![]() |
Έργο : Ιφ.Σιαφάκα |
Δεν μίλαγε κανείς.
Έβγαινε φως απ’ το βωμό. Έλαμπε ο λαιμός της.
Ριγμένη στα πόδια του
του έλεγε για τον καιρό
που την βαστούσε
μωρό παιδί στα γόνατα
γελούσε
και την καλούσε
«κόρη μου».
Ήμουν εγώ,
Εγώ συλλάβιζα κομμένο τ’ όνομά σου.
Του έλεγε γι’ αργότερα που χτενιζότανε
να βγει εύμορφη
να στολιστεί ο κόσμος
να καμαρώσει κι αυτός
και την καλούσε
«κόρη μου».
Ήμουν εγώ,
Εγώ κοίταζα κομμένη τη μορφή σου.
Πνιγμένη σε δάκρυα ακριβά
φιλώντας τ’ άπαρτα χέρια
-φρικτό φέγγει λεπίδι -
ξέσχισε το στήθος της
να λυπηθεί, ικέτευε
την λατρεμένη κόρη.
Κοίτα με
είμαι Εγώ η καρδιά σου.
Μα ήταν σημάδια σίγουρα
κι ίχνη πολλά θανάτου
πέτρα ο χρησμός
να γίνει η σφαγή
να φύγει το καράβι
να πάψει τ’ ανέμου ο θυμός,
να διαβεί ο στρατός
να δοξαστεί τ’όνομα
κι ο μέγας στρατηλάτης.
Απ’ όταν την γέννησε έγραψε
στον άσπρο της λαιμό το πεπρωμένο
Τώρα δεν μιλάει κανείς.
Σωπαίνεις
κι εγώ κοιτώ για τελευταία φορά
τον κόσμο,
την ιερή μορφή,
τα μάτια,
Ω φως μου!
φως μου γλυκύ, ερωτικό,
χέρι που έγραφες,
χέρι μου λατρεμένο.
/-/
Αν είμαι εγώ
Αν είναι αυτός ο κόσμος μου
Αν είναι αυτός ο ήλιος
Αν είν' η γη αυτή, δική μου γη
Αν είμαι εγώ
Αν γέννησε εμένα η μάνα μου
Αν είναι αυτό το σώμα
Αν είν' ο θάνατος αυτός, δικός μου θάνατος
Αν είμαι εγώ
Αν είναι αυτή η γλώσσα μου
Αν είναι αυτή η ροή μου
Αν είν' η αλήθεια αυτή, δική μου αλήθεια,
Να λάμψει ένα σημάδι
Να πέσει ένας κεραυνός
να ανεβεί μέγας καπνός
στην τέφρα πάνω να γραφτεί
να σκορπιστεί
αν είμαι εγώ,
αν είναι αυτή δική μου,
ας υψωθεί φλεγόμενη η ψυχή μου.
/-/
Όταν φτάσει η μέρα
ν’ αφήσεις πίσω τους σκοπούς,
τα ωραία λόγια,
το πατρικό σπίτι σου,
τ’αδέλφια σου στο τραπέζι,
τον μαύρο σκύλο σου,
τ’ όνομά σου
και πεις: ας πάρει ο καθένας το δρόμο του,
το βάρος του, τη νομή του,
και βαδίζοντας
φτάσεις στην άκρη του γκρεμού,
θα έρχεται σαν απόηχος
ο κόσμος κι η βοή του
και θα σε προσπερνάει
θα αντικρίζεις βάθος μέγα βάραθρο
θα χάνεται η ματιά σου
Τη μέρα που
για τίποτα δεν θα πολεμάς
και τίποτα δεν θα έχεις
θα ανήκεις στο χάσμα που άνοιξες
δε θα σ’ αντέχει τίποτα,
δε θα σ’ ανήκει ο φόβος.
/-/
Τα μωρά που μυρίζουν από τις κούνιες τους,
απόγευμα άνοιξης
ήλιου βασίλεμα
καμπάνες
Τα μωρά που κλαίνε από τις κούνιες τους
γάλα
σιωπή
αγάπη
Στις κούνιες των μωρών
όταν ακούσεις ανέμου σφύριγμα
να κάνεις ησυχία,
κρύψε τα στην καταπακτή,
τ’ αναζητούν οι Μοίρες.
/-/
Λύνω τον κόμπο του σχοινιού
που φύλαγα
που έδενα την αγάπη σου
που κράταγε τη ζωή μου.
Λύνω τον κόμπο του λαιμού
που μου ’διωχνε τους πόνους
Λύνω τον κόμπο του χαμού
Πηδάω έξω από το μαγικό κύκλο σου,
Ας χαθεί ότι ποτέ δεν ήτανε δικό μου
Ας λυθείς
Ας χαθείς.
/-/
Πώς λαμπαδιάζουν οι άνθρωποι
εκεί που περπατάνε
Πώς αναλήφονται
εκεί που σου μιλάνε
Πώς ξεκλειδώνονται οι ψυχές,
τρέχουν γυμνές στο δρόμο
ξοπίσω τους αλυχτούν σκυλιά
βγάζουν φτερά
στα σύννεφα πετάνε.
Το Σάββατο του Ιούλη που είχε 72 ώρες.
/-/
Κυριακή 15/7 ξημέρωμα.
Γυναίκα εγώ και μόνη μου
τον πάλεψα απ’ το πρωί
με νύχια
έως αργά με δόντια
όργωσε το χωράφι μου,
ό,τι είχα φυτεμένο
έκαψε το πατρικό σπίτι μου,
διέσχισε το σώμα μου
ό,τι είχα
και δεν είχα
Με νίκησε,
Γυναίκα
Εγώ
και μόνη μου.
Πολύ δυνατός στίχος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνελέητος πόνος.