Κάποιος φτάνει σε μια απόμερη ακτή και λέει :
Κ: Εδώ ας σταθώ.
Ο αόρατος αόμματος αντιφωνητής του απαντάει και λέει :
Ο : Στου Φόρκυνα του εναλίου γέροντα το λιμάνι....
Κ: Κι ας δω κ' εγώ την φύσι λίγο.
Ο : δυο κάβοι απόκρημνοι που το ορίζουν,
προς τα μέσα χαμηλώνουν και το κλείνουν,
κρατώντας το μεγάλο κύμα απ' έξω, όταν οι άνεμοι λυσσομανούν.
Κ: Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
Ο: Το πιο περίλαμπρο άστρο πρόβαλε ψηλά,
που πρώτο αναγγέλλει της εωθινής Αυγής το φως,
Κ : λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη·
Ο: Στον κόρφο του τα καλοκούβερτα καράβια αράζουν άδετα κι ησυχάζουν,
στην κεφαλή του λιμανιού μια ελιά μακρόφυλλη
κι εκεί στο πλάι της θαμπή σπηλιά χαριτωμένη, τόπος
ταμένος των νυμφών που λέγονται ναϊάδες.
Κ: Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)∙
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.
Ο : Μες στη σπηλιά στημένοι πέτρινοι κρατήρες κι αμφορείς διπλόχεροι
εκεί χτίζουν οι μέλισσες κερί για την τροφή τους
στο βάθος της ψηλοί πέτρινοι αργαλειοί
εδώ υφαίνουν ολοπόρφυρα φαντά οι νεράϊδες
θαύμα ιδέσθαι...
Κ : όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
Όποιος φτάνει εδώ, στο λιμάνι του Φόρκυνα, αμέτρητα παθήματα έχει πάθει. Τα κουβαλάει όλα μαζί του. Τίποτα δεν μπορεί να ξεχάσει, στ' αλήθεια.
Τους Κύκλωπες, τους Λαστρυγόνες, την Σκύλα της επιθυμίας του, την Χάρυβδη των λογισμών του.... όλες τες φαντασίες του, όλες τες αναμνήσεις του της ηδονής, τις θλίψεις, την απόγνωση και τους πολλούς θανάτους, εκείνους που προκάλεσε κι εκείνοι που τον βρήκαν....
Τους Κύκλωπες, τους Λαστρυγόνες, την Σκύλα της επιθυμίας του, την Χάρυβδη των λογισμών του.... όλες τες φαντασίες του, όλες τες αναμνήσεις του της ηδονής, τις θλίψεις, την απόγνωση και τους πολλούς θανάτους, εκείνους που προκάλεσε κι εκείνοι που τον βρήκαν....
Δεν φτάνει εδώ τυχαία Κάποιος. Ούτε ποτέ κανείς έφτασε μόνος του. Πρέπει να το θέλουν κι οι θεοί και κάποιοι Φαίακες να τον κουβαλήσουν, νύχτα ακόμα, κωπηλατώντας αμίλητοι στο μαγικό καράβι τους και κοιμισμένο να τον απωθέσουν στην αμμουδερή ακτή κι αυτοί να φύγουν, να χαθούν, να πετρωθούν για πάντα....
Και το πρωί, καθώς θα σκάει το πρώτο φως και θα γεννιέται η νέα μέρα, τότε αυτός ο Κάποιος ν' ανοίξει τα μάτια του, να γεννηθεί ξανά, να δει και να θαυμάσει την γαλήνη....
Εδώ δεν χρειάζεται να δένουν τα καράβια... είναι ασφαλή... να μη φοβάται πλέον, δεν μπορεί να βουλιάξει.
Ο: Εδώ, τρέχουν νερά αστείρευτα κι υπάρχουν στο σπήλιο δυο μπασιές,
μόνο τη βορεινή την διαβαίνουν οι θνητοί, την άλλη, προς το νότο,
τη θεϊκότερη, άνθρωπος δεν μπορεί να τη διαβεί - είναι το πέρασμα των αθανάτων.
Καταλαβαίνει τότε ο ταξιδευτής, που έμοιαζε με του θεού ο νους του, που τόσα πάθη πόνεσε η γενναία του ψυχή, ότι υπάρχει ένας δρόμος του θεού απαράβατος και ένας του ανθρώπου, κι εκεί που συναντιούνται τρέχουν νερά αστείρευτα και μέσα εκεί στο γαλαζοσκότεινο, το χαριτωμένο σπήλιο, πλέκεται όλη η ζωή και δημιουργείται όλος ο ανθρώπινος πολιτισμός, το μέλι, το κερί, τα άλικα υφάσματα... Άνθρωπος και Θεός εκεί συναντιούνται και συνδημιουργούν, συνεργούν και ιερουργούν τον κόσμο.
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει... δεν υπάρχει άλλη περιπέτεια για την ανθρωπότητα, άλλη ποντοπορία σε άγνωστες θάλασσες, σε αγεωγράφητα νησιά, σ' άχρονους τόπους.
Και στο κέντρο, στον κόρφο αυτουνού του λιμανιού, υπάρχει μια ελιά, πυκνόφυλλη, μακρόφυλλη, ειρηνική, σημάδι ότι έφτασε....
Εκεί, θα κάτσει ο πολύπαθος και, σαν προσευχή, θα πει το παράπονο του στο θεό :
Πού ήσουν; Πού με άφησες, μόνο μου να δέρνομαι σε άγνωστους τόπους; Σ' έχασα, τα μάτια μου πλημμύρισαν αίμα απ' την σφαγή τόσων αθώων κι ενόχων.... στ' αυτιά μου οι θρήνοι, οι κραυγές, τα παραγγέλματα του πολέμου... δεν άκουγα την φωνή σου....
Μα ο θεός τώρα είναι δίπλα του, κάθεται μαζί του στη ρίζα της ελιάς, να του εξηγεί ότι ποτέ του δεν τον άφησε...και να του κουβεντιάζει.
Κι εμείς, αν και είμαστε χιλιάδες χρόνια μακριά, τόσο ξέμακροι απ' αυτό τον τόπο... μια και βρεθήκαμε εδώ -ακολουθώντας τον αόμματο αντιφωνητή και τον άλλο τον εξ Αιγύπτου ποιητή- στο λιμάνι του Φόρκυνα, στεκόμαστε, βλέπουμε θεό και άνθρωπο μαζί κι αναφωνούμε:
Θαύμα ιδέσθαι!
Όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα!
Μικρός ο νους του ανθρώπου.
Μικρός ο νους του ανθρώπου.
Μουσική : Δήμος Μούτσης ( Τετραλογία, 1977 )
Ερμηνεία : Χρήστος Λεττονός
Ποίηση : Κ.Π. Καβάφης
(Για το γραπτό αυτό χρησιμοποιήθηκαν, με κάποια ελευθερία, αποσπάσματα από την ραψωδία ν της Οδύσσειας στιχ. 96-115 μεταφρ. Δ. Μαρωνίτη, σε μια εξ ίσου ελεύθερη συνομιλία με το ποίημα του Κ.Π.Καβάφη, Θάλασσα του πρωιού)
!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή