Τα πουλάκια εγκαταστάθηκαν, πριν τρεις μήνες, σχεδόν ταυτόχρονα με μένα στο σπίτι. Ενα ζευγάρι καναρίνια, με ευδιάκριτες μεταξύ τους διαφορές: το ένα πιτσιλωτό, το άλλο λευκοκίτρινο.
Είχε κι άλλες φορές πάρει καναρίνια, ζευγάρια πάντα, από έναν συνάδελφό του που είχε πολλά και τα ζευγάρωνε, αλλά δεν ξέρω τι έφταιγε και ψόφαγαν μετά απο λίγες μέρες. Το μαρτυρούσε το άδειο κλουβί που κρεμότανε, ελαφριά σκουριασμένο, έξω στην αυλή.
Το έφερε μέσα και το συγύρισε, γέμισε τις δύο ταιστρες και τις δύο ποτίστρες.
Το κλουβί με τα καναρίνια τοποθετήθηκε μέσα στο κοινό δωμάτιο, πάνω στο πρεβάζι, μπροστά στο παράθυρο, απέναντι απο το κρεβάτι μου, έτσι που μπορούσα να παρακολουθώ τα πουλιά στις πρωινές τους ζωηράδες και τα βράδια να κοιμούνται κουκουβιστά πάνω πλαστικά κλαδάκια τους.
Τράβηξε στο πλάι το κουρτινάκι, όλο πλεκτό, όλο δαντέλα στο χέρι...
Θέλουν μέσα αυτήν την εποχή, μου είπε απολογούμενος.
Συμφώνησα αμέσως, χωρίς κανέναν δισταγμό.
Το "μέσα" ήταν το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού στο ισόγειο, ευρύχωρο, με ταβάνι ξύλινο και δοκάρια απο κυπαρίσσι, με δυο εξωτερικές πόρτες που βγάζουν στην αυλή και μια μικρότερη που οδηγεί στην αποθήκη με τα βαρέλια και στο πάνω σπίτι.
Εκεί, στο μέσα εκείνου του δωματίου, γίνονταν όλα: τα μαγειρέματα, τα ανοίγματα των φύλων με τον πλάστη, τα ξαφρίσματα των τσικαλιών που έβραζε το κρέας, το τηγάνισμα των πατατών που είχαν θρέψει από την κούνια έως τον θάνατο ίσαμε πενήντα ανθρώπους....
Εκεί, στο μέσα ήταν δύο τετράγωνα ξύλινα τραπέζια με τις καρέκλες τους, που κατά την περίσταση ενώνονται και γίνονται ένα μεγάλο ορθογώνιο, με πιάτα, με ποτήρια και μαχαιροπήρουνα, με κόκκινα κρασιά και πλήθη ανθρώπων που εναλάσσονταν για εκατό και πλέον χρόνια.
Εκεί πάνω στο παλιό έπιπλο υπάρχουν σε παράταξη οι φωτογραφίες των γάμων και των φαντάρων και στους τοίχους άλλες πιο μεγάλες και παλιές, όλες στις κορνίζες τους.
Εκεί, υπάρχει η εστία του σπιτιού, μια παλιά , μεγάλη ξυλόσομπα μαντεμένια, που ανάβει και δεν σβήνει ποτέ, παρά συντηρείται όλη μέρα, έτσι που το πρωί βρίσκω κάρβουνα ακόμα αναμμένα.
Εκεί υπάρχουν τα δυο μονά κρεβάτια. Στο ένα, πριν εικοσιπέντε χρόνια πέθανε ο πατέρας του. Στο ίδιο κοιμάται τώρα η γριά μάνα του.
Μια μεγάλη πέτρινη καμάρα κόβει το δωμάτιο στα δύο... σε μια της πέτρα, πολύ κοντά στον κορφιάτη, έχει χαραγμένη, σαν σφράγισμα τρομερό και μοιραίο, την χρονολογία 1900.
(Συνεχίζεται...)
Είχε κι άλλες φορές πάρει καναρίνια, ζευγάρια πάντα, από έναν συνάδελφό του που είχε πολλά και τα ζευγάρωνε, αλλά δεν ξέρω τι έφταιγε και ψόφαγαν μετά απο λίγες μέρες. Το μαρτυρούσε το άδειο κλουβί που κρεμότανε, ελαφριά σκουριασμένο, έξω στην αυλή.
Το έφερε μέσα και το συγύρισε, γέμισε τις δύο ταιστρες και τις δύο ποτίστρες.
Το κλουβί με τα καναρίνια τοποθετήθηκε μέσα στο κοινό δωμάτιο, πάνω στο πρεβάζι, μπροστά στο παράθυρο, απέναντι απο το κρεβάτι μου, έτσι που μπορούσα να παρακολουθώ τα πουλιά στις πρωινές τους ζωηράδες και τα βράδια να κοιμούνται κουκουβιστά πάνω πλαστικά κλαδάκια τους.
Τράβηξε στο πλάι το κουρτινάκι, όλο πλεκτό, όλο δαντέλα στο χέρι...
Θέλουν μέσα αυτήν την εποχή, μου είπε απολογούμενος.
Συμφώνησα αμέσως, χωρίς κανέναν δισταγμό.
Το "μέσα" ήταν το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού στο ισόγειο, ευρύχωρο, με ταβάνι ξύλινο και δοκάρια απο κυπαρίσσι, με δυο εξωτερικές πόρτες που βγάζουν στην αυλή και μια μικρότερη που οδηγεί στην αποθήκη με τα βαρέλια και στο πάνω σπίτι.
Εκεί, στο μέσα εκείνου του δωματίου, γίνονταν όλα: τα μαγειρέματα, τα ανοίγματα των φύλων με τον πλάστη, τα ξαφρίσματα των τσικαλιών που έβραζε το κρέας, το τηγάνισμα των πατατών που είχαν θρέψει από την κούνια έως τον θάνατο ίσαμε πενήντα ανθρώπους....
Εκεί, στο μέσα ήταν δύο τετράγωνα ξύλινα τραπέζια με τις καρέκλες τους, που κατά την περίσταση ενώνονται και γίνονται ένα μεγάλο ορθογώνιο, με πιάτα, με ποτήρια και μαχαιροπήρουνα, με κόκκινα κρασιά και πλήθη ανθρώπων που εναλάσσονταν για εκατό και πλέον χρόνια.
Εκεί πάνω στο παλιό έπιπλο υπάρχουν σε παράταξη οι φωτογραφίες των γάμων και των φαντάρων και στους τοίχους άλλες πιο μεγάλες και παλιές, όλες στις κορνίζες τους.
Εκεί, υπάρχει η εστία του σπιτιού, μια παλιά , μεγάλη ξυλόσομπα μαντεμένια, που ανάβει και δεν σβήνει ποτέ, παρά συντηρείται όλη μέρα, έτσι που το πρωί βρίσκω κάρβουνα ακόμα αναμμένα.
Εκεί υπάρχουν τα δυο μονά κρεβάτια. Στο ένα, πριν εικοσιπέντε χρόνια πέθανε ο πατέρας του. Στο ίδιο κοιμάται τώρα η γριά μάνα του.
Μια μεγάλη πέτρινη καμάρα κόβει το δωμάτιο στα δύο... σε μια της πέτρα, πολύ κοντά στον κορφιάτη, έχει χαραγμένη, σαν σφράγισμα τρομερό και μοιραίο, την χρονολογία 1900.
(Συνεχίζεται...)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου