Τι σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε το τραγούδι «Μικρόκοσμος»;
Για όσους δεν τους βοηθάει ο τίτλος, είναι το γνωστό τραγούδι που τραγούδησε ανεπανάληπτα η Μαρία Δημητριάδη, σε ποίηση του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ και μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, και λέει στον καταληκτικό στίχο «Είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε».
Ε; τι σας έρχεται στο μυαλό;
Φυλακές, εξορίες, στρατόπεδα συγκέντρωσης, μπουντρούμια και βασανιστήρια; Η χούντα του ’67; Οι χούντες στη Τουρκία; Οι χούντες και οι δικτατορίες όλου του κόσμου;
Καλά κάνετε.
Αυτά πρέπει να έχετε στο νου σας
Συν τον Στέλιο.
Ας έρχεται και ο Στέλιος στο νου σας στο εξής, αν το φέρει τύχη καλή ν' ακούσετε κάπου αυτό το σπουδαίο τραγούδι, το ξεχασμένο, που δεν παίζεται πια στα ραδιοφωνικά προγράμματα.
Ο Στέλιος είναι ο τύπος εκείνος που δύσκολα θα τον έκανε φίλο ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Μάλλον πως δεν έχει φίλους.
Τον πετυχαίνω μόνο του, κάθε βράδυ, εκεί στα ΚΤΕΛ και παίρνουμε μαζί το τελευταίο βραδινό λεωφορείο. Δεν ξέρω με ποιο λεωφορείο έρχεται στη πόλη, δεν τον έχω πετύχει ποτέ πρωί, ξέρω όμως ότι κάθε βράδυ το λεωφορείο της γραμμής τον αφήνει πριν από την δική μου στάση, κάπου πάνω στην εθνική οδό και ο Στέλιος χάνεται στο σκοτάδι του δρόμου.
Κρατάει σφικτά κάτι σακούλες νάιλον σούπερ μάρκετ, σχεδόν τις ακουμπάει στο στήθος του και κάτι κουβαλάει.
Φοράει τραγιάσκα και γυαλιά, έχει ένα κοντό γένι και τα ρούχα του είναι φθαρμένα κι αγροτικά. Καμιά 60 χρονών, κανονικός στο ύψος και στη σωματική του διάπλαση.
Ο Στέλιος είναι ένας μοναχικός άνθρωπος, ποτέ δεν έχω δει τα μάτια του. Ίσως να φταίει κι η τραγιάσκα ή τα γυαλιά, σκύβει και κάπως.
Ποτέ δεν βρίσκεται με παρέα στο σταθμό κι ούτε συναντά τυχαία κάποιον συγχωριανό του να μιλήσουν, περιμένοντας το λεωφορείο, όπως συμβαίνει συχνά στους επαρχιακούς σταθμούς.
Συνήθως φτάνει λίγα λεπτά πριν την αναχώρηση, ποτέ όμως δεν χάνει το λεωφορείο.
Το πιο πιθανό είναι να δουλεύει κάπου κι αυτή την ώρα να σχολάει.
Φαντάζομαι ότι μένει μόνος του. Δεν πρέπει να έχει κάποια μάνα ή γυναίκα να τον φροντίζει. Κι αυτό δεν το συμπεραίνω από τα ρούχα του, που είναι ατημέλητα, αλλά από το πρόσωπό του. Το πρόσωπο των ανθρώπων που δεν έχουν κάποιον για να μιλήσουν ή κάποιον να τους φροντίσει, είναι ακατέργαστο. Έτσι είναι το πρόσωπο του Στέλιου.
Συχνά γίνεται το κέντρο πειραγμάτων των εισπρακτόρων, των οδηγών και άλλων που κανονίζουν τον κανόνα του ΚΤΕΛ. Είναι όμως ήσυχος και δεν ενοχλεί κανένα ούτε στο σταθμό ούτε μέσα στο λεωφορείο.
Από σήμερα, για μένα ο Στέλιος είναι το κέντρο του «Μικρόκοσμου», του τραγουδιού του Χικμέτ, και όχι των ΚΤΕΛ.
Είχαμε επιβιβαστεί όλοι, γεμάτο το λεωφορείο.
Φαντάροι με άδεια, μαθητές που γυρνούσαν από τα φροντιστήρια, φοιτητές που πήγαιναν για Σαββατοκύριακο στα σπίτια τους στη γειτονική πόλη, καθημερινοί άνθρωποι. Αποσκευές και η γνωστή κινητικότητα.
Αναμμένη η μηχανή κι ο οδηγός στη θέση του.
Ο Στέλιος δεν είχε μπει.
Στεκόταν εκεί έξω κι έβριζε αλλόφρων, εκτός εαυτού και τσακωνόταν με τον ελεγκτή, ο οποίος για κάποιο λόγο δεν τον άφηνε να μπει στο λεωφορείο.
Κι άλλες φορές είχε γίνει αυτό. Τη μια γιατί δεν θα κάνει στάση το λεωφορείο για να τον κατεβάσει, άλλες φορές τον καθυστερούν και μπαίνει μουρμουρίζοντας τσαντισμένος. Κάτι βρίσκεται, κάθε τόσο.
Αυτή τη φορά δεν ξέρω τι εφηύρε ο αρμόδιος των ελέγχων. Κάτι σοβαρό θα ήταν σίγουρα για να αποφασίσει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν επιτρέπεται να επιβιβαστεί στο λεωφορείο.
Ο Στέλιος δεν κώλωνε. Έβριζε και απειλούσε ότι θα κάνει καταγγελία και ότι δεν έχουν τον δικαίωμα να μην τον αφήσουν να μπει. Καλούσε τον «ανώτερο». Πήγαινε κι ερχόταν γύρω από το λεωφορείο σαν αγρίμι. Ο ελεγκτής θίχτηκε που τον έβρισε, πήγαν να πιαστούν στα χέρια. Έδωσε εντολή στον οδηγό να κλείσει τις πόρτες και να φύγει.
Η φασαρία συνεχιζόταν κι ο Στέλιος εκεί έξω μοναχός να φωνάζει…
Ο οδηγός έβαλε μπρος να ξεκινήσει κι ακούω το Στέλιο:
- Πού θα μείνω εγώ ρε, στο δρόμο; Πώς θα πάω σπίτι μου;
Τίποτα ο άλλος.
Όλη η εξουσία του μικρόκοσμού τους, είχε ασκηθεί πάνω στο δικαίωμα του Στέλιου να πάρει το υπεραστικό λεωφορείο, όπως όλοι.
Κι ακόμα χειρότερα, όλη η εξουσία είχε ασκηθεί ενάντια στην τιμή που οφείλουμε σ’ έναν άνθρωπο που μετά από ό,τι έχει κάνει μια ολόκληρη μέρα (ή μια ολόκληρη ζωή) για να ζήσει, θέλει απλώς να γυρίσει στο σπίτι του και τίποτ' άλλο.
Τελευταία στιγμή έρχεται ο σταθμάρχης και του λέει :
- Ξέρουνε, ρε Στέλιο, τα κουμπιά σου και σε δουλεύουνε. Άλλη φορά να μην ξανακάνεις φασαρία, γιατί θα σ’ αφήσω απ’ έξω και φώναζε όσο θέλεις. Κι εδώ να μη βρίζεις.
Και μου φάνηκε ότι είχαμε γίνει μάρτυρες του πιο επιβλητικού, πιο μυστηριακού και πιο μεγάλου, πως είχε διαταραχθεί η ισορροπία του κόσμου όλου, και των αστροφώτιστων διαστημάτων και του σύμπαντος, από την απελπισία ενός ανθρώπου που τον εμπόδισαν ν' ανέβει στο λεωφορείο για να πάει στο σπίτι του. Πως η πλάστιγγα είχε γύρει προς την πλευρά του παραλογισμού, της τρέλας, του κακού που κρύβουμε μέσα μας και μας κυβερνάει. Πως κατάτι λιγόστεψε το καλό και μειώθηκε η λογική συνοχή του κόσμου.
Άνοιξε η πίσω πόρτα και μπήκε ο Στέλιος ιδρωμένος, κατακόκκινος, με τις σακούλες του, τρέμοντας από την ένταση και συνεχίζοντας ακόμα να διαμαρτύρεται.
Έψαξε για μια θέση. Στο μισοσκόταδο δεν έβρισκε και στεκόταν όρθιος αυτός ανάμεσα σε τόσους που καθόμασταν.
Τότε ένα παιδί γύρω στα είκοσι, σηκώθηκε από τη θέση του και του έκανε νόημα να καθίσει.
- Σ’ ευχαριστώ, ρε φίλε, του είπε ο Στέλιος και σωριάστηκε κατάκοπος στο κάθισμα.
Τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου, τα σκληρά χέρια του, το στήθος του που ανάσαινε βαριά, το ακατέργαστο πρόσωπό του…
Η υπόλοιπη διαδρομή κύλισε με λαϊκά τραγούδια, απ’ αυτά που παίζουν στα ραδιόφωνα και αρέσουνε στους οδηγούς.
Στο καθορισμένο σημείο, το λεωφορείο σταμάτησε και ο Στέλιος κατέβηκε.
Πριν κατεβεί, γυρνάει και λέει στο νεαρό, αλλά μου φάνηκε σα να το λέει σε όλους μας :
- Ευχαριστώ, ε… Καλό δρόμο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου