φωτο: Κώστας Μπαλάφας |
Ο δρόμος για το απέναντι χωριό περνάει μέσα από μια ρεματιά... Ρεματιά κανονική κι αμπάζωτη. Με θεόρατα πλατάνια και κισσούς που τυλίγουν τους κορμούς τους έως πάνω, με κυπαρίσσια και παντού, όπου και αν στρέψεις το βλέμμα σου, ένα πνιγηρό και αγέρωχο πράσινο.... με ένα ποτάμι στο πάτο της, θροϊσματα φύλλων και φλυαρίες του νερού, σκιές και μια πέτρινη γέφυρα.... παράμερο μέρος....
Παλιά δεν υπήρχε αμαξωτός δρόμος να συνδέει τα δυό χωριά κι όλοι περνούσαν από εκεί.
Από εκεί περνάω κι εγώ όταν θέλω να πάω απέναντι.
Έτσι και προχτές... Είχε βρέξει από νωρίς το απόγευμα και λίγο πριν αρχίσει να βραδιάζει πήρα πάλι τον δρόμο... μιά ώρα πήγαινε - έλα.
Σταματάω πάντα στο εκκλησάκι. Μόλις περάσεις την γέφυρα στα δεξιά του δρόμου στέκεται ένα εκκλησάκι, από αυτά τα διαβατικά... παλιό, φορτωμένο με στρώσεις ασβέστη, μ' ένα φτηνό καντήλι, ένα μπρούντζινο θυμιατό και μια εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, χάρτινη, ξεθωριασμένη μέσα σ' ένα τζάμι, κι όλα ακουμπισμένα πάνω σε ένα φτηνό μουσαμά, σαν αυτούς που βάζανε κάποτε οι γυναίκες στο πάτο των ντουλαπιών κι έπιαναν τριγύρω με πινέζες....
Το χειμώνα να στάζουν υγρασία όλα, μικρά σκουλήκια της γης κουλουριασμένα κάτω από το μουσαμά, το καντήλι πλημμυρισμένο νερά και το καλοκαίρι να'ναι όλα κατάξερα....
Περνάω πάντα από εκεί, όταν είναι να πάω απέναντι.
Εκεί, πριν χρόνια τον βρήκανε, τρεις μέρες πεθαμένο....
Εκείνον τον φωνάζανε στις βαριές δουλειές, γιατί ήταν χειροδύναμος, ψηλός, γρήγορος στο γκασμά κι αργός στο νου.... όταν ήταν να ξεχερσώσουν την χαλέπα, να μπει να σκάψει το πηγάδι, να κουβαλήσει πέτρες ασήκωτες... σακιά ελιές από τα κακοχώραφα.
Μετά δεν γύρευε και πολλά. Ό,τι του δίνανε...
Τίποτα δεν γύρευε... Κρασί μονάχα.
Τον ποτίζανε λοιπόν, μετά τη δουλειά πιο πολύ για να κάνουν χάζι.... Έπινε το κουρασμένο του κορμί και βυθιζότανε, έπινε το αργό μυαλό του... και τον χάζευαν.
Τίποτα δεν γύρευε... Να του χαϊδέψουν το κεφάλι μόνο.
Πήγαινε στο καφενείο, στον καφετζή, στο παπά, στους γέρους και στις γριές του χωριού και έχωνε το κεφάλι του στα χέρια τους.... καλός Κωστής, μάνα, καλός... καλός...μάνα...
Να του χαϊδέψουν, γύρευε, εκείνο το κεφάλι με τ' άγρια μαλλιά, τα σιχαμερά, τ' ανήπλυτα, τα τζιβιασμένα....
Εκείνοι του λέγανε χοντρά αστεία και γελούσαν... κι εκείνος χαιρότανε που γελούσανε και γέλαγε μαζί τους....ο Κωστής ο κεφάλας.
Τι ήξερε αυτός από γυναίκες; Τι ήξερε από χάδια; Τι ήξερε από χαρά ο Κωστής ο κεφάλας;
Είχε χρόνια που ήταν μόνος του, απ' όταν πέθανε η μάνα του. Ήταν πολλά παιδιά και φτώχεια... δυό πήγανε στην Αμερική, οι υπόλοιποι στην Αθήνα.... του είπανε και πήγε κι αυτός ένα φεγγάρι, να δουλέψει εκεί αλλά δεν έκανε και γρήγορα τα παράτησε και γύρισε πίσω.
Νοέμβρης ήτανε... και τον είχανε φωνάξει στο απέναντι χωριό, στο ελαιοτριβείο... σα το μουλάρι δούλεψε όλη μέρα.... Του δώσανε την πληρωμή του.. μια οκά κρασί, το έπινε κι ερχόταν πίσω, στο παλιόσπιτο που έμενε... έβρεχε... τον πήρανε τα πόδια του και λύγισαν, σκοτείνιασε.... έκατσε κάτω από το δέντρο... να πάψει η βροχή... τον πήρανε τα κλάματα... τον πήρε το μεθύσι... τον πήρε η κούραση... τον πήρε η ορφάνια του και η μοναξιά του; Ποιός ξέρει;
Μέρες έβρεχε...
λασπουριά, τα χωράφια αδιάβατα, περίμεναν οι άνθρωποι να πάψει ο Θεός να
βρέχει να βγουν να πάνε στις δουλειές τους.
Όταν τον βρήκανε πεσμένο ...το κεφάλι του ακουμπούσε στην άκρη του ποταμιού και το νερό έτρεχε στα μαλλιά του... μια λάμψη γάργαρη τον χάιδευε... τον χάιδευε με ατελείωτα χάδια, με χέρια ακούραστα... και του ψιθύριζε στ' αυτί γλυκά γλυκά.... και του έλεγε πόσο καλός και πόσο αγαπημένος ήτανε....και τα μαλλιά του κρύσταλλο ολοκάθαρο.
Είπανε πως ήταν μεθυσμένος και πως πνίγηκε. Τον πήρανε οι χωριανοί και τον θάψανε στο κοιμητήριο του χωριού, σ'
έναν απ' αυτούς τους τάφους που είναι πιο χορταρισμένοι κι από την πιο
σκληρή ορφάνια, πιο μόνοι κι από τον θάνατο ακόμα.
Χρόνια μετά, κάποιος ήρθε, από την Αθήνα; από την Αμερική ; δεν ξέρω...και έστησε στο παράμερο εκείνο μέρος, εκεί που δόθηκε στον Κωστή τον κεφάλα το πιο συμπονετικό, το πιο λυτρωτικό χάδι....αυτό το εκκλησάκι.
Μας δώσατε εικόνες ζωντανές! Μας μεταφέρατε από 'κει και στα δικά μας yesteryears! Πολλές φορές διαβάζω κείμενα σας και απολαμβάνω το πέρασμα ξανά στο τότε. Είχαμε και εμείς εναν γεροδεμένο Κώστα κατω στα χωριά μας και εναν Χρυσάνθη που τον βρήκαν πεσμένον μέσα στο παλιοπήγαδο. Ηταν πολλή όμορφη η διαδρομή μεσ'απ'το φαράγγι! ! !
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είστε καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο μήνυμά σας, για μένα είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση.
ραγίζει και πέτρα ο λόγος σας αγαπητή όταν θέλετε να την ραγίσετε
ΑπάντησηΔιαγραφήΠώς αλλιώς θα αποδεικνύουμε, όταν μας το ζητάνε, ότι ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΡΟΜΠΟΤ ! !
Διαγραφή