
τσίρκο,
το : 1α. θέαμα που περιλαμβάνει επιδείξεις εξημερωμένων ή άγριων ζώων,
ακροβατών, ταχυδακτυλουργών κτλ. β. θίασος, συνήθ. περιοδεύων, που δίνει
παραστάσεις τσίρκου.

- το τσίρκο ήρθε! το είδα το πρωί....
- ήρθαν όλοι; και τα ζώα;
- όλοι! ακροβάτες, κλόουν, ζώα, ζογκλέρ, ταχυδακτυλουργοί.... όλοι!
- κι ο άνθρωπος με τα δύο πρόσωπα; και η γυναίκα με τα γένια; κι αυτός που καταπίνει φωτιές;
- κι αυτοί...
- ....
- ωραία θα είναι...
- και από πού ήρθε;
- από τη διπλανή πόλη, μάλλον!
- και πότε θα φύγει;
- Ε, δεν ξέρω... θα φύγει αλλά θ' αργήσει πολύ ακόμα... έτσι κι αλλιώς θα είναι κάπου εδώ γύρω, κοντά μας.
- .. γεια σου, τσίρκο!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου