Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ποίηση ως φάρμακο στην απώλεια


 του Δημήτρη Φύσσα
 
mourning becomes elektra

 

Για τις ποιητικές συλλογές των Λεωνίδα Κακάρογλου, Μνήμη σχεδόν πλήρης (εκδ. Εστία) 

και Ζέφης Δαράκη, Η σπηλιά με τα βεγγαλικά (εκδ. Νεφέλη).



Η παραμυθητική λειτουργία της Τέχνης, ή τουλάχιστον η ελπιζόμενη ως τέτοια, είναι τόπος κοινός για πολλούς/ές απ' όσους/ες δημιουργούν και για όλους/ες  όσους/ες βλέπουν, ακούν ή διαβάζουν καλλιτεχνικά έργα. Και δεν υπάρχει, βέβαια, μεγαλύτερο άλγος για την επούλωση του οποίου καλείται η Τέχνη να «φέρει τα φάρμακά της» από την απώλεια ενός πολύ κοντινού προσώπου –χωρίς να σημαίνει κιόλας ότι πάντα το καταφέρνει. 
Δυο αξιοσημείωτα ποιητικά βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα ανανεώνοντας την κατεύθυνση αυτή, και τα δυο ολιγοσέλιδα, ολιγόστιχα, πυκνά και δουλεμένα, και τα δυο με σημείο εκκίνησης την απώλεια του σύνοικου συντρόφου, είναι η Μνήμη σχεδόν πλήρης (Εστία, 2104) του κ. Λεωνίδα Κακάρογλου και Η σπηλιά με τα βεγγαλικά της κ. Ζέφης  Δαράκη (Νεφέλη, 2015).
Σε τέτοιες περιπτώσεις –ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις– όταν ο ποιητικός λόγος καλείται να συγκροτηθεί σαν κρούστα που καλύπτει την απώλεια, ενυπάρχουν διάφοροι κίνδυνοι. Κυριότεροι νομίζω πως είναι οι εξής δύο: Πρώτον ο ερμητισμός: στην περίπτωση που ό,τι έχει γραφτεί θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό μόνο από το απόν πρόσωπο, παραμένοντας δυσνόητο για τον κοινό αναγνώστη/ώστρια. Δεύτερον ο υπερσυναισθηματισμός: στην περίπτωση που παρατηρείται αδυναμία του ποιητικού υποκειμένου να εκφράσει την οδύνη του με υπαινιγμούς, με μη χρήση «βαριών» και συναισθηματικά φορτισμένων λέξεων, έτσι ώστε τελικά το ποίημα να μοιάζει με κοπετό και μοιρολόι στον υπερθετικό.
Δεν αμφιβάλλω ότι και στις δυο περιπτώσεις το ποίημα παίζει, λιγότερο ή περισσότερο, τον παραμυθητικό του ρόλο ως προς το/τη δημιουργό του. Αυτό όμως δεν ισχύει για τον επαρκή αναγνώστη/ώστρια, για χάρη του οποίου δημοσιεύεται, με την ανομολόγητη πρόθεση να γενικευτεί, να διαχυθεί και ν' αντιστοιχιστεί ως προς τη  θλίψη του, ώστε με το μοίρασμά της να γίνει κάπως ευκολότερα διαχειρίσιμη. Γιατί αν πέσει στον ερμητισμό, το ποίημα αυτοακαταργείται επικοινωνιακά ως εγκεφαλικό και πεισματικά αυτοαναφορικό, ενώ αν πέσει στον υπερσυναισθηματισμό εγκαλείται ως μη πρωτότυπο και επομένως βαρετό. (Μιλάω πάντα για τον επαρκή αναγνώστη).
Αυτά, τύχη αγαθή, δεν ισχύουν στα συγκεκριμένα βιβλία – εξού και το παρόν σημείωμα. Κι επειδή τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, προχωρώ αμέσως σε μια μίνι ανθολόγηση: τόσο μεγάλη, ώστε να δώσει μια καλή ιδέα για το περιεχόμενό τους, και ταυτόχρονα τόσο μικρή, ώστε να μην ακυρώσει την αναζήτηση στα βιβλιοπωλεία. Δηλαδή, από έξι ποιήματα.

Αρχίζω με Λεωνίδα Κακάρογλου:

ΠΟΡΤΕΣ
Τα βράδια που δε με παίρνει ο ύπνος
Αφήνω μισάνοιχτες τις πόρτες
Να τρίζουν όταν τις χαϊδεύει το ξαφνικό αεράκι 
Και να με καθησυχάζουν
Πως σε γνώρισαν μες στο σκοτάδι
Κι ανοίγουν για να περάσεις

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Η πόρτα του δωματίου ανοιχτή
Μπαίνω μέσα
Αφουγκράζομαι
Σιωπή και μόνο σιωπή
Χαϊδεύω τα σεντόνια
Και έχω την αίσθηση
Πως το σώμα σου έχει γίνει ένα μ’ αυτά
Ύστερα ξαπλώνω στο πάτωμα
Και προσπαθώ να βρω τις πατημασιές σου
Που άφησαν το αποτύπωμά τους
Δεν βρίσκω τίποτα
Σα να μην πατούσες
Σα να ’σουν αερικό
Σκόνη
Φύσημα του αέρα
Σύννεφο των περασμένων χρόνων
Κι όταν σηκώνομαι να φύγω
Στον καθρέφτη του λουτρού
Κολλημένο ένα μικρό καθρεφτάκι
Και μέσα του το πρόσωπό σου
Το σώμα σου
Η λεπτομέρεια από ένα σβησμένο γέλιο σου
Το ξεκολλώ και το φιλώ
Μέχρι να θαμπώσει
Και να με πάρει μαζί του

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΑΓΑΖΙ
Απ’  το μικρό μαγαζί
Καμιά φορά περνώ αργά το απόγευμα
Ρίχνω μια βιαστική ματιά
Να δω
Αν κάθεται κανείς
«Στο γωνιακό τραπέζι
δίπλα στον τοίχο» μου ’λεγες
«Να μη μας δουν οι περαστικοί
να μη μαντέψουν οι ξένοι
τι θέλουμε σε τέτοιο μέρος»
Δεν ήξερα γιατί φοβόσουν
Έτσι κι αλλιώς κι εμείς δύο ξένοι ήμασταν
Καμιά φορά ένα ζευγάρι κάθεται,
Η μια οικογένεια με παιδιά που φλυαρούν
Κανείς τους δεν θα μάθει
Για κείνο το απόγευμα
Το γεμάτο συννεφιά
Που μύριζε τσίκνα κι ομορφιά
Τη βόλτα στο παράδεισο
Που χάθηκες για πάντα

ΣΥΛΛΟΓΗ  ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΩΝ
Και συνημμένα σου αποστέλλω
Τις λεπτομέρειες της πρώτης μας συνάντησης
Δεκέμβρη μήνα με λειψή πανσέληνο
Πλησίαζαν Χριστούγεννα
Κι η πόλη ήταν γεμάτη κόσμο
Εσύ πρωτόπες: «Δεν θα σε εγκαταλείψω ποτέ»
Τα κράτησα τα λόγια σου από  κείνη τη συνάντηση
Σαν φωτογραφία που τα χρώματά της αλλοιώθηκαν
Και δεν έχω πού να την δείξω
Γι’  αυτό σου τα στέλνω όσο ακόμη τα θυμάμαι
Κίτρινος φάκελος όπως πάντα
Και γραμματόσημο με μεγάλο έλληνα ποιητή
Για να το βάλεις κι αυτό στη συλλογή σου
Αφού και η ζωή μας μια συλλογή γραμματοσήμων
Στιγμών που αντέξανε στο χρόνο
Έγινε

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΕΝΩΝ
 Αργά το απόγευμα
Οι πεθαμένοι μαζεύονται
Στην πλατεία για να τηλεφωνήσουν
Στους δικούς τους
Κρατάνε σφιχτά την κάρτα
Και στέκονται στη σειρά
Έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο
Οι περαστικοί που τους βλέπουν
Μονολογούν : «Από πού ήρθατε πάλι εσείς
γέμισε μετανάστες η πόλη»
Κι αυτοί μ’ ένα μουρμουρητό τούς απαντούν:
«Δεν είμαστε εμείς μετανάστες
μεταστάντες είμαστε».
Μεταστάντες.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Δωροδοκώ τον χρόνο
Και τον παρακαλώ να γυρίσει προς τα πίσω
Σε κείνο το καλοκαίρι του ’60
Που συναντιόμαστε όλοι μαζί στην παραλία
Με τ’ άσπρα βότσαλα
Ανοίγαμε το πολύχρωμο τραπεζομάντιλο
Και βάζαμε τα καρπούζια και τα πεπόνια
Ήταν όλοι εκεί:
Ο πατέρας, η μητέρα, ο Γιάννης, η κ. Ελένη
Ο Γιώργος, τα κορίτσια
Τώρα κάποιοι έφυγαν
Άλλοι διαβήκανε τη θάλασσα
Η παραλία γέμισε σκουπίδια
Δωροδοκώ τον χρόνο υποσχέσεις
Να μιλήσει στο χτες
Να δεχθεί το σήμερα
Γιατί όταν περνώ από τον δρόμο
Η παραλία είναι γεμάτη ίσκιους
Που μου κουνούν τα χέρια τους
Σα να μου λένε :
«Έλα και συ
Είναι ακόμη ωραία τα νερά».

Συνεχίζω με Ζέφη Δαράκη:      
 1.
 
Ήθελα να ξενιτευτώ νύχτα
                   να επισκεφτώ 
τις γέφυρες φημισμένων ποταμών
Ανέκαθεν ήθελα να ξενιτευτώ από τα πλήθη
                   των ποιημάτων
να το σκάσω απ΄ το Αναλόγιο 
Επιτέλους να ζήσω όλη τη μυθολογία της ομίχλης
Να φύγω εκεί που η σιωπή λύνει
                τη ζώνη της
παραδίνεται επιτέλους ολόψυχα
στον εαυτό της. 

2.
Σκοπεύει στην καρδιά
Σκοπεύει μοναχικά έτσι ξαφνικά
στέκεται σ΄ ένα δωμάτιο ανυποψίαστο
και σκοπεύει κάποιον
κατευθείαν στην καρδιά
ύστερα κλείνοντας την πόρτα πίσω του
όπως ξεπλένουμε τα χέρια μας πηγαίνει
οπουδήποτε με κάτι σαν αντίβαρο στα πόδια
ή με ανάλαφρο βηματισμό
Το αίμα έχει κιόλας απλώσει
ένα πολύτιμο χαρτί ακανόνιστο
κάτω στο πάτωμα η ψυχή μόνη 
3.
Το φόρεμα κρεμασμένο
άδειο απ΄ το σώμα του
σε βήματα μνήμης σκορπισμένο
Σου βγάζουν τη γλώσσα οι καθρέφτες
στοιχειώνοντας στα βάθη τους το γήρας
Και κείνο το βελούδινο καπέλο
 πατημένο κάτω σαν αποτσίγαρο
4,
Συνάντησέ με πάλι στ΄ όνειρό μου
στην προκυμαία που θα φεύγαμε δε φύγαμε
ποτέ αλλά καθίσαμε
σε κείνο το παγκάκι και
                 ταξιδέψαμε    

5.
Η λύπη
δεν είναι πάντα μια άλλη πατρίδα
που ξενιτεύει την ψυχή
Είναι  ίσως
κι ένα παλιό σκαρί κατεστραμμένο
                   στον ουρανό του
Είναι το πιο απόμακρο χαμόγελο
ενός αφηρημένου ανθρώπου
αφηρημένου, από όσα
του έχουν συμβεί 

6.
Επειδή το χέρι σου
Έσφιγγε το τέλος της ζωής μες στο δικό μου
Επειδή όσα ζήσαμε παγώνουν σιγά σιγά
Το χρόνο των ποιημάτων που δεν τα ενδιαφέρει
                                                      η αθανασία
αλλά το πώς θα διαπλεύσουμε αυτή τη σχισμή
του παγερού ρίγους που μας διασχίζει,
εσένα, ώς το επέκεινα του αποχαιρετισμού
που κλέβει απ΄ το σήμαντρο τη φωνή του
                                       κι εμένα,
ώς το επέκεινα ενός  μισοφαγωμένου κατόπτρου
που στο εξής θα αποκαλείται ζωή
Και το ότι δεν θα ξανααπελπιστείς πια
μέσ΄ απ΄ τα μαύρα σεντόνια του λόγου
που σε τύλιγε και σε ξετύλιγε αγάπη μου
                                  ο εξ ύψους εφιάλτης,
ας είναι αυτό ο παράδεισός σου


alt 

Μνήμη σχεδόν πλήρης
Λεωνίδας Κακάρογλου
Εστία 2014
Σελ. 46, τιμή εκδότη € 9,00

  











alt


Η σπηλιά με τα βεγγαλικά
Ζέφη Δαράκη
Νεφέλη 2015
Σελ. 88, τιμή εκδότη € 8,50












Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός