Στίχοι : Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Τραγούδι : Τάσης Χριστογιαννόπουλος
Σε κάποιο μαγαζί
Κάπου σε κάποιο μαγαζί
ένα τραγούδι παίζει
παλιό τραπεζομάντιλο
ένα τραγούδι παίζει
παλιό τραπεζομάντιλο
σε αδειανό τραπέζι.
Κοιτάζω το φουστάνι σου
Πού `χει κι αυτό γεράσει
εδώ μέσ’ τα προάστια
ποιος να μας λογαριάσει.
Κάποιος καημός που άναψε
κι ο κόσμος σκοτεινιάζει
σαν το τραγούδι το παλιό
που κλαίει κι αναστενάζει.
Σχόλιο: Στο τραγούδι αυτό με προσέλκυσε η εμφατική ερμηνεία του βαρύτονου Τάση Χριστογιαννόπουλου.
Βέβαια, η πρώτη εκτέλεση ήταν με τον Αντώνη Καλογιάννη, το 1979, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος Γράμματα στον Μακρυγιάννη και άλλα λαϊκά, σε μουσική του Ηλία Ανδριόπουλου. Στον δίσκο αυτό συμμετείχε επίσης η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, πολλά δε από τα τραγούδια του έγιναν ύμνοι μιας ολόκληρης γενιάς σοσιαλδημοκρατών της δεκαετίας του '80.
Εγώ όμως, όπως είπα στην αρχή, βοηθούμενη από την παρούσα ερμηνεία, σκέφτηκα ότι η ένταση της υπογράμμισης, τα bold σα να λέμε, δεν είναι τυχαία ή απολύτως μια ψυχική έξαρση του καλλιτέχνη. Και μου φάνηκε ότι θα άξιζε να ασχοληθεί κανείς με την ερώτηση που ποιητικά υποβάλλεται στο ρεφρέν : "εδώ μες τα προάστια ποιός να μας λογαριάσει"...
Γεννημένη και μεγαλωμένη σε ένα από τα προάστια του τραγουδιού, μπορώ να βεβαιώσω ότι η εικονοποιία και η ποιητική ατμόσφαιρα των στίχων αποδίδουν πιστά τους τόπους και το πνεύμα της εποχής εκείνης.
Τα προάστια εκείνα του τραγουδιού ήταν το αντιστρόφως ανάλογο των προαστίων που εννοούμε σήμερα όταν χρησιμοποιούμε την λέξη.
Μιλάμε για τις πολυάνθρωπες γειτονιές που εκτείνονταν δυτικά από το μεγάλο ποτάμι της Αττικής, τον Κηφισό, κι έφταναν έως το λιμάνι του Πειραιά. Μια ολόκληρη βιομηχανική περιοχή η οποία, για μερικές δεκαετίες, χωροταξικά υπηρέτησε το αστικό όνειρο της βιομηχανικής "ανάπτυξης" της χώρας: Ν. Ιωνία, Περιστέρι, Αιγάλεω, Κοκκινιά, Δραπετσώνα, Πέραμα....
Στις περιοχές αυτές ζούσε και κινείτο ένα ανάμικτο πλήθος ανθρώπων. Πλάι στους εγκατεστημένους παλιότερα μικρασιάτες πρόσφυγες ήρθε να προστεθεί ο ελληνικός πληθυσμός των φτωχών χωριατόπαιδων που μαζικά εγκατέλειπαν την ύπαιθρο χώρα.
Κοινό και για τους δυο, εξίσου βαθύ και βασανιστικό βίωμα : ο ξεριζωμός.
Άνθρωποι που γεννήθηκαν και ζούσαν μέχρι πρόσφατα, μέσα σε δομημένες μικρο-κοινωνίες οι οποίες διασφάλιζαν την ατομική τους διακριτότητα μέσα από το γένος, δηλαδή ένα πλήθος κοινωνικών - οικονομικών καθορισμών και ιστορικών - πατρικών βεβαιώσεων, και που πληροφορούσαν τους άλλους για το ποιός είναι ποιός, πώς ορίζεται και πόσο μετράει, βρέθηκαν σε μια ισοπεδωτική αφάνεια. Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε την αφάνεια αυτή με την αντίστοιχη των δούλων και των γυναικών, των πόλεων της κλασικής και ύστερης αρχαιότητας.
Το αθηναϊκό κέντρο, εκεί όπου ενδημούσε η πολιτική και οικονομική ολιγαρχία, εκεί που κυκλοφορούσαν οι ποιητές, οι μουσικοσυνθέτες, οι θεατράνθρωποι, τα νόμπελ, τα καλλιτεχνικά και ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, ήταν ένας άλλος απρόσιτος κόσμος διακριτών και ελεύθερων από λογής βιοτικούς και ηθικούς καταναγκασμούς ανθρώπων.
Ο ελληνικός κινηματογράφος της εποχής, ως ένα ευαίσθητο και ακριβές κοινωνιολογικό εργαλείο, καταφέρνει να συλλάβει και να εξεικονίσει αυτήν την ένταση.
Το τραγούδι, λοιπόν, σωστά καταφέρνει να αποτυπώσει το παράπονο και το ζεϊμπέκικο τον σπαραγμό.
Αυτό που μένει να απαντήσουμε είναι αν τελικά κάποιος τους λογάριασε, όλους αυτούς τους αφανείς.
Ασφαλώς και τους λογάριασε! Εδώ και 50 χρόνια συντελείται αυτός ο λογαριασμός και ολοκληρώνεται στις μέρες μας.
Γι αυτούς έγινε η "μεγάλη δημοκρατική στροφή" το '81....
Γι αυτούς χτίστηκαν στις δυτικές συνοικίες τα Mall, τα ΙΚΕΑ, τα Αllu fan park, τα Jumbo...
Γι αυτούς άνοιξε τις πύλες της η δημόσια διοίκηση, καθώς και το Χρηματιστήριο Αξιών της Αθήνας (αλήθεια, γιατί τώρα τα δελτια ειδήσεων δεν μας πληροφορούν για το πώς κυμάνθηκαν οι μετοχές στο Τόκιο και πώς τα πάει ο Nasdag στη Νέα Υόρκη;)...
Γι αυτούς στήθηκαν ΑΤΜ στα καφεκοπτεία και στην λαϊκή....
Γι αυτούς λειτουργεί η ιδιωτική τηλεόραση, με τα ρεπορτάζ, τα τηλεπαιχνίδια, τις πρωινές εκπομπές, τις καταγγελίες, την καθημερινότητα των καθημερινών ανθρώπων...
Γι αυτούς εργάζονται οι στυλίστες, οι άνθρωποι της show biz, οι τηλεκριτικοί, οι παπαράτσι...
Γι αυτούς ασφαλώς ματώνει κάθε κυβέρνηση και κάθε αντιπολίτευση...
Γι αυτούς, δίχως αμφιβολία, φτιάχτηκε το Facebook, το Twitter, το Instagram...
Γι αυτούς καταρτίστηκε η χάρτα των δικαιωμάτων των καταναλωτών και τα πακέτα των διακοπών...
Γι αυτούς, για την βόλτα της οικογένειας στο απρόσιτο "αθηναϊκό κέντρο" και για την διευκόλυνσή τους , τα μαγαζιά θα ανοίγουν και τις Κυριακές.
Γι αυτούς γίνονται οι διαφημίσεις, οι έρευνες, οι μετρήσεις, τα fitness....
Και γι αυτούς και για την ασφάλειά τους θα κυκλοφορήσει το ηλεκτρονικό χρήμα και το ηλεκτρονικό πορτοφόλι...
Για τους ξεριζωμένους, τους ξεριζωνόμενους και τους ξεριζωθέντες... στις ερήμους της νεωτερικότητας.
Κάπως, λοιπόν, όλοι αυτοί οι αφανείς, λογαριάστηκαν. Κάπως τοποθετήθηκαν μέσα στη νεο-ελληνική πραγματικότητα. Οι δικές τους γενεαλογίες είναι οι λίστες των πολλών και ποικίλων επιθυμιών τους, οι δικές τους ιστορικές διαδρομές αποτυπώνονται στα βιογραφικά τους σημειώματα, η θέση τους στον κόσμο βεβαιώνεται από τα likes στις σελφι που βγάζουν οι ίδιοι στους εαυτούς τους.
Κι αλίμονο αν δεν το έκαναν! Το ερώτημα του τραγουδιού, ποιός θα με λογαριάσει; για ποιόν είμαι κάτι; τι αξίζω; το ανθρωπολογικό ερώτημα: ποιος είμαι τελοσπάντων; αν διατυπωθει με έμφαση και με τον τρόπο του ζεϊμπέκικου είναι ικανό να σε τρελάνει...σε κοινωνικό δε επίπεδο μπορεί να γίνει παράγοντας μεγάλης αποσταθεροποίησης!!
Ο μικροαστικός πόνος του τραγουδιού σήμερα φαντάζει παρωχημένος.
Οι αφανείς αφού δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω στις ρίζες τους κι αφού δεν έχουν κάπου αλλού να πάνε, θα εξακολουθήσουν να πηγαίνουν στις δουλειές τους εξαπατώντας αλλήλους, θα συνεχίσουν να διασκεδάζουν μέχρι να γίνουν λιώμα , οι πιο ευσυνείδητοι θα ψηφίζουν στις εκλογές και οι πιο ανήσυχοι θα παίρνουν μέρος σε διαδηλώσεις και σε τηλεμαραθώνιους αγάπης....αρκεί κάπως να στομώνεται η πληγή....να κλείσουν κι οι λογαριασμοί! Να γίνουμε Ευρώπη!!
Βέβαια, η πρώτη εκτέλεση ήταν με τον Αντώνη Καλογιάννη, το 1979, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος Γράμματα στον Μακρυγιάννη και άλλα λαϊκά, σε μουσική του Ηλία Ανδριόπουλου. Στον δίσκο αυτό συμμετείχε επίσης η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, πολλά δε από τα τραγούδια του έγιναν ύμνοι μιας ολόκληρης γενιάς σοσιαλδημοκρατών της δεκαετίας του '80.
Εγώ όμως, όπως είπα στην αρχή, βοηθούμενη από την παρούσα ερμηνεία, σκέφτηκα ότι η ένταση της υπογράμμισης, τα bold σα να λέμε, δεν είναι τυχαία ή απολύτως μια ψυχική έξαρση του καλλιτέχνη. Και μου φάνηκε ότι θα άξιζε να ασχοληθεί κανείς με την ερώτηση που ποιητικά υποβάλλεται στο ρεφρέν : "εδώ μες τα προάστια ποιός να μας λογαριάσει"...
Γεννημένη και μεγαλωμένη σε ένα από τα προάστια του τραγουδιού, μπορώ να βεβαιώσω ότι η εικονοποιία και η ποιητική ατμόσφαιρα των στίχων αποδίδουν πιστά τους τόπους και το πνεύμα της εποχής εκείνης.
Τα προάστια εκείνα του τραγουδιού ήταν το αντιστρόφως ανάλογο των προαστίων που εννοούμε σήμερα όταν χρησιμοποιούμε την λέξη.
Μιλάμε για τις πολυάνθρωπες γειτονιές που εκτείνονταν δυτικά από το μεγάλο ποτάμι της Αττικής, τον Κηφισό, κι έφταναν έως το λιμάνι του Πειραιά. Μια ολόκληρη βιομηχανική περιοχή η οποία, για μερικές δεκαετίες, χωροταξικά υπηρέτησε το αστικό όνειρο της βιομηχανικής "ανάπτυξης" της χώρας: Ν. Ιωνία, Περιστέρι, Αιγάλεω, Κοκκινιά, Δραπετσώνα, Πέραμα....
Στις περιοχές αυτές ζούσε και κινείτο ένα ανάμικτο πλήθος ανθρώπων. Πλάι στους εγκατεστημένους παλιότερα μικρασιάτες πρόσφυγες ήρθε να προστεθεί ο ελληνικός πληθυσμός των φτωχών χωριατόπαιδων που μαζικά εγκατέλειπαν την ύπαιθρο χώρα.
Κοινό και για τους δυο, εξίσου βαθύ και βασανιστικό βίωμα : ο ξεριζωμός.
Άνθρωποι που γεννήθηκαν και ζούσαν μέχρι πρόσφατα, μέσα σε δομημένες μικρο-κοινωνίες οι οποίες διασφάλιζαν την ατομική τους διακριτότητα μέσα από το γένος, δηλαδή ένα πλήθος κοινωνικών - οικονομικών καθορισμών και ιστορικών - πατρικών βεβαιώσεων, και που πληροφορούσαν τους άλλους για το ποιός είναι ποιός, πώς ορίζεται και πόσο μετράει, βρέθηκαν σε μια ισοπεδωτική αφάνεια. Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε την αφάνεια αυτή με την αντίστοιχη των δούλων και των γυναικών, των πόλεων της κλασικής και ύστερης αρχαιότητας.
Το αθηναϊκό κέντρο, εκεί όπου ενδημούσε η πολιτική και οικονομική ολιγαρχία, εκεί που κυκλοφορούσαν οι ποιητές, οι μουσικοσυνθέτες, οι θεατράνθρωποι, τα νόμπελ, τα καλλιτεχνικά και ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, ήταν ένας άλλος απρόσιτος κόσμος διακριτών και ελεύθερων από λογής βιοτικούς και ηθικούς καταναγκασμούς ανθρώπων.
Ο ελληνικός κινηματογράφος της εποχής, ως ένα ευαίσθητο και ακριβές κοινωνιολογικό εργαλείο, καταφέρνει να συλλάβει και να εξεικονίσει αυτήν την ένταση.
Το τραγούδι, λοιπόν, σωστά καταφέρνει να αποτυπώσει το παράπονο και το ζεϊμπέκικο τον σπαραγμό.
Αυτό που μένει να απαντήσουμε είναι αν τελικά κάποιος τους λογάριασε, όλους αυτούς τους αφανείς.
Ασφαλώς και τους λογάριασε! Εδώ και 50 χρόνια συντελείται αυτός ο λογαριασμός και ολοκληρώνεται στις μέρες μας.
Γι αυτούς έγινε η "μεγάλη δημοκρατική στροφή" το '81....
Γι αυτούς χτίστηκαν στις δυτικές συνοικίες τα Mall, τα ΙΚΕΑ, τα Αllu fan park, τα Jumbo...
Γι αυτούς άνοιξε τις πύλες της η δημόσια διοίκηση, καθώς και το Χρηματιστήριο Αξιών της Αθήνας (αλήθεια, γιατί τώρα τα δελτια ειδήσεων δεν μας πληροφορούν για το πώς κυμάνθηκαν οι μετοχές στο Τόκιο και πώς τα πάει ο Nasdag στη Νέα Υόρκη;)...
Γι αυτούς στήθηκαν ΑΤΜ στα καφεκοπτεία και στην λαϊκή....
Γι αυτούς λειτουργεί η ιδιωτική τηλεόραση, με τα ρεπορτάζ, τα τηλεπαιχνίδια, τις πρωινές εκπομπές, τις καταγγελίες, την καθημερινότητα των καθημερινών ανθρώπων...
Γι αυτούς εργάζονται οι στυλίστες, οι άνθρωποι της show biz, οι τηλεκριτικοί, οι παπαράτσι...
Γι αυτούς ασφαλώς ματώνει κάθε κυβέρνηση και κάθε αντιπολίτευση...
Γι αυτούς, δίχως αμφιβολία, φτιάχτηκε το Facebook, το Twitter, το Instagram...
Γι αυτούς καταρτίστηκε η χάρτα των δικαιωμάτων των καταναλωτών και τα πακέτα των διακοπών...
Γι αυτούς, για την βόλτα της οικογένειας στο απρόσιτο "αθηναϊκό κέντρο" και για την διευκόλυνσή τους , τα μαγαζιά θα ανοίγουν και τις Κυριακές.
Γι αυτούς γίνονται οι διαφημίσεις, οι έρευνες, οι μετρήσεις, τα fitness....
Και γι αυτούς και για την ασφάλειά τους θα κυκλοφορήσει το ηλεκτρονικό χρήμα και το ηλεκτρονικό πορτοφόλι...
Για τους ξεριζωμένους, τους ξεριζωνόμενους και τους ξεριζωθέντες... στις ερήμους της νεωτερικότητας.
Κάπως, λοιπόν, όλοι αυτοί οι αφανείς, λογαριάστηκαν. Κάπως τοποθετήθηκαν μέσα στη νεο-ελληνική πραγματικότητα. Οι δικές τους γενεαλογίες είναι οι λίστες των πολλών και ποικίλων επιθυμιών τους, οι δικές τους ιστορικές διαδρομές αποτυπώνονται στα βιογραφικά τους σημειώματα, η θέση τους στον κόσμο βεβαιώνεται από τα likes στις σελφι που βγάζουν οι ίδιοι στους εαυτούς τους.
Κι αλίμονο αν δεν το έκαναν! Το ερώτημα του τραγουδιού, ποιός θα με λογαριάσει; για ποιόν είμαι κάτι; τι αξίζω; το ανθρωπολογικό ερώτημα: ποιος είμαι τελοσπάντων; αν διατυπωθει με έμφαση και με τον τρόπο του ζεϊμπέκικου είναι ικανό να σε τρελάνει...σε κοινωνικό δε επίπεδο μπορεί να γίνει παράγοντας μεγάλης αποσταθεροποίησης!!
Ο μικροαστικός πόνος του τραγουδιού σήμερα φαντάζει παρωχημένος.
Οι αφανείς αφού δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω στις ρίζες τους κι αφού δεν έχουν κάπου αλλού να πάνε, θα εξακολουθήσουν να πηγαίνουν στις δουλειές τους εξαπατώντας αλλήλους, θα συνεχίσουν να διασκεδάζουν μέχρι να γίνουν λιώμα , οι πιο ευσυνείδητοι θα ψηφίζουν στις εκλογές και οι πιο ανήσυχοι θα παίρνουν μέρος σε διαδηλώσεις και σε τηλεμαραθώνιους αγάπης....αρκεί κάπως να στομώνεται η πληγή....να κλείσουν κι οι λογαριασμοί! Να γίνουμε Ευρώπη!!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου