Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ο στόχος είναι το τραγούδι


Το χέρι μου κινεί η δυσφορία για κάτι που, εδώ και  καιρό  και κάθε φορά που το άκουγα στο ραδιόφωνο, με ενοχλούσε. Τώρα με κάνει να αγανακτώ. Θέλω να μιλήσω για κάτι πολύ απλό, κάτι συνηθισμένο που κάνοντας χρήση αυτής της τεράστιας δύναμης του «συνηθισμένου» εισβάλλει στον ανέλεγκτο χώρο της πνευματικής υπόστασης του σύγχρονου ανθρώπου.
Μιλάω εξ αρχής για «ανέλεγκτο χώρο» και για «πνευματική υπόσταση» και
ορμώμαι από την κοινοτυπία των ραδιοφωνικών διαφημίσεων του πολυκαταστήματος Jumbo. Η αφορμή μου είναι από τις πιο γελοίες των γελοιωδέστερων, μια και ο κόσμος (ή ο κοσμάκης) γύρω μας αντιμετωπίζει πολύ μεγαλύτερα και σοβαρότερα προβλήματα εν μέσω κρίσης. Ας μου συγχωρεθεί που ρίχνω το βλέμμα μου τόσο χαμηλά.

Πρόκειται για τα γνωστά εκτενή ραδιοφωνικά σποτ, τα οποία έχουν την μορφή τραγουδιού με στίχους, ρεφρέν, μουσική, ερμηνευτή, χορωδία, ενορχήστρωση και ό,τι καθιστά ένα τραγούδι τω όντι τραγούδι. Επιπλέον έχουν μια πλοκή, με την έννοια ότι διαδραματίζονται ως ένα μικρό καθημερινό στιγμιότυπο (π.χ. συνομιλία μιας μητέρας με το γιό της, ενός ταξιτζή με τον πελάτη του κλπ.) κι ένα στερεοτυπικά επαναλαμβανόμενο μήνυμα : ότι το συγκεκριμένο κατάστημα διαθέτει λύσεις για κάθε πρόβλημα (έλλειψη χρημάτων, αμηχανία, δυνατότητα επιλογών, ποικιλία κλπ) που μπορεί να απασχολήσει τον καταναλωτή στον καθημερινό αγοραστικό του προβληματισμό, ότι βρίσκεται παντού «κοντά σας» κ.ο.κ. Μάλιστα, μπορώ να πω, κρίνοντας από τους άλλους, ότι μερικά από αυτά τα διαφημιστικά τραγουδάκια πετυχαίνουν να είναι  διασκεδαστικά, εύπεπτα και δημιουργούν έναν συρμό, μια μόδα.

Η κριτική μου δεν έχει στόχο να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο η ακριβοπληρωμένη επαναλαμβανόμενη διαφήμιση λειτουργώντας ως μυδραλιοβόλο εξοντώνει τους ανταγωνιστές σε όλα τα επίπεδα του οικονομικού ανταγωνισμού, αφού αρκεί να έχει κανείς υπόψη του ότι η αγορά είναι ένας αυτονομοθετούμενος, αυτορυθμιζόμενος μηχανισμός μέσα στον οποίο, ως σε μια άλλη «φύση», πεθαίνουν και γεννιούνται οι οργανισμοί (εταιρίες – προϊόντα – υπηρεσίες- άνθρωποι), για να μην τον απασχολεί πλέον το πώς. Ούτε θέλω να στηλιτεύσω μ’ έναν τρόπο, ας πούμε, ελιτίστικο και διανοουμενίστικο το χαμηλό επίπεδο των μουσικών συνθέσεων των εν λόγω διαφημίσεων, διότι ανήκει κι αυτό στο «πώς».
Το «πώς» είναι μια «φυσική» διαδικασία που εντάσσεται ομαλά και πλαισιώνεται από δικαιώματα, που κατά το νόμο έχουν οι δυνάμεις της αγοράς, να εισδύουν στο ασύνειδο των αγοραστών και να το κατευθύνουν. Είναι κάτι με το οποίο από δεκαετίες πλέον κανείς δεν ενοχλείται. Και επειδή η εργασία αυτή γίνεται υποδορίως, βλέπουμε ακόμα και άνθρωποι οι οποίοι έχουν μια αντι-καπιταλιστική συνείδηση ακόμα κι αυτοί που θίγονται από τον ανταγωνισμό, ακόμα κι αυτοί που ακούνε τρίτο πρόγραμμα ή διδάσκουν νεοελληνική λογοτεχνία στα σχολεία ή διαβάζουν οι ίδιοι ποίηση και θεωρούν τον Παπαδιαμάντη μεγάλο πεζογράφο και την παπαδιαμαντική γλώσσα ένα γλωσσικό στέμμα για την ελληνική μας συνείδηση, όταν πρόκειται να αγοράσουν κάτι (π.χ. μια πασχαλιάτικη λαμπάδα, μέρες που’ναι) να στοιχίζονται στις ουρές κι αυτοί όπως όλοι οι άλλοι.
Το «πώς» αφορά το «έτσι έχουν τα πράγματα». Το ζήτημα είναι να σκεφτεί ρωτώντας  το «γιατί;» και το ζήτημα των ζητημάτων να σκεφτεί «πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα»;


Εγώ αυτό που θέλω απλά να δείξω, να επικοινωνήσω είναι η χρήση του μέσου : το τραγούδι.
Για τις ανάγκες αυτές της κατάδειξης θα προσπαθήσω να αποφύγω τον πειρασμό να αναφερθώ στις συνθήκες δημιουργίας ψευδούς συνείδησης (κατά τα μαρξικά πρότυπα) και στις συνθήκες της πραγμοποιημένης συνείδησης (κατά το λουκατσιανά πρότυπα) στον μετα-καπιταλιστικό κόσμο. Το θέμα της συνείδησης είναι κεντρικό φιλοσοφικό θέμα και είναι ευρύτατο.

Το τραγούδι όμως είναι κάτι πιο συγκρατημένο, ας περιοριστούμε λοιπόν σ’ αυτό. Αν λέγαμε ότι το τραγούδι είναι μια μορφή επικοινωνίας νομίζω ότι θα συμφωνούσαμε όλοι.
Το ερώτημα είναι πώς πετυχαίνει το τραγούδι να γίνεται μορφή επικοινωνίας;
Όταν τα πουλιά τραγουδούν (τι ωραία που τραγουδούν τα πουλιά την Άνοιξη!) κάνουν ότι ακριβώς και οι άνθρωποι όταν τραγουδούν (που οι περισσότεροι τραγουδάμε απαίσια) ;
Πού βρίσκεται η διαφορά;
Ας πάρουμε τ’ αηδόνια. Ένα αηδόνι κελαηδάει φυσικά και αβίαστα, γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς ούτε και γνωρίζει ότι την στιγμή που κελαηδάει, αυτό είναι ένα συγκεκριμένο αηδόνι που κελαηδάει και το κελάηδημα του τώρα είναι σιγανό ή ότι αργότερα θα το αλλάξει και θα το κάνει δυνατότερο και μετά θα το σταματήσει γιατί θα πετάξει στο απέναντι δέντρο ή γιατί πρέπει να γυρίσει στη φωλιά του. Τραγούδι και αηδόνι είναι δύο πράγματα που το ένα εισχωρεί μέσα στο άλλο, δεν υπάρχει μεταξύ τους ουδεμία απόσταση.

Δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους ανθρώπους. Εκεί τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Υπάρχει ο άνθρωπος και το τραγούδι του. Δύο διακριτά στο χρόνο, στην έκταση και στην ποιότητά τους πράγματα. Αυτή η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτόν που τραγουδάει και στο τραγούδι είναι η διαφορά του ανθρώπινου τραγουδιού από τις μελωδικές φωνές ή τις κραυγές που ανταλλάσουν τα πουλιά ή τα άλλα ζώα όταν πρόκειται να ειδοποιήσουν την αγέλη, να ζευγαρώσουν ή να δείξουν.
Η απόσταση αυτή καθολικεύεται ανάμεσα στον άνθρωπο και στα άλλα ζώα και δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εκδήλωση της πνευματικότητας του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος τραγουδάει είναι ακριβώς γιατί είναι τόσο ελεύθερος από την φύση του όσο ένα αηδόνι είναι από την φύση του αηδόνι. Αν ο άνθρωπος  τραγουδάει είναι γιατί του το επιβάλλει η ελευθερία της πνευματικότητάς του και όχι μια φυσική αναγκαιότητα. Θα μπορούσε κάποιος άνθρωπος να μην έχει τραγουδήσει ποτέ (π.χ. κωφάλαλοι) και αυτό να μην τον καθιστά λιγότερο άνθρωπο. Ο σκοπός του ανθρώπινου τραγουδιού κατ’ αυτόν τον τρόπο ιδωμένο είναι η αναγκαία διέξοδος, εμφάνιση, πραγμάτωση στον φυσικό κόσμο μέσω των ήχητικών κυμάτων της πνευματικής απόστασης που χωρίζει τον άνθρωπο από τον φυσικό κόσμο. Ο άνθρωπος τραγουδάει γιατί αφίσταται. Διότι μπορεί να επιλέγει να πει ή να μην πει ένα τραγούδι. Να πει ένα μελωδικό ή ένα άγριο τραγούδι, να πει για τον έρωτα ή για την κοπιαστική δουλειά του, να πει για τον επικείμενο θάνατο ή για το ανδραγάθημα ενός προγόνου του σε μια μάχη. Μπορεί να κλαίει τραγουδώντας ή να σατιρίζει, μπορεί να περιγράφει τον ήλιο ή το χιόνι. Έχει δηλαδή την ικανότητα όχι μόνο να αφίσταται αλλά και να γεφυρώνει τα χάσματα με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Έτσι λοιπόν το τραγούδι μαζί με χιλιάδες άλλα πράγματα αποτελούν εκφάνσεις της ελευθερίας του ανθρώπου να δύναται να  είναι ο συνειδητός δημιουργός, και αμέσως λέω ότι συνειδητός δημιουργός είναι αυτός που διαθέτει το πνεύμα και την δυνατότητα της δημιουργίας ενός ενδεχόμενου στον αντικείμενο κόσμο.

Επομένως τα τραγούδια από τα ομηρικά και αρχαϊκά χρόνια μέσω των αοιδών και των ραψωδών έως τα πρωτοχριστιανικά μέσω των ύμνων των μελωδών έως τα ιπποτικά άσματα μέσω των τροβαδούρων έως τα δημοτικά τραγούδια μέσω του συλλογικού λαϊκού υποκειμένου είναι ακριβώς κορυφαίες στιγμές Ελευθερίας δηλαδή Πνευματικής δημιουργίας μέσα στην χρονική-ιστορική ανθρώπινη παρουσία.

Σήμερα όμως, σε ένα κόσμο που απαιτεί η εξήγηση του φαινομένου «άνθρωπος» να γίνεται με όρους φυσικής και βιολογικής αναγκαιότητας, το τραγούδι, όπως και κάθε άλλη έκφραση της πνευματικής υπόστασης του ανθρώπου που πηγάζει από το γεγονός ότι αφίσταται του φυσικού καταναγκασμού, ότι ανήκει σε ένα υψηλότερο οντολογικό επίπεδο, πρέπει να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει σαν τέτοιο, ότι δεν επιτελεί αυτή την λειτουργία, διότι αυτή η λειτουργία δεν υπάρχει.
Έτσι οι συνεπαγωγές :
άνθρωπος ð ένα σύνθετο πνευματικό και φυσικό ον που εκδηλώνει την ελευθερία του με ποικίλους και απρόβλεπτους τρόπους ð πνευματική δημιουργία ð τραγούδι κ.άλ.
αντικαθίστανται από τις εξής  : 
άνθρωπος ð ένα έλλογο ον κυριαρχούμενο από φυσικούς νόμους και ανάγκες ð ικανοποίηση των αναγκών  κατά την έλλογη απαίτηση της οικονομίας της φύσης ð υπόταξη όλων των αναγκών σ’ αυτό που με τον πλέον ορθολογικό και φυσικό τρόπο λειτουργεί στον μεταβιομηχανικό κόσμο μας : δηλαδή στην φυσικότητα και την "ορθολογικότητα" των Αγορών[1].

Ασφαλώς θα αντιτάξει κάποιος ότι στην μεταβιομηχανική εποχή μας το τραγούδι ήδη εδώ και δεκαετίες αποτελεί εμπόρευμα ενταγμένο στην Αγορά και λειτουργεί κατά τους νόμους της.  Κυριαρχείται δηλαδή από τις εταιρείες που εν πολλοίς παράγουν με ρυθμό καταιγιστικό τραγουδάκια για μια σεζόν (π.χ. τουριστική περίοδος, χριστούγεννα κλπ) όπως και τόσα άλλα κατ΄εξοχήν πνευματικά πράγματα (π.χ. βιβλία)  που ακολουθούν την ροή ζήτηση – κατανάλωση – ζήτηση ή ελέγχουν ασφυκτικά το κύκλωμα συνθετών – στιχουργών – τραγουδιστών, έτσι που δύσκολα εισέρχεται ή  ξεφεύγει κάποιος.
Επομένως γιατί να ενοχλούμαι όταν αυτό (το τραγούδι) παράγεται όχι από κάποια δισκογραφική εταιρεία αλλά από μια εταιρεία εμπορίας παιχνιδιών και άλλων άχρηστων πραγμάτων; Η ζημιά έχει ήδη γίνει.

Εξ αρχής λέω ότι για μένα η μόνη γνήσια και πρωτογενής πνευματική έκφραση μέσω του τραγουδιού που τραγουδιέται είναι το δημοτικό τραγούδι. Από κει και πέρα υπάρχουν διαβαθμίσεις και ως προς την ποιότητα, την αμεσότητα, την ιστορικότητα εμφάνισης κάθε μορφής τραγουδιού που βρέθηκε στα χείλη μας (π.χ. ρεμπέτικο, έντεχνο, πολιτικό, ελαφρό, λαϊκό, μελοποιημένη ποίηση κλπ).
Έτσι, ακόμα και σε ελεγχόμενες, χειραγωγούμενες συνθήκες παραγωγής, διακίνησης και διάδοσης των τραγουδιών μπορεί κάποιος να δει ότι στην μορφή «τραγούδι» διαφυλάσσεται ένας πνευματικός χαρακτήρας που κάνει το τραγούδι να λειτουργεί ως έκφραση ενός πόνου, μιας χαράς, μιας αγωνίας, ενός έρωτα, μιας διαμαρτυρίας. Ενός δηλαδή κάτι που απασχόλησε έναν άνθρωπο- δημιουργό (ποιητή, συνθέτη, τραγουδοποιό) και ίσως αυτό, μαζί με άλλα πράγματα που προσιδιάζουν στην ανθρώπινη κατάσταση,  να δημιουργούν μια σφαίρα ποιοτήτων που η Αγορά δεν μπορεί να καλύψει ικανοποιητικά. Αντιστοιχεί δηλαδή σ’ ένα περιεχόμενο μηνύματος. Το περιεχόμενο μηνύματος, τώρα με την σειρά του, είναι ακριβώς αυτό το ανέλεγκτο στοιχείο της πνευματικότητας για το οποίο έκανα λόγο στην αρχή. Είναι αυτό που μόνο ο άνθρωπος μπορεί να προσδώσει και δεν δημιουργείται δια της ρομποτικής.
Επομένως, εάν από το τραγούδι, γίνει δυνατόν να κλέψουν το περιεχόμενο και το παραδώσουν -όχι  σε κάποιους ικανούς ή ανίκανους σε ποιοτικούς ή  μαζικούς συνθέτες και τραγουδοποιούς, δεν είναι εκεί το πρόβλημα- αλλά στις εταιρείες, στην Αγορά, τότε θα έχουν διατηρήσει την τόσο οικεία και ελκυστική για τον άνθρωπο μορφή (ρυθμός, ανέβασμα στα χείλη, θέση στο μυαλό) και θα έχουν χρησιμοποιήσει αυτή τη μορφή για τους δικούς τους σκοπούς. Και στο βαθμό που οι σκοποί είναι η υπαγωγή σε μια αντίληψη αέναης ικανοποίησης αναγκών ενός φυσικού όντος στον φυσικό κόσμο, και αυτή, η Αγορά, μπορεί να πραγματοποιεί την συνθήκη, τότε έχει αποδειχθεί ότι και το πλέον πνευματικό δημιούργημα, όποιο κι αν είναι αυτό,  δύναται να μεταφράζεται, μετατρέπεται, μεταλλάσσεται σε προβλέψιμο, μετρήσιμο αποτέλεσμα. Ακόμα και το «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους» παραδομένο σ’ αυτούς τους σκοπούς θα οδηγούσε στους δρόμους του Jumbo με την υπενθύμιση ότι έχουν άνετο παρκινγκ!!

Είναι η αντίστοιχη μεταφορά στην καθημερινή πραγματικότητα που μας αφορά, της τρανής επιδίωξης των πλέον προηγμένων επιστημονικών εργαστηρίων στον κόσμο, να αναχθούν όλα τα νοητικά φαινόμενα, ό,τι δηλαδή καθιστά τον άνθρωπο ουσία , σε  αθροίσματα μηχανικών διαδικασιών (ορμόνες, αδένες, συνάψεις) και σε ανταλλαγές ηλεκτρικών φορτίων του εγκεφάλου.

Ο στόχος λοιπόν είναι περισσότερο περίπλοκος και αφανής από το να σας αποσπάσουν ένα μέρος των χρημάτων σας με αντάλλαγμα καθρεφτάκια και χάντρες, από το να εξολοθρεύσουν τους ανταγωνιστές τους, από το να καταστρατηγήσουν τα εργασιακά δικαιώματα όποιων εργάζονται σ’ αυτά τα εργασιακά Νταχάου, από το να γεμίσουν καταναλωτικές αηδίες τους άδειους χώρους σπιτιών και ψυχών…
Ο στόχος είναι να αποδείξουν ότι είστε-είμαστε, ότι θα γίνουμε αν δεν είμαστε ακόμα, βιολογικά, ανελεύθερα αυτόματα, ενωμένα με ομφάλιο λώρο,  τροφοδοτούμενα  και προσκολλημένα πάνω στο σώμα της Μητέρας – Αγοράς. Κάτι ανάλογο με το αηδόνι, που όμως το αηδόνι είναι το πλέον αθώο, ζωντανό και όμορφο μέσα στη φύση του πλάσμα, ενώ εμείς τι θα είμαστε;

Ή όπως θα έλεγε η Κατερίνα Γώγου : «Ο στόχος είναι στο μυαλό….το νου σου ε!»
Μα όταν σημαδεύουν το μυαλό εσείς «Αντισταθείτε», όπως έλεγε ένας άλλος ποιητής, ο Μιχάλης Κατσαρός και μην παραδώσετε, κρατήστε ζωντανό το τραγούδι.






[1] Το ότι οι Αγορές αποτελούν για μεγάλο μέρος του πληθυσμού του πλανήτη όχι μια δεύτερη αλλά τη μόνη Μητέρα –Τροφό- Φύση, μπορούμε να κατανοήσουμε όταν σε σχολεία της πλέον προηγμένης χώρας του κόσμου, στις ΗΠΑ έδειξαν σε μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μια πατάτα δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν το φυτό και να το ονομάσουν «πατάτα» ή (ορθότερα) «potatoes». Από πού προέρχονταν οι τηγανιτές πατάτες των χάμπουργκερ του Μcd. ; Άγνωστο!!!
*Το άρθρο αυτό γράφτηκε κοντά στο Πάσχα του 13, και η γνωστή πασχαλινή διαφήμιση έπαιζε παντού. Τότε λειτουργούσε το 3ο. Τώρα λειτουργεί μόνο το JUMBO.....

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός