Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_δρόμοι παλιοί, μια πιθανή ιστορία και μια αξιοσημείωτη υποσημείωση



Ποίηση : Μανώλης Αναγνωστάκης
Μουσική : Μίκης Θεοδωράκης
Τραγούδι : Μαρία Δημητριάδη


Δρόμοι παλιοί
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε, με γνώριζε


 Η πιθανή ιστορία: Μ' αρέσει αυτό το ποίημα του Αναγνωστάκη...αν πεις και για το τραγούδι μ' αρέσει περισσότερο... κι αυτό το αγαπημένο ήρθε και μπερδεύτηκε στα πόδια μου, χθές,  εκεί στην ερημιά, στου Γάλλου που περπάταγα...
Μ' αρέσουν τα Σάββατα εκεί, άδεια τα αμφιθέατρα και οι αλέες και ό,τι μαθήματα ήταν να γίνουν, έγιναν....τελειωμένα και κλειστά όλα.
Φύσαγε πολύ, όπως ακριβώς το είχανε προβλέψει τα μετέωρα.
Στα πόδια μου ο αέρας κουβάλαγε φύλλα απ' τα δέντρα και διάφορα μικρά σκουπίδια, κυπελλάκια καφέ, τσαλακωμένα διαφημιστικά  κι αποκόμματα εισιτηρίων.
Εκεί, μέσα στο πανδαιμόνιο της σιωπής και του βουητού, καθώς περπάταγα, βρήκε ευκαιρία και μπλέχτηκε στα πόδια μου αυτό το τραγούδι, όπως  συνηθίζουν να τρυπώνουν οι δαίμονες σαν αποκάμει ο μοναχός, στο κελί του....

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα
και μίσησα ατέλειωτα...
...μου ψιθύρισε. 
Φύγε βρε, φύγε! το φοβέρισα....
Τίποτα εκείνο...
Όσο το έδιωχνα χειρονομώντας και επιταχύνοντας το βήμα μου τόσο αυτό μάνιζε...κι από τα πόδια μου μ' ένα σάλτο, γαντζώθηκε στο παλιομπουφάν μου και βρέθηκε σκαρφαλωμένο στη πλάτη μου.
Κι έπιασε τώρα, λόγω και του ύψους, να τραγουδάει με στεντόρεια φωνή:

κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες
κι η πόλη νεκρή...

Σα να μην έφταναν αυτά,  άρχισε και να βρέχει, όπως το είχανε πει, ψιλόβροχο...
Τώρα μάλιστα, είμαι το πιο γελοίο θέαμα, σκέφτηκα...
Εγώ, μια  γυναίκα γριά, με βρεγμένα άσπρα μαλλιά και χωρίς δόντια, ένας άνθρωπος που ζει μαζεύοντας από σταθμούς και γειτονιές, όπου τα βρει,  ό, τι πετάνε οι άλλοι στα σκουπίδια...
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες....

 Εγώ, που εισακούστηκε ο ρόγχος μου, που οι άλλοι τον λένε προσευχή, κι αντάμωσα κάποτε το φάσμα  χαμένο του πόθου μου....

Ένιωθα περίεργα και παραδόθηκα στον δαίμονά μου, σα να ήμουν ολόκληρη ένα  κατοικητήριο φασμάτων, ένα αξιοπερίεργο νούμερο τσίρκου στην μεγάλη και θαυμαστή Αυλή των γραμμάτων κι ήθελα να κρυφτώ απ όλους και να πηγαίνω στα σχολεία μόνο τα Σάββατα, όταν είναι άδεια από μαθητές κι από καθηγητές κι από δασκάλους και να βρίσκω άσυλο ...και να βρίσκω σε κάθε γωνιά την ασήμαντη παρουσία μου.

Γιατί ντρέπομαι έτσι απίθανη που έγινα....
Χωρίς να γνωρίζω κανέναν κι ούτε κανένας, κι ούτε κανένας με γνώρισε.


Η αξιοσημείωτη υποσημείωση : Απο τις πολλές εκτελέσεις του τραγουδιού, επέλεξα αυτήν (συναυλία Παλλάς, 1989) με την σπουδαία Μαρία Δημητριάδη.  Μου φαίνεται ότι το σκηνικό της συναυλίας, οι φυσιογνωμίες των καλλιτεχνών και κυρίως η ερμηνεία της Δημητριάδη, η στάση της  και το παρουσιαστικό της, φέρνουν την αύρα μιας άλλης εποχής κι ένα εξόριστο από το πάλκο ήθος....
Χαμηλόφωνες παρουσίες, δίχως προβολείς, γιγαντοθόνες, οπτικά εφέ... σαν να κρατιούνται ένα βήμα πιό πίσω κι έτσι, στο μέτρο που δημιουργείται ανάμεσα στους ανθρώπους, στο θέαμα και στην συγκίνηση μπορεί και εμφαίνεται ο λόγος των ποιητών...χωρίς να ευτελίζεται και να γίνεται όχημα.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός