Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_έφυγε ο Φράνκο Κορλιανό

 


Πέθανε ο Φράνκο Κορλιανό
Παρ' ότι δήλωνε βέρος Ιταλός, έγινε γνωστός από το θρυλικό γκρεκάτικο τραγούδι "Άντρα μου πάει". Ο Φράνκο Κορλιανό, ποιητής, ζωγράφος και μουσικός, από τις πιο χαρακτηριστικές ελληνόφωνες φωνές της Κάτω Ιταλίας, πέθανε σε ηλικία 67 χρονών.
Γεννήθηκε στην Καλημέρα το 1948. Στον σιδηροδρομικό σταθμό του Λέτσε όπου εργαζόταν έβλεπε καθημερινά τους μετανάστες του τόπου του να αναχωρούν για τις χώρες της βόρειας Ευρώπης "με τις χάρτινες αποσκευές τους φορτωμένες με πόνο και ελπίδα". Ήταν 24 χρονών όταν έγραψε το "Άντρα μου πάει" και ο ίδιος έχει περιγράψει τη σκηνή που τον ενέπνευσε σε συνέντευξή του στον "Φιλελεύθερο" της Κύπρου. "Μια μέρα έζησα μια πραγματικά σπαρακτική σκηνή: ένας ηλικιωμένος μετανάστης ανέβηκε στο τρένο, κοίταξε έξω από το παράθυρο και η ηλικιωμένη γυναίκα του, του παίρνει τα χέρια και του λέει με τρεμάμενη φωνή «Άνοιξε τα μάτια» (πρόσεξε)... 'Εάν τα ανοίξω, δεν φεύγω πια' είπε με δακρυσμένα μάτια, ενώ το τρένο άρχιζε την πορεία του. Από αυτό το επεισόδιο γεννήθηκε το τραγούδι μου".
Ερμηνευμένο για πρώτη φορά από τη Φραντσέσκα Λίτσι για το ντοκιμαντέρ Πολεμόντα του Δημήτρη Μαυρίκιου, το 1975, το τραγούδι έσπασε το φράγμα του σιδηροδρομικού σταθμού του Λέτσε και τραγουδήθηκε από τη Μαρία Φαραντούρη, τη Δήμητρα Γαλάνη, τη Χαρούλα Αλεξίου, τη Λένια Καλλή κ.ά.
Ο ίδιος, παράλληλα, αν και δήλωνε 100% Ιταλός, άλλο τόσο δήλωνε υπερήφανος για την γκρίκα ταυτότητά του. Είχε μάλιστα δημιουργήσει ένα "Γκρίκο - ιταλικό" λεξικό.
Τη θλίψη της για τον θάνατο του Φράνκο Κορλιανό εξέφρασε η Μαρία Φαραντούρη, που τον γνώρισε από τον Δημήτρη Μαυρίκιο και συμπεριέλαβε το "Άντρα μου πάει" στα Τραγούδια διαμαρτυρίας από όλο τον κόσμο το 1979 και έκτοτε το τραγουδάει πάντα στις συναυλίες της. "Σπουδαίο πολιτικό τραγούδι. Ένα αριστούργημα" το χαρακτηρίζει, ενώ για τον δημιουργό του ανέφερε ότι ήταν "Ένας ευαίσθητος, γλυκύτατος άνθρωπος. Και πόσο Έλληνας!".
Παράλληλα, οι "Encardia" θα δώσουν συναυλία στη μνήμη του τον επόμενο μήνα, στο χωριό Καλημέρα, όπου θα ψάλλουν επιμνημόσυνη δέηση στα ελληνικά.
Πηγή: εφ. Αυγή, 29.06.15

Εμείς διαλέξαμε την εκτέλεση των Encardia, του μουσικού σχήματος που ζωντανεύει με υπέροχες εκτελέσεις την όμορφη μουσική της Κάτω Ιταλίας.

Στίχοι :
Τέλω να μπισκεφτώ να μη πενσέφσω
να κλάφσω τσαι να γελάσω τέλω
αρτεβράι.
Μα μάλι’ αράτζια έβο
ε’ να κανταλίσω στο φέγγο ε’ να
φωνάσω ο άντρα μου πάει.
άντρα μου πάει Άντρα μου πάει.
Τσ’ ε οι αντρώποι στε
μας πάνε στε ταράσσουνε ντ’ άρτει
καλοί ους τωρούμε του σ’ ένα χρόνου.
’Ετο ε ζωή μα ε του, ε ζωή
Κριστέ μου;Μα πα τσαι στη
Γκερμάνια κλαίοντα μα πόνο.
Κλαίοντα μα πόνο Κλαίοντα μα πόνο.
Τάτα γιατί εν να πάει, πέ μα γιατί;
Γιατί έτο έν’ ναι ζωή μαρά παιδία
ο τεκούντη πολεμά τσ’ ιδρώνει
Να λιπαριάσει ου σινιούρου μου τη φατία.
Μου τη φατία Μου τη φατία.
Στέκω τη μπάντα τσαι στέκω εντώ σόνο.
Στέω πουμμα σαν τσαι στε,
πένσεω στο τρένο.
Πένσεω στο σκοτεινό και στη μινιέρα
που πολεμώντα ετσεί πεθαίνει ο γένο.
Πεθαίνει ο γένο Πεθαίνει ο γένο.
Κλάμα, έργο του Φράνκο Κορλιανό



Μετάφραση
Θέλω να μεθύσω για να μη σκέφτομαι
να κλάψω και να γελάσω θέλω τούτο το βράδυ
με πολλή οργή να τραγουδήσω
στο φεγγάρι να φωνάξω: ο άντρας μου πάει
ο άντρας μου πάει, ο άντρας μου πάει
Οι άντρες μας πάνε, φεύγουν
αν πάνε όλα καλά, θα ιδωθούμε σ” ένα χρόνο
Αυτή είναι η ζωή μας, Χριστέ μου
πάνε στη Γερμανία με κλάμα και πόνο
με κλάμα και πόνο, με κλάμα και πόνο
Μπαμπά γιατί πρέπει να πας; Πες μου γιατί;
Γιατί έτσι είναι η ζωή, καημένα παιδάκια
ο φτωχός δουλεύει και ιδρώνει
για να παχύνει τα αφεντικά με τη δουλειά του
με τη δουλειά του, με τη δουλειά του
Ακούω την μπάντα, ακούω τη μουσική
είμαι εδώ μαζί σας μα σκέφτομαι και το τρένο
σκέφτομαι το σκοτεινό ορυχείο
όπου δουλεύοντας εκεί πεθαίνει ο κόσμος
πεθαίνει ο κόσμος, πεθαίνει ο κόσμος




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός