Αυτή πέθανε γύρω στα 105.
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της βόσκοντας τις αίγες και τα πρόβατα στη χαλέπα. Λίγες φορές ερχόταν στο χωριό.
Έρχεται πιο συχνά τώρα, 30 χρόνια μετά.
Έρχεται τα απογεύματα του Αυγούστου, τον μήνα που ωριμάζουν τα σύκα, τα σταφύλια, τα πεπόνια, τα καρπούζια.
Έρχεται στα λόγια, στις αναμνήσεις, όσων επιστρέφουν τον Άγιο μήνα στη γη τους.
Στα παιδιάτικά τους, στα καφενεία, στα κλειστά σπίτια τους.
Έρχεται αυτή, που έζησε μόνη της, λέει, μέσα σ' ένα λίθινο αυτοσχέδιο στρόγγυλο σπιτάκι, που έμπαινες σκυφτός και έμενες σκυφτός.
Ναι, κάποτε, μεγαλοκοπέλα την πάντρεψαν. Έζησε για κάμποσους μήνες στο χωριό, μετά, λέει, ξαναγύρισε στα πρόβατα. Ποιός ξέρει;
Έρχεται γριά ξερακιανή, μαυροντυμένη, μυρίζει προβατίλα και καμμένο ξύλο.
Ντουμάνι εκεί μέσα. Έξω να βρέχει Οκτώβρης, Γενάρης, Φλεβάρης, κλαδιά στη φωτιά να καπνίζουν, δύο μικρές τρύπες στις πέτρες για παράθυρα.
Απόκοσμη. Λέει ιστορίες για νεράϊδες και αγίους.
Κρατάει τους χοχλιούς που έψησε στη πλάκα, να φιλέψει τα παιδιά που βρέθηκαν χειμώνα καιρό στη χαλέπα κι ένα μικρό τυράκι, μέχρι να περάσει η μπόρα.
Έρχεται να σκύψει το κεφάλι της στα σχολιαρόπαιδα, που για να κάνουν χάζι μαζί της, τα μεσημέρια του καλοκαιριού, τ' ακαμάτικα, πήγαιναν και την έβρισκαν, να την ξομολογήσουν, λέει, που τους το παράγγειλε ο παπάς....
Και κρατούν την εικόνα της Αγίας Μαρίνας, το Βιβλίο και κάνουν πως ψέλνουν το Κύριε ελέησον και το Πάτερ Ημών, κι εκείνη έσκυβε, λέει, να εξομολογηθεί με δάκρυα στα μάτια της για τις αμαρτίες της.
Κι έλεγε αμαρτίες..... έλεγε πράγματα που είχε δει... που είχε ακούσει τα βράδια, που ερχόντουσαν οι δαίμονες στο μυαλό της και την περίπαιζαν, που ούτε να κοιμηθεί δεν την άφηναν.... έλεγε για τα προβατάκια της και τις αμάχες που είχε μαζί τους....έλεγε και κλονιζόταν, έλεγε και άδειαζε η ψυχή το ντουμάνι της....
Έλεγε, έκανε το σταυρό της και ζητούσε συγχώρεση, αυτή η αμαρτωλή, από τα σχολιαρόπαιδα και την Αγία Μαρίνα.
Κι αυτά να σκάσουν στα γέλια. Να τους δώσει καρύδια για το δρόμο και να ξανάρθετε παιδιά μου, ο Θεός να σας βλέπει. Χίλια καλά για το καλό που κάνατε....
Να τα θυμούνται τώρα όλα αυτά και να κουνούν το κεφάλι τους.... Πού χάθηκαν αυτοί οι άνθρωποι;
Αυτή όμως έρχεται τα απογεύματα του Αυγούστου, ανεβασμένη στην κληματαριά, παίζει με το φως στα φύλλα της, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, αθώα κατά πάντα, περιμένει να ωριμάσουν τα σταφύλια, να κόψει δυο ρώγες να γλυκάνει το στόμα της.....
Ακούει και τις εξομολογήσεις τους....
Έρχεται η σαλεμένη, να σεμνύονται.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου