(Γιάννης Σκαρίμπας 1893 – 1984) |
Ήταν σαν να σε πρόσμενα κυρά,
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι έλεγα: Θα `ρθει απόψε απ’ τα νερά, κι από τα δάσα!
Θα `ρθει αφού φλετράει μου η ψυχή
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι,
και θα μυρίζει φώτα ήλιο και βροχή το νιο φεγγάρι!...
Και να, το κάθισμά σου συγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
και να μαζί σου κιόλας αρχινώ, χρυσή, κουβέντα.
Πως να... θα μείνει ο κόσμος με το "μπα"
που μ’ έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει καπνός
και τάχας σύγνεφα θαμπά, προς τη σελήνη...
Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ...
Κίνησα να σε βρω στο δρόμο ωϊμένα!
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα), χρυσή, κι εσύ με μένα!...
Τόσο πολύ μ’ αγάπησες, κυρά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
πάταγα γω στραβός μες στα νερά; κι εσύ κοντά μου!...
Ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν τσαγκάρης στο Αιγάλεω. Το τσαγκάρικό του ήταν ένα με το δρόμο το χωμάτινο κι έμπαινες κατ' ευθείαν μέσα.
Ήταν σκοτεινό κι απροσδιόριστο. Δεν μπορούσες να αντιληφθείς τις διαστάσεις του, δεν έβλεπες τοίχους.
Το βλέμμα σου έμενε εκεί μπροστά, αφήνοντας τα υπόλοιπα βουλιαγμένα. Όλα θαρρείς πως ήταν ανάκατα και στριμωγμένα μπροστά - μπροστά στην είσοδο.
Ο πάγκος του ένα λερό, χοντρό ξύλο χαμηλό, χαρακωμένο βαθιά, γεμάτο με άγνωστα εργαλεία, κόλλες, σπάγκους, σουβλιά, καρφιά, βελόνια. Προεξείχαν καλαπόδια ξύλινα λες και κάποιοι ξύλινοι άνθρωποι είχαν θαφτεί ανάποδα.
Μια λάμπα γυμνή κρεμόταν χαμηλά. Κάτω και γύρω πετσιά, λουριά, δερμάτα και παντού παπούτσια που ήταν μονά. Δεν έβλεπες πουθενά ζευγάρι: Μια γαλότσα, ένα νυφιάτικο άσπρο, ένα παιδικό μποτίνι, ένα εργατικό, μια μπότα, ένα στρατιωτικό, άπειρα μονά παπούτσια... Ίσως οι ιδιοκτήτες τους να είχαν πεθάνει από χρόνια, έτσι κι αυτά σκορπίσαν...
Υπήρχε μια ιδιαίτερη χαρακτηριστική μυρωδιά, που σε ρούφαγε μόλις έμπαινες. Όχι ενοχλητική, αλλά να, όπως μυρίζει το χρησιμοποιημένο πράγμα, το φθαρμένο, το πατημένο χώμα. Απροσδιόριστη.
Ήταν σκοτεινό κι απροσδιόριστο. Δεν μπορούσες να αντιληφθείς τις διαστάσεις του, δεν έβλεπες τοίχους.
Το βλέμμα σου έμενε εκεί μπροστά, αφήνοντας τα υπόλοιπα βουλιαγμένα. Όλα θαρρείς πως ήταν ανάκατα και στριμωγμένα μπροστά - μπροστά στην είσοδο.
Ο πάγκος του ένα λερό, χοντρό ξύλο χαμηλό, χαρακωμένο βαθιά, γεμάτο με άγνωστα εργαλεία, κόλλες, σπάγκους, σουβλιά, καρφιά, βελόνια. Προεξείχαν καλαπόδια ξύλινα λες και κάποιοι ξύλινοι άνθρωποι είχαν θαφτεί ανάποδα.
Μια λάμπα γυμνή κρεμόταν χαμηλά. Κάτω και γύρω πετσιά, λουριά, δερμάτα και παντού παπούτσια που ήταν μονά. Δεν έβλεπες πουθενά ζευγάρι: Μια γαλότσα, ένα νυφιάτικο άσπρο, ένα παιδικό μποτίνι, ένα εργατικό, μια μπότα, ένα στρατιωτικό, άπειρα μονά παπούτσια... Ίσως οι ιδιοκτήτες τους να είχαν πεθάνει από χρόνια, έτσι κι αυτά σκορπίσαν...
Υπήρχε μια ιδιαίτερη χαρακτηριστική μυρωδιά, που σε ρούφαγε μόλις έμπαινες. Όχι ενοχλητική, αλλά να, όπως μυρίζει το χρησιμοποιημένο πράγμα, το φθαρμένο, το πατημένο χώμα. Απροσδιόριστη.
Ο μπαρμπα-Γιάννης καθόταν σε ένα χαμηλό σκαμνί και ήταν το ίδιο χαρακωμένος βαθιά, όπως ο πάγκος του και στεγνωμένος. Φορούσε χοντρά μαύρα γυαλιά που φέρνανε τα μάτια του πιο μπροστά κι αφήνανε το υπόλοιπο πρόσωπο και τα μάγουλά του να βουλιάζουν.
Δεν είχε πολλές κουβέντες. Μίλαγε κοφτά, κάποιες λέξεις, λες και τις είχε τσαγκαρέψει στον πάγκο του, δεν τις καταλάβαινες.
Είχε πάντα την πόρτα ανοιχτή. Καμιά φορά, όταν εμφανιζόταν κανείς πελάτης στο άνοιγμα, σκοτείνιαζε το δωμάτιο και τότε ο μπαρμπα - Γιάννης σήκωνε το βλέμμα του και για μια στιγμή ένιωθες το σώμα του έτοιμο να τιναχθεί όρθιο. Μα πολύ γρήγορα ξανάσκυβε στα σουβλιά και στα βελόνια του.
Το χειμώνα έμπαινε ο κρύος αέρας, μα πιο πολύ έμπαινε η βροχή, οι λακούβες γεμίζαν λάσπη, πλάτσ! πλατσ! τα βήματα των περαστικών.
Με τούτα τα λασπωμένα βήματα, με τον ήχο τους, αφουγκραζόταν, κι ήταν σα να πλατάγιαζε η ψυχή του μέσα στις λερές λακούβες και τα μάτια του να σπαρτάραγαν πίσω από τα γυαλιά του σαν τα ψάρια, σα μετρούσε....διπλά βήματα ή δεν ξέρω τί μετρούσε.
Δεν ξέρω πού έμενε. Δεν τον είδα ποτέ να φεύγει ή να έρχεται. Ίσως να έμενε εκεί. Πίσω, στο απροσδιόριστο βάθος του τσαγκάρικου, ίσως να βρισκόταν η κάμαρή του. Το κάθισμά της. Ίσως εκεί να ήταν φωτεινά, συγυρισμένα και να μύριζε αγριομέντα.
Καταπληκτικός ο Σκαρίμπας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι μοναδικός ο Ασιμος, ως ερμηνευτής του. Απιαστος. Τον θυμάμαι τον Άσιμο, απέξω από το Πολυτεχνείο της Αθήνας, να πουλάει τις τότε παράνομες κασέτες του.
Είχα αγοράσει και μία. Από περιέργεια, από λύπη...δε θυμάμαι..
Αυθεντικός.
Μετέπειτα άλλοι έφαγαν ψωμάκι από τα τραγούδια του...αυτόν τον έφαγε το μαύρο χώμα. Παραείχε, βλέπεις, ευαισθησίες για την εποχή του...
O Σκαρίμπας είναι, νομίζω η πιο αυθεντική ποιητική φωνή που έχουμε. Χαμηλόφωνη, εσωτερική, ντροπαλή, ανεμισμένη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Άσιμος και μερικοί ακόμα από τη γενιά του ήταν ένθεοι χωρίς θεό, ασκητές δίχως σκήτη. Άνθρωποι ευαίσθητοι και ποιητικοί που διαλύθηκαν μέσα σε ένα τρόχαλο κόσμο. Σ' αυτούς κανείς δεν ανάβει ένα κερί. Έζησαν σαν χαμένοι και έτσι έφυγαν... χαμένα κορμιά, χαμένες υπάρξεις. Κι ομως ήταν αυτοί που αγωνίστηκαν περισσότερο για να βρουν την Ύπαρξη.