Τι θες και τα κρατάς; Δεν έχεις δει; δεν ξέρεις;
Είναι κάτι απλό, κάτι συνηθισμένο, κάτι που κάθε μέρα γίνεται στα εξωτερικά ιατρεία,
εκεί που πας για να σου βγάλουν τον επίδεσμο από το τραύμα στο χέρι σου που απρόσεκτα έκοψες βαθιά, απ’τον καρπό ως μέσα στην παλάμη
-πώς κόπηκες τόσο βαθιά; -
που ράφτηκε ενώ αιμορραγούσε ακόμα, και δεν μπορείς να πιάσεις τίποτα γιατί σε τραβάνε τα ράμματα πίσω στην τομή....
Και ο γιατρός, σε βλέπει, σε θυμάται, –είναι δουλειά ρουτίνας, που γίνεται καρτερικά, ευσυνείδητα και αποστειρωμένα - με μια τσιμπίδα, μ' ένα ψαλιδάκι, επιδέξια αρχινά να κόβει ένα έναν τον επίδεσμο:
τον πάνω πρώτα τον πιο βρώμικο απ’ όλους, και προχωράει στον επόμενο, τον καθαρό που είναι σαν καινούργιος και φτάνει ως τον κατάσαρκα, αυτόν που πάνω στην πληγή ακουμπάει, σα να γνωρίζονται, σα να φιλιούνται, σα να ρουφάει απ'το στόμα της το καφετί της αίμα, τον ματωμένο, τον τελευταίο, αυτόν που βγαίνει με μιά κραυγή ή μ’ ένα σφίξιμο στα δόντια.
Kαι ξεπροβάλλει η σάρκα ρόδινη, ζαρωμένη και θες να την χαϊδέψεις, να νιώσεις το ντροπαλό της δέρμα, όμως τα μάτια σου εκεί μπλεγμένα στους επίδεσμους που θρέψαν την πληγή σου,
σ’ένα δισκάκι δίπλα του : ο βρώμικος, ο καθαρός, ο καταματωμένος.
Μέχρι που λέει ο γιατρός, προτού το καταλάβεις:
-Αυτό ήταν, τελειώσαμε. Δεν πόνεσες, ε;
και με μια κίνηση πετάει τους επιδέσμους σε μια σακούλα, εκεί που μπαίνουν όλα τ' απομεινάρια των κλωστών, των βαμβακιών και ό,τι υπόλειμμα.
-Καθόλου.
Και σαν να μην φτάνει αυτό, κινείς το χέρι σου, χαμογελάς
«Καθ’όλου».
Τι θες και τα κρατάς;
Να τα σκίσεις, να τα κάψεις
να τα πετάξεις,
τα λόγια μου,
τα λόγια μου,
τα λόγια μου από τα τραύματά μου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου