειρη ευλάβεια διαβαζονται τα παλαιά βιβλία τα οποία εγραφησαν με πολλή σγάπη και τα οποία εξυμνούν την ευσέβεια και απλότητα του τότε όμορφου κόσμου. Μας δώσατε εικόνες ζωντανές...γέρους, νέους, παιδιά ολοι στο πανηγύρι της ζωής. Της ομορφης ζωής. Και σενα φίλε Χρήστε ευχαριστούμε για το ποίημα. Ερρωσθε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σας ευχαριστώ πολύ! Και εσάς και τον κύριο Χρήστο.
    Ιδιαίτερα για την έκφραση σας "πανηγύρι της ζωής" σας ευχαριστώ...
    Δεν το είχα σκεφτεί!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός