Μισάνοιχτο παράθυρο
κι έμπαινε ρεύμα κρύο της νυχτιάς
κι η θύμηση εκείνη του Δεκέμβρη
το ψύχος του
η τύχη
της ψυχής της.
Της άρεσε η μπλούζα της που φορούσε.
Τα ρούχα της, αποφόρια, όμως ταιριάζανε,
πλανήθηκαν σε αλλονών τα σώματα
-δύσκολα χρόνια-
μέχρι να βρουν εκείνη και να λιώσουν.
Μαύρη και μάλλινη,
μ' έναν μεγάλο χαλαρό γιακά
που έπρεπε να συγκρατεί
γλιστρούσε κάθε τόσο
κι ένιωθε να γυμνώνεται
ανάρμοστα ο δεξιός της ώμος.
Γλιστρούσε κι άπλωσε τα χέρια της
στο στήθος του να κρατηθεί.
Είναι αλήθεια; Πες μου.
Δεν απάντησε
Μόνο έσιαξε τον ξέχειλο γιακά
σκεπάζοντας τον ώμο της γυμνό, σαν χάδι
τελευταίο.
Χάδια, που ισιώνουν λίγο τα μαλλιά,
στων προσφιλών νεκρών τα πρόσωπα
τα μάτια, το μέτωπο, τα χείλια
συντροφευμένα λίγο πριν φύγουνε
για την αιωνιότητα, να'χουνε
τελευταία.
Ήταν αλήθεια άραγε;
Ήταν αλήθεια;
Αέρας όρμησε στο δωμάτιο.
Έκλεισε το παράθυρο
κι είπε
αυτήν την θύμηση να πιάσει
να την γράψει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου