Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Σέζαρ Βαγιέχο : μάζες


Σέζαρ Βαγιέχο (Περού 1897 - Παρίσι 1938)

Γεννήθηκε στο Σαντιάγο ντε Τσιούκο, ένα απομακρυσμένο χωριό στις περουβιανές Άνδεις.  Σπούδασε λογοτεχνία στο Universidad de la Libertad στο Τρουχίγιο του Περού. Η έλλειψη χρημάτων τον ανάγκασε να σταματήσει τις σπουδές του για ένα χρόνο και να εργαστεί σε μια φυτεία ζάχαρης, τη Χασιέντα Ρόμα, όπου είδε από πρώτο χέρι την εκμετάλλευση των αγροτών, μια εμπειρία που θα ασκούσε αργότερα σημαντική επίδραση στα πολιτικά του πιστεύω και στην ποιητική αισθητική του.  
Το 1916 μετακόμισε στη Λίμα, όπου σπούδασε, δούλεψε σαν δάσκαλος, ήρθε σε επαφή με την καλλιτεχνική και πολιτική πρωτοπορία της εποχής και άρχισε να γράφει τα ποιήματα που το 1919 θα εκδίδονταν στην ποιητική συλλογή Οι Μαύροι Μαντατοφόροι (Los Heraldos Negros). Ο Σ.Β. υπέστη διάφορες συμφορές στα επόμενα έτη: έχασε τη θέση διδασκαλίας του,,   η μητέρα του πέθανε το 1920, και φυλακίστηκε για 120 ημέρες για την υποτιθέμενη υποκίνηση μιας εξέγερσης στο Σαντιάγο ντε Τσιούκο. Το 1923, ο ποιητής μετανάστευσε στην Ευρώπη κάτω από την απειλή της φυλάκισης, και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του στο Παρίσι το 1938. Όλα αυτά τα χρόνια κύλησαν μέσα σε τρομερή φτώχεια στο Παρίσι, τρία ταξίδια στη Ρωσία και μερικά χρόνια στην Ισπανία στις αρχές της δεκαετίας του '30. Πέθανε στις15 Απριλίου 1938, από μια άγνωστη ασθένεια που τώρα εικάζεται πως ήταν μια μορφή ελονοσίας..  Τάφηκε στο Μοντρούζ, νεκροταφείο για τους φτωχούς.
 (πηγή βιογραφικών στοιχείων :Βικιπαιδεια)


Στο τέλος της μάχης, 
ο στρατιώτης νεκρός, τον πλησίασε ένας 
και τον ικέτευσε "Αχ, μην πεθάνεις, σ' αγαπώ τόσο!"
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό. 
Άλλοι δυο τον πλησίασαν και πάλι τον ικέτευσαν!
"Μη μας εγκαταλείπεις! Θάρρος! Γύρισε στη ζωή!"
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό. 
Τότε τον πλησίασαν είκοσι, εκατό, χίλιοι, πεντακόσιες χιλιάδες
όλοι μαζί να φωνάζουν : "Τόση αγάπη, και να μην έχεις εξουσία πάνω στον θάνατο!"
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό. 
Μετά εκατομμύρια μαζεύτηκαν γύρω του, 
όλοι μαζί να φωνάζουν : "Αδελφέ, σε παρακαλούμε, μείνε!"
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό. 
Τότε όλοι οι άνθρωποι στη γη
τον πλησίασαν και τ' ανοιχτά του μάτια γέμισαν δάκρυα:
σηκώθηκε αργά - αργά, 
φίλησε τον πρώτο, και περπάτησε.

(1918 )

Μια ανάγνωση : 
Υπάρχουν, λοιπόν, κάτι ποιήματα, τόσο φτωχά σε ωραίες λέξεις, τόσο ανεπαρκή σε ωραίες εικόνες... επαναλαμβάνουν φράσεις σα να έχει κολλήσει ο τροχός της φαντασίας του ποιητή και δεν λέει να πάει παρακάτω, ποιήματα χωρίς έξαρση, πληκτικά και μονότονα....καμία φαντασμαγορία.  
Είναι τα ποιήματα  που τα διαβάζεις και  λες : τέτοια σου γράφω κι εγώ... έτσι πολλοί πείθονται ότι δεν είναι δα και καμιά σπουδαία δουλειά να γράφει κανείς ποιήματα και γίνονται ποιητές. Αρχίζει τότε -γι΄αυτούς τους ποιητές και για τα ποιήματα που γράφουν- μια άλλη ιστορία που δεν θα ήθελα εδώ να αναπτύξω.


Ένα τέτοιο ποίημα είναι κι αυτό του ποιητή από το Περού, Σέζαρ Βαγιέχο.
Ένα τέτοιο ποίημα δεν είναι κι αυτό του ποιητή από το Περού, Σέζαρ Βαγιέχο.
Είναι, όσον αφορά την απλότητα, τον λιτό χαρακτήρα, την καμιά φαντασμαγορία....
Δεν είναι, όσον αφορά το αν θα μπορούσαν όλοι να το γράψουν. 

Γιατί το λέω αυτό; 

Όταν, λοιπόν,  βρίσκομαι απέναντι σε ένα "φτωχό" σε λεξικολογικές και εικονολογικές παραστάσεις ποίημα, σε ένα ποίημα που δεν ποντάρει στον συναισθηματισμό του αναγνώστη, τότε νιώθω ότι το ποίημα τρόπον τινά ταπεινώνεται... πετάει από πάνω του τα πολυτελή ενδύματα και εμφανίζεται σαν ένας "ζητιάνος"... που ζητιανεύει όχι αυτό που μας περισσεύει, το εύκολο δόσιμο, αλλά το άλλο, αυτό που έχουμε εν ανεπαρκεία... αυτό που και σε μας λείπει. 

Τι είναι αυτό που και σε μας λείπει; 
Κατά την ταπεινή μου γνώμη οι απαντήσεις στα ερωτήματα του νοήματος της ζωής και της ύπαρξης. Κι αυτά είναι τα μεγάλα θέματα της ποίησης, απ' ανέκαθεν, η μεγάλη της  επαιτεία..

Σκεφτείτε τα μιλιούνια των ανθρώπων που γεννήθηκαν και έζησαν πάνω στην γη, σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους, αυτές τις ανθρώπινες μάζες που έζησαν, για λίγα ή για περισσότερα χρόνια,  και πέθαναν, για ποιό λόγο άραγε; 

Για ποιό λόγο άραγε; Για ποιό λόγο τόσοι νεκροί, τόσοι χαμένοι άνθρωποι;... είναι το σύνηθες κι εύλογο ερώτημα που τίθεται μετά από κάθε πόλεμο...
Και έτσι ξεκινάει το ποίημα "Μάζες" :
Μ' έναν στρατιώτη, μόνο που αυτός ο στρατιώτης δεν είναι κάποιου συμβατικού στρατού, δεν ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη χώρα και δεν έπεσε σε κάποιον πόλεμο από αυτούς που έχουν καταγραφεί στην Ιστορία. 
Ο στρατιώτης είναι ο κάθε ένας άνθρωπος... που ζει τη ζωή σ' ένα συμβατικό, βιολογικό επίπεδο. Είναι μια μονάδα, κλεισμένη μέσα στο έσχατο κλείσιμο: τον θάνατο... είναι ένας νεκρός άνθρωπος, τόσο μόνος και εγκαταλελειμμένος όπως μόνο οι νεκροί στα πεδία των μαχών κείτονται μόνοι και ασυντρόφευτοι. Ακόμα κι αν κινείται, αν μιλάει, αν ενεργεί σαν ένας ζωντανός άνθρωπος... σε ένα άλλο επίπεδο, της εσχατολογικής ανάστασης, είναι νεκρός...ένα πτώμα. 

Η πρώτη προσπάθεια για έξοδο από το κλείσιμο στον εαυτό, γίνεται όταν κάποιος πλησιάζει...
τον πλησίασε ένας 
και τον ικέτευσε "Αχ, μην πεθάνεις, σ' αγαπώ τόσο!"

Το όχημα είναι πάντα η αγάπη και το ρήμα πλησίασε,  εδώ, δηλώνει το είδος της.
Πρόκειται για έναν έρωτα, σαν αυτούς τους έρωτες που έχουν οι άνθρωποι, που πλησιάζει ο ένας τον άλλον  και ανταλλάσσουν όρκους αιώνιας αφοσίωσης.
Όμως, αλίμονο, αυτή η αγάπη του ενός ανθρώπου δεν αρκεί για να δώσει ζωή στο νεκρό στρατιώτη. 
Ούτε ο μικρός οικογενειακός κύκλος (δύο) που ζητάει από τον στρατιώτη  να δείξει θάρρος, εννοείται στις αντιξοότητες της ζωής και να μην εγκαταλείψει τον αγώνα, αρκεί
για να νιώσει ένας άνθρωπος πραγματικά ζωντανός. 
"Μη μας εγκαταλείπεις! Θάρρος! Γύρισε στη ζωή!"
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό.

Ο άνθρωπος - στρατιώτης δεν μπορεί να νικήσει τον θάνατο ούτε μέσα από τις διάφορες εθνικές, ιδεολογικές, πατριωτικές συνομαδώσεις οι οποίες με την δυναμική τους αναφέρονται στο παρελθόν και στο μέλλον δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της κυριαρχίας και της νίκης με όχημα κάποια εξιδανίκευση (τόση αγάπη).
Τότε τον πλησίασαν είκοσι, εκατό, χίλιοι, πεντακόσιες χιλιάδες
όλοι μαζί να φωνάζουν : "Τόση αγάπη, και να μην έχεις εξουσία πάνω στον θάνατο!"
Αλλά, φευ, το πτώμα παρέμεινε νεκρό. 

Στο τέλος του ποιήματος, καταφθάνουν όλοι οι άνθρωποι της γης και του ζητούν να μείνει. 
  "Αδελφέ, σε παρακαλούμε, μείνε!"
Πού να μείνει; 
Να μείνει μαζί τους... Να είναι μαζί με τα εκατομμύρια, τα μιλιούνια των ανθρώπων που έζησαν πριν και με αυτούς που θα ζήσουν μετά από αυτόν. 
Να πάψει να είναι μόνος του, κλειστός στην κλεισούρα του θανάτου.
Γιατί, είναι κλεισούρα θανάτου το να αγαπάς έναν, το να αγαπάς δύο, το να αγαπάς πεντακόσιες χιλιάδες.... έναν άνθρωπο, τα δύο παιδιά σου, την ομάδα σου, την πατρίδα σου... 
Η Ανάσταση σε ένα άλλο επίπεδο συνείδησης και πνευματικότητας, απαιτεί ένα ολοκληρωτικό άνοιγμα του εαυτού, όσο ολοκληρωτικός είναι και ο θάνατος (θανάτω θάνατο πατήσας) απαιτεί ανοιχτά  μάτια... όραση όχι εξωτερική, επιφανειακή αλλά εσωτερική  που να φτάνει στο βάθος του χρόνου και της ψυχής.
Ένα τέτοιο άνοιγμα του εαυτού φέρνει τα καθαρά δάκρυα της ευγνωμοσύνης, της συγκατάβασης και της κατανόησης...
Κατανόησης του πόσο δύσκολο είναι να είσαι πραγματικά ζωντανός άνθρωπος, να αγαπάς πραγματικά, κατανόησης του νοήματος της ενθαδικής ζωής που μας δόθηκε και βίωσης της Ανάστασης που μας  δείχθηκε.
Τότε μπορούμε να σηκωθούμε από τη γη, όρθιοι και να περπατήσουμε. Τότε θα μπορούμε να αγαπάμε και να φιλάμε τους άλλους.
Τότε θα ξέρουμε γιατί είμαστε εδώ. Σε ποιόν πόλεμο πολεμάμε... Ποιός είναι ο σκοπός του θανάτου; 
Ποιά είναι η όντως Ζωή για τον άνθρωπο, όχι ως βιολογικό ή ψυχολογικό ον, όπως προσπαθούν να τον ερμηνεύσουν και να τον εξαντλήσουν, αλλά ως θεάνθρωπος.  


Ο Σεζάρ Βαγιέχο, δεν ήταν ένας δηλωμένος χριστιανός ποιητής, όμως αυτό δεν εμπόδισε αυτόν τον παρία της ζωής, να γράψει ποιήματα για την αλήθεια της και μάλιστα αυτήν της αναστημένης Ζωής... γιατί η Αλήθεια σύνορα δεν γνωρίζει.



Σχόλια

  1. Στον ανώνυμο φίλο που μου έστειλε το σχόλιο για το "απ'ανέκαθεν" με την παράκληση να μείνει μεταξύ μας:

    Mάνα μ’, σγουρός βασιλικός,
    πλατύφυλλος και δροσερός.
    Mάνα μου, ποιος τον πότιζε,
    και ποιος τον κορφολόιζε;
    Πέταξε κλώνους και κλωνιά
    και σκέπασε τη γειτονιά,
    και σκέπασε και μένανε,
    που μ’ έχει η μάνα μ’ ένανε.

    Πάντα ήθελα να πω αυτό το δημοτικό για να περιγράψω την ελληνική γλώσσα.
    Δεν βρίσκω κάτι άλλο που να την περιγράφει καλύτερα.

    Σε σένα Τρυφερέ της ελληνικής γλώσσας και της την δικής μου σμικρότητας, βασιλικέ φίλε.
    Σ' ευχαριστώ.

    Ελένη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός