Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_σκέψεις για τα τοπία του τουρισμού


Eίναι θλιβερό να περνάς απ' τα τοπία του τουρισμού, αυτή την εποχή.
Λες και κάποιος τράβηξε τη πρίζα αυτουνού του χαζοχαρούμενου λουνα πάρκ  και έπαψαν όλα.
Ερήμωσαν τα ξενοδοχεία, τα δωμάτια, οι καντίνες, οι ομπρέλες κλείσανε, οι ξαπλώστρες μαζεύτηκαν, σβήσαν τα πολύχρωμα φωτάκια των μπαρ και οι ταμπέλες των καταστημάτων, σταμάτησαν τα τρενάκια, αποσύρθηκαν οι χαμογελαστοί παλιάτσοι, οι εύθυμες κυρίες, οι γυμνασμένοι κύριοι, ένα ολόκληρο απόλυτα τεχνητό τοπίο πέρασε στην σιωπή. Χωριά της μιας σεζόν ερήμωσαν, όλα κλειστά.

Μέσα Νοέμβρη, κι η φύση προσπαθεί ν' αναρρώσει από την καλοκαιρινή καταπόνησή της, να ξαναφτιάξει τους αμμόλοφους στις παραλίες, όπως αυτή θέλει και διατάζει, να αποκαταστήσει τους ήχους της, να θέλξει και πάλι τους γλάρους και τα αγριοπερίστερα, να ανασάνει τις μυρωδιές της, να νοικοκυρέψει τα φύκια, να επανορθώσει την γυαλάδα των βοτσάλων, να ξαναδεί τον ουρανό της.

Όταν τα είπα αυτά,  μου είπαν : Για όνομα του Θεού! πάντα οι άνθρωποι μετακινούνταν το χειμώνα από τα ψηλά μέρη στα πιο χαμηλά και το αντίθετο έκαναν το καλοκαίρι. Πάντα κάποια χωριά ερήμωναν, ανάλογα με τις εποχές. Κι έπειτα, τόσος κόσμος ζει απ’ τον τουρισμό. Τι θέλεις δηλαδή να μην έχουμε τουρισμό;

Όσον αφορά το πρώτο, θα συμφωνήσω ότι, ναι οι άνθρωποι από πάντα μετακινούνταν από το ένα μέρος στο άλλο, για να βοσκήσουν τα ζώα τους για παράδειγμα. Σ’ αυτό όμως το αέναο παιχνίδι του ανθρώπου με τη φύση, η Φύση έβαζε τους όρους του παιχνιδιού και ο άνθρωπος αφουγκραζόταν τους ρυθμούς της, τα μέτρα και τα σταθμά της και στάθμιζε, προσάρμοζε ανάλογα την ζωή του, με βάση την φυσική κανονικότητα και όχι μια τεχνητή προβλεψιμότητα.

Υπάρχει μια διαφορά τάξεως. Υπάρχει μια διαφορά βιασμού ή σεβασμού της φύσης.
Τα τεχνητά τοπία του τουρισμού, κάθε άλλο παρά σέβονται την φύση. Κι όχι μόνο μετατρέπουν τα χωράφια σε σύγχρονους αυτοκινητόδρομους, τις παραλίες σε ομπρελοφυτείες κ.οκ., αλλά ασελγούν και πάνω σ’ αυτό το σώμα του ελληνικού πολιτισμού, μ’ ότι αυτό σημαίνει : γλώσσα, παράδοση, ταχύτητα ζωής.
Επιβάλουν με τον όγκο τους, με την παρουσία τους στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον,  τους ρυθμούς μιας βιομηχανικής αλυσίδας, που με τη σειρά της συντονίζεται με τις αφίξεις στα αεροδρόμια, που με τη σειρά τους κινούν τις πωλήσεις αντιηλιακών, χλωρίων και απορρυπαντικών για πισίνες, αποφρακτικών για νεροχύτες και κατεψυγμένων κρεατικών.

Όσον αφορά το δεύτερο: Ναι, θέλω να μην έχουμε...
Ναι, δεν θέλω να εκσυγχρονιστεί ο βόρειος οδικός άξονας των Χανίων.
Ναι, δεν θέλω να έρχονται κρουαζιερόπλοια.
Ο λόγος ότι πρέπει να ζήσουμε κάπως, δεν σημαίνει να ζήσουμε όπως νά’ναι.
Ναι, να μην ζουν οι άνθρωποι από αυτόν τον  τουρισμό, διότι αυτό το χάλι της μαζικοποίησης δεν έχει σταματημό, δεν έχει φραγμό. 
Ναι, να μην ζουν οι άνθρωποι βιάζοντας την φύση, διότι βιάζουν τον εαυτό τους. 
Κι έτσι ζουν, βιάζοντας και βιαζόμενοι. 

Περνώ κάθε μέρα από τα τεχνητά τοπία του τουρισμού.
Ευτυχώς που είναι κλειστά.
Δυστυχώς όταν ανοίγουν.
Όταν οι λόγοι της τουριστικής αγοράς επιβάλλουν να ανοίξουν, τότε κυνηγημένα φεύγουν τα αγριοπερίστερα και οι τσουκνίδες ισοπεδώνονται.  


διαδρομή Χανιά - Ρέθυμνο - Χανιά, 11 Νοεμβ. 2013

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός