Αυτός όμως, το Σάββατο το βράδυ της Ανάστασης, πήγε μόνος του στην εκκλησία του διπλανού χωριού, στον Αι Γιώργη.... Οι άλλοι στο σπίτι ήταν κουρασμένοι, τα μικρά άρρωστα... αποφάσισε να πάει μόνος του. Θα αργήσω, τους είπε, θα μείνω να μεταλάβω....συγχωρέστε με.... μη με περιμένετε, να φάτε.... Στην εκκλησία συνάντησε κι άλλους, οι περισσότεροι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, κάμποσοι άνθρωποι, γνωστοί όλοι μεταξύ τους, ο νέος παπάς και δύο ψάλτες αμετακίνητοι. Γρήγορα είπαν το Χριστός Ανέστη , ανάψανε τις λαμπάδες, έπαιξε η καμπάνα χαρμόσυνα, κάποιοι πετάξανε λίγες φωτοβολίδες, τα παιδιά έκαψαν τον αυτοσχέδιο Ιούδα, τα έθιμα των χωριών που κρατάνε ακόμα.... λίγα ήταν εφέτος τα φιλιά, λιγότερες οι αγκαλιές, δυο τρεις ευχήθηκαν και σ' αυτόν... γρήγορα η εκκλησία σχεδόν άδειασε...πήγε ο καθένας σπίτι του. Αυτός έμεινε με τέσσερις ακόμα, οι ψάλτες και ο παπάς νέος και ψηλός, καλλίφωνος με τα άσπρα του άμφια.... Ο Χριστός Αναστημένος και η εκκλησία κατάφωτη. "Φ...