Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_η γραμματική της Αγοράς





Σημείωμα επ’ αφορμή το άρθρο του δημοσιογράφου Κώνστα :
 «Ανοικτά μαγαζιά, κλειστά ωράρια εργασίας»



Η γραφή του σημειώματος αυτού προκλήθηκε από ένα άρθρο του δημοσιογράφου Κώνστα στον διαδικτυακό τόπο «Το χρήμα», στις 1/5. Θα παραθέτω λοιπόν σε εισαγωγικά το άρθρο του δημοσιογράφου και στη συνέχεια τις σκέψεις που μου γεννήθηκαν, διαβάζοντάς το. Ευτυχώς ο Κώνστας είναι λακωνικός σε μόλις 5 παραγράφους παραθέτει αυτά που άλλοι θα θέλανε βιβλία για να τα πούνε. Μάλιστα το ζουμί θα μπορούσε να δοθεί σε ακόμα λιγότερες παραγράφους, 2-3 ίσως, σαν τηλεγραφική μεταβίβαση. Είναι ένα χάρισμα  κι αυτό ή μια καλλιεργημένη ικανότητα που οι δημοσιογράφοι επιτυχώς ανέπτυξαν μιμούμενοι τους επιχειρηματίες.  Ο αναγνώστης, λοιπόν, του κειμένου αυτού θα ωφεληθεί διπλά αφού διαβάζοντας τα όσα η μετριότης μου γράφει  θα έχει διαβάσει ταυτόχρονα και τις γενεσιουργές αιτίες τους. 

Λέει λοιπόν ο κ. Κώνστας :
1] «Ο κανόνας είναι απλός. Η αγορά δεν έχει ωράρια και αργίες. Λειτουργεί 365 μέρες το χρόνο. Αντιθέτως, ο μοναδικός κανόνας που πρέπει – με ιδιαίτερη αυστηρότητα – να εφαρμοσθεί είναι να δουλεύουν οι εργαζόμενοι 5 μέρες και 40 ώρες την βδομάδα.».
1.α  Κανένα ξάφνιασμα. Εδώ και μερικά χρόνια, η ελίτ της δημοσιογραφίας στη χώρα μας έχει αναλάβει να μας μάθει, να μας εκπαιδεύσει, στην ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ. Τι είναι, πώς δουλεύουν, τι θέλουν, τι δεν θέλουν, τι κάνει τις αγορές νευρικές, πώς ηρεμούν, τι τις βοηθάει και τι τις  αποσυντονίζει και διάφορα άλλα.
Εδώ όμως έχουμε, δια χειρός Κώνστα,  έναν «κανόνα» των Αγορών, δηλαδή μια απαράβατη αρχή. Επομένως βρισκόμαστε στην καρδιά του πράγματος που λέγεται «αγορά» και αυτό που θα κάνει ο κ. Κώνστας είναι να μας δείξει πώς δουλεύει, για τον λόγο αυτό δεν χρειάζεται προλόγους, μπαίνει κατ’ευθείαν στο ψητό.

1.β. Εξ αρχής, λοιπόν,  μας πληροφορεί ότι ο κανόνας είναι «απλός». Από όλο το άρθρο, αυτή η λέξη μου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση, αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, αφού από τον τίτλο γίνεται φανερό ότι το άρθρο διατυπώνει την άποψη του δημοσιογράφου όχι για την απλότητα αλλά για τα ωράρια λειτουργίας των καταστημάτων. Το διάβασμα όμως ενός κειμένου, σε αντίθεση με τον καταιγισμό των φωνασκιών των τηλεοπτικών παραθύρων, δίδει αυτό το προνόμιο στον αναγνώστη: να διαβάζει όπως αυτός θέλει και να σταματάει την σκέψη του σ’ αυτά που αυτός θεωρεί σημαντικά.
Έτσι με προβλημάτισε το ερώτημα :Τι σημαίνει «απλό»;
Το «απλό» έχει μια εσωτερική σταθερότητα, ένα ενδογενές κύρος, σε αντίθεση με το σύνθετο ή το πολλαπλό που επειδή αποτελούνται  από  διάφορα μέρη ή παράγονται σε πολλές μορφές και διαθέτουν πολλά  γνωρίσματα δεν χαρακτηρίζονται από τόσο μεγάλη συνοχή, ευκρίνεια ή σαφήνεια. Το «απλό» είναι αυτό που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεων και όταν φθάσουμε, αναλύοντας κάτι, στο απλό εκείνο στοιχείο που βρίσκεται στην βάση του, αγγίζουμε κάτι θεμελιώδες, μια ανυπέρβλητη αλήθεια, ας πούμε. Τα παραδείγματα είναι πολλά κυρίως από τον επιστημονικό χώρο. Χάριν παραδείγματος, λοιπόν,  θα αναφέρουμε το νόμο της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα, την θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, την εξίσωση της σχετικότητας του Αϊνστάιν, την διπλή έλικα του DNA,  το ασυνείδητο του Φρόιντ και άλλα. Αλλά και στο χώρο της Φιλοσοφίας το «απλό» έχει μια ξεχωριστή θέση.  Στην Λογική εκφράζεται  με την  αρχή της ταυτότητας (Α=Α) δηλαδή ένα πράγμα είναι ίδιο με τον εαυτό του,  και στην Μεταφυσική όλων των μεγάλων φιλοσόφων όπως π.χ. ο Παρμενίδης που εισηγείται την έννοια του «Όντος» ή ο Πλάτων  την έννοια του Αγαθού, ή ο Πλωτίνος  το «Εν» κ.ο.κ., είναι η πρώτη αρχή. Τουτέστιν  κάτι που είναι αυταπόδεικτο, causa sui, αιτία του εαυτού του, απόλυτο.  Επομένως όσο ποιο απλό είναι κάτι τόσο ποιο κοντά στην αλήθεια βρίσκεται. Τόσο στα παραδείγματα από τον επιστημονικό χώρο όσο και σ’ αυτά από την φιλοσοφία η συζήτηση σταματάει στο «απλό» γιατί πέραν αυτού ή δεν διαθέτουμε αποδείξεις ή το αναγνωρίζουμε αυτομάτως ως αληθές. Είναι η λεγόμενη a priori «πρόταση» που πάνω της θα οικοδομηθούν οι επιστημονικές ή φιλοσοφικές θεωρίες και όσο πιο απλή είναι αυτή τόσο πιο ισχυρή η θεωρία.

1.γ. Για το ανθρώπινο μυαλό επίσης, η λειτουργία της ανάλυσης, της απλοποίησης, δηλαδή της αναζήτησης του πρώτου ερεθίσματος – αιτίου που προκαλεί την εμφάνιση των φαινομένων είναι το ίδιο θεμελιώδης όσο και η αντίστροφη λειτουργία της σύνθεσης, της παραγωγής δηλαδή από την μια αρχή όλων των αποτελεσμάτων. Πρόκειται για δύο τρόπους του «σκέπτεσθαι».

1.δ. Στο χώρο της πολιτικής τώρα, το «απλό» ακριβώς εξ αιτίας της συμπαγούς του μορφής, παράλληλα με  το γεγονός ότι δεν χρειάζεται δικαιολόγηση και εξήγηση, υπήρξε ο πυρήνας κάθε Ολοκληρωτικού Συστήματος. Όσο ποιο ολοκληρωτικό είναι ένα σύστημα τόσο ποιο απλές «αλήθειες» προβάλλει. Για παράδειγμα : όταν θέσεις ως βασική παραδοχή ότι ένας φαραώ, ένας βασιλιάς, ένας αυτοκράτορας, ένας μονάρχης είναι ο θεός επί της γης τότε έχεις ήδη δημιουργήσει μια ταυτότητα του Απολύτου. Ή όταν ως βασική παραδοχή τεθεί ότι ο λευκός Άρειος είναι το Υψηλό και το Ωραίο, τότε έχεις ήδη δημιουργήσει μια ταυτότητα του Κάλλους. Η υιοθέτηση αυτών των βασικών παραδοχών -και αυτών που αφορούν τους «γαλαζοαίματους» κάθε εποχής και αυτών που αφορούν τις σύγχρονες φασιστικές εκδοχές τους, όπως τις γνωρίσαμε τον 20ο  αιώνα - οδηγούν σε πάγωμα κάθε διερώτησης και διαμορφώνουν  αντιλήψεις  παντοδυναμίας και επιβολής «ελέω Θεού».   

1.ε. Επομένως ήδη ο κ. Κώνστας επικαλούμενος την  αρχή της απλότητας αξιώνει  για τις ιδέες του αυτή την εκ των προτέρων αυθεντία. Όταν όμως ένας συγγραφέας επικαλείται αυτή την αρχή, και μάλιστα από την πρώτη γραμμή του κειμένου του, είναι σα να κατεβαίνει εκ του όρους Σινά για να μας παραδώσει τις «10 εντολές» που αυτός ως εκλεκτός έλαβε κι αυτό μπορεί να είναι κάτι που κολακεύει τον ίδιο, καθιστά ωστόσο έωλη  την φαινόμενη παντοδυναμία των απόψεών του.

     1.στ. Συνεπής ο  κ. Κώνστας με την αρχή της απλότητας που υιοθέτησε  παραθέτει
στη συνέχεια τον  κανόνα. της Αγοράς, που όμως ταυτόχρονα αποδεικνύει ότι παραπάνω εξηγήσαμε ως Απόλυτο.  «Η Αγορά», κατά τον συγγραφέα, «δεν έχει ωράρια και αργίες», κάτι που ο μέσος δυτικός πολίτης έχει μάθει να  δέχεται ως λογικό και αυταπόδεικτο.    

1.ζ. Εμείς, αντίθετα με ό,τι ο κ. Κώνστας θα επιθυμούσε, ας αναρωτηθούμε : τι άλλο ξέρουμε που να μην υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς; Ας αρχίσουμε από εκείνα που μπορούμε να σκεφτούμε όλοι : εκτός χρονικού περιορισμού είναι για παράδειγμα μια ανέλεγκτη βιολογική απαίτηση - ανάγκη. Όταν για μια γυναίκα φτάσει η ώρα να γεννήσει το παιδί της, δεν θα μπορέσει να το αναβάλει για την επόμενη εβδομάδα ή για το διήμερο. Ή ο σφυγμός ενός υγιούς ανθρώπου είναι συγκεκριμένος στο χρόνο και πέραν των ορίων αυτών είναι ή ετοιμοθάνατος ή νεκρός. Οι βιολογικές λοιπόν αναγκαιότητες είναι έγχρονες, αλλά με μια δική τους πραγματοποίηση μέσα στο χρόνο που είναι ανεξάρτητη από τον δικό μας έλεγχο. 
Επίσης, εκτός χρόνου είναι αυτό που καταλαβαίνουμε ως εσωτερικό χρόνο, δηλαδή μια αέναη ψυχική ροή, ένα αδιαφοροποίητο «γίγνεσθαι», αυτό που Αν. Μπερξόν θα ονομάσει «αληθινή διάρκεια», και υπερβαίνει την χωροποίηση του χρόνου σε τμήματα πριν – τώρα – μετά.
Τέλος, εκτός χρόνου, βγαίνει ο Θεός. Η έννοια του Θεού είναι άχρονη, άπειρη, αναγόμενη προ της δημιουργίας και επεκτεινόμενη και πέραν της συντέλειας των αιώνων και ως εκ τούτου ασύλληπτη από την πεπερασμένη ανθρώπινη νοητική δυνατότητα.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι αυτά τα πράγματα για το οποία μπορούμε να σκεφτούμε μια (έτσι ή αλλιώς) έξω του χρόνου τοποθέτησή τους, είτε ανάγονται στην απόλυτα αιτιοκρατούμενη σφαίρα του βιολογικού είτε στην απόλυτα ελεύθερη σφαίρα του υπερβατικού.

1.η. Ο κ. Κώνστας εισηγείται λοιπόν μια τέτοια τοποθέτηση και της Αγοράς την οποία θα πρέπει να φανταστούμε είτε ως έναν βιολογικά αναγκαίο οργανισμό είτε ως θεότητα.
Τι απ’ τα δύο είναι λοιπόν; Οργανισμός ή Θεός;
Εάν είναι οργανισμός τότε δεν είναι απλός ούτε άχρονος. Για να μην αντιφάσκει ο κ. Κώνστας με τον εαυτό του θα πρέπει να παραδεχθεί ότι η Αγορά είναι Θεός και διστάζει να μας το αποκαλύψει. Μα γιατί; Ας παραδεχθούν οι της ιδίας αντίληψης δημοσιογράφοι ότι θεοποιούν και θεολογούν την Αγορά προσδίδοντάς της όλα τα στοιχεία της υπερβατικότητας, ας μη το κρύβουν άλλο, ας μη νιώθουν αμήχανα:   είναι οι «θεο»λόγοι των αγορών.

1.θ. Για οικονομία χώρου θα αναφέρουμε ένα μόνο στοιχείο που θα βοηθήσει την ανάπτυξη της αυτογνωσίας τους. Διότι  ενώ φαίνεται απόλυτα σύμφωνη με   την κοινή λογική, η απόφανση αυτή του κ. Κώνστα είναι ακριβώς το αντίθετο. Είναι η υποσκέλιση της λογικής λειτουργίας του ανθρώπινου μυαλού, το οποίο για να συλλάβει κάτι λογικά απαιτεί την εκ προτέρων ύπαρξή του στον χώρο και στον χρόνο. Είναι οι λεγόμενες a priori κατηγορίες της νόησης που ο ίδιος ο Καντ, ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας έθεσε ως θεμέλιο προκειμένου η ανθρώπινη διάνοια να αποκτήσει ασφαλή και επιστημονική γνώση του κόσμου. Πέραν αυτών των κατηγοριών, στην περιοχή δηλαδή του άχρονου και του άτοπου η ανθρώπινη διάνοια δεν κινείται στα πλαίσια της λογικής αλλά της άλογης πίστης, πράγμα που για τον Διαφωτισμό τουλάχιστον, υπήρξε βαρύ ολίσθημα στον μεσαιωνικό δογματισμό και την θρησκευτική πλάνη.

1.ι. Εάν λοιπόν υιοθετήσουμε την οπτική του κ. Κώνστα και για να συγκεφαλαιώσουμε ότι μέχρι τώρα μας έχει πει, θα έπρεπε να δεχθούμε την Αγορά ως κάτι που : α) διέπεται από την αρχή της απλότητας, β) είναι εκτός χρόνου και τόπου και γ) είναι αυτονομοθετούμενο, κάτι που υπερέχει της ανθρώπινης διάνοιας και νομο-θεσίας και εμείς  μπορούμε μόνο να        υπάρχουμε εντός αυτού, προσαρμοζόμενοι σ’ αυτό χωρίς όμως κανένα       περιθώριο εκ των έσω μεταβολής του γιατί αυτό έτσι έχει οριστεί.

1.κ. Πράγματι περί αυτού πρόκειται. Ο μοναδικός θετός κανόνας που αναγνωρίζει ο κ. Κώνστας είναι αυτός της εργατικής νομοθεσίας, ο οποίος τίθεται    εξωτερικά από το Κράτος.  Εάν δεν ήταν φαιδρός ο ισχυρισμός θα μπορούσε να είναι τραγικός και τούμπλαλιν.  Όμως εμείς θα αντιμετωπίσουμε κι αυτόν          τον ισχυρισμό με την σοβαρότητα και τη νηφαλιότητα που αρμόζει στον δημοσιογράφο – «θεο»λόγο κ. Κώνστα, ο οποίος ασφαλώς γνωρίζει την τραγική πραγματικότητα χιλιάδων ελλήνων εργαζόμενων  αλλά βυθισμένος στις ηθελημένες πλάνες του όπως είναι, προτιμά να μην διακρίνει το εξής :   Ποτέ δεν θα μπορέσει μια κοινωνία, που έχει αποδεχθεί την θεοποίηση των Αγορών και την ελευθερία τους που απορρέει από αυτήν, να επιβάλει τα κοινωνικά-εργατικά προτάγματα-δικαιώματα, να ισορροπήσει την ένταση που προκύπτει από αυτή ακριβώς την ανάδειξη των Αγορών σε απόλυτη αρχή,  ακόμα κι αν δεχθούμε ότι η κοινωνία αυτή διαθέτει ένα κράτος με τις καλύτερες προθέσεις. Διότι η Αγορά, έτσι όπως την εννοούν όσοι ομνύουν στο όνομά της,  φέρει τα χαρακτηριστικά του υπερ- ανθρώπινου,του άχρονου, του αφ’ εαυτής εκτός ελέγχου, του άλογου ενώ οι εργαζόμενοι, τα συνδικάτα τους, ακόμα και ο κρατικός μηχανισμός είναι συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας, δυνατότητας, θητείας, περιορισμών. Είναι σαν να έρχονται  αντιμέτωπα δύο διαφορετικής τάξεως πράγματα, το σημείο που  θα  συναντιούνται θα είναι πάντα ένα σημείο έντασης και η έκβαση της αναμέτρησης θα είναι εκ προτέρων προδιαγεγραμμένη εκ της αρχικής παραδοχής. Ο έλεγχος της εργατικής νομοθεσίας, για τον οποίο ο αρθρογράφος δεν παραλείπει επανειλημμένα να εκφράσει την ανησυχία του, θα είναι ένας ευφημισμός και θα γίνεται (ήδη) χάριν γούστου και αστεϊσμού. [Παρακάτω θα δούμε πώς επιχειρείται η υπέρβαση αυτής της ασυμβατότητας      (2.3.)].

2] «Μόνον έτσι τα ανοικτά μαγαζιά θα εξυπηρετούν τον καταναλωτή αλλά και την απασχόληση. Τα ημίμετρα, με 5 ή 6 ή 7 Κυριακές το χρόνο ανοικτά καταστήματα, επιβαρύνουν μόνον τους ήδη εργαζόμενους με οδυνηρές υπερωρίες, χωρίς να δημιουργούν θέσεις εργασίας. Επίσης αγορά δεν είναι μόνο τα καταστήματα Αγορά είναι και οι οικοδομές, οι τράπεζες, η βιομηχανία. Ο καταναλωτής αποφασίζει πότε θα λειτουργεί η αγορά».

2.1.Εδώ αναπαράγεται μια γνωστή επιχειρηματολογία για την οποία τα αντεπιχειρήματα είναι ειπωμένα και γνωστά και σχετικά με το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα κλπ., προέρχονται δε κυρίως από τον χώρο της  παραδοσιακής αριστεράς και των συνδικάτων. Τα επιχειρήματα αυτά είναι εύλογα αλλά όχι αρκετά.

2.2 Στις παραγράφους αυτές ο συγγραφέας κ. Κώνστας φαίνεται να ρίχνει το βάρος στα πλεονεκτήματα της λύσης «ανοικτά μαγαζιά», εμείς όμως θα χρησιμοποιήσουμε τα επιχειρήματά του για να καταλάβουμε περισσότερα για τούτο το νέο «θεό». Ας μας συγχωρήσει ο δημοσιογράφος που δεν μπαίνουμε στον κόπο της ενδελεχούς εξέτασής τους.
Όταν λοιπόν λέει ότι αγορά δεν είναι μόνο τα καταστήματα, νιώθουμε ότι αφήνει μισοτελειωμένη την πρότασή του για να μην πει ότι : Τα πάντα είναι Αγορά.
Και όταν λέμε τα πάντα εννοούμε οτιδήποτε εισδύει η ανθρώπινη δραστηριότητα και  στέκει σαν αντικειμενική πραγματικότητα.
Με την έννοια αυτή δεν αποκλείονται ούτε η γη, τα νερά, οι θάλασσες, ο αέρας, το διάστημα, το ανθρώπινο γονιδίωμα και οτιδήποτε μπορεί να έχει εκμεταλλευτικό ενδιαφέρον για την ποθητή «δημιουργία θέσεων εργασίας», όπως οι λεγόμενες «κοινωνικές παροχές» δηλαδή η υγεία και η παιδεία κλπ.
Εάν λοιπόν ο καημός είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας τότε ούτε αυτά εξαιρούνται.

2.3.  Η Αγορά λοιπόν είναι μια και όλα είναι Αγορά και μπορούμε να φανταστούμε κάνοντας μια αφαίρεση των επιμέρους διαφορών, μια συσσωμάτωση όλων των προϊόντων και όλων των υπηρεσιών και όλων των δραστηριοτήτων, ως ΕΝΑ ΠΑΡΑΓΟΜΕΝΟ. Αυτό το ΕΝ που προκύπτει είναι μια καθαρή μορφή, είναι ατελεύτητα παραγόμενο και καταναλισκόμενο, είναι κάτι ιδεατό και ως αντιστάθμισμά  του δημιουργεί το πρότυπο του ιδεατού ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ. Η ιδεατή αυτή κατασκευή έρχεται για να καλύψει την ασυμβατότητα που είδαμε παραπάνω (1.κ.), είναι ο ιδανικός «συνομιλητής» της Αγοράς.  Πρόκειται για ένα νέο τύπο ανθρώπου που δεν υπάρχει ανθρωπολογικά, αλλά κατασκευάζεται ως αντίστιξη στο νέο «θεό».  Είναι κι αυτός άχρονος, απρόσωπος, αποφασίζει ελεύθερα,  μπορεί να δυσαρεστείται, να ευαρεστείται, κ.ο.κ. Ο καταναλωτής είναι ένα ον βουλητικό. Διακατέχεται μόνο από μια αχαλίνωτη βούληση, δεν είναι εργαζόμενος, δεν  ζει μια φυσιολογική ζωή κι ούτε συνδέεται με ανθρώπινους δεσμούς, η έλλογη σκέψη του είναι εργαλειακή και υποταγμένη στην βουλητική ορμή  του. Περιγράφεται ως ένα ον το οποίο έχει ένα διαθέσιμο εισόδημα και βουλήσεις που παίρνουν τη μορφή απαίτησης. Στο ον αυτό απευθύνεται το σύνολο του σύγχρονου υλικού πολιτισμού από τον τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό χρόνο έως τα διαφημιστικά φυλλάδια στις εισόδους των πολυκατοικιών, από τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης έως τα happenings κ.άλ.  Πάντως κι αυτού η θέση στο σύστημα και η λειτουργία του περιβάλλεται από απολυτότητα και ιερότητα με την μορφή των «δικαιωμάτων του καταναλωτή».

3] «Το Κράτος θα επιτηρεί μόνον την αυστηρή εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας. Δεν είναι δουλειά του Κράτους να ορίζει πότε θα ανοίγει και πότε θα κλείνει μια επιχείρηση. Είναι δουλειά του επιχειρηματία να βρει το ωράριο που εξυπηρετεί την πελατεία του».

3.1 Με τη βοήθεια λοιπόν του κ Κώνστα, μπορέσαμε κι αποκτήσαμε μια εικόνα του κόσμου όπως αυτός φαντασιώνεται και περιγράφεται από τους ηγήτορες  στην αυγή του 21ου αιώνα. Μέσα σ’ αυτή την εικόνα ο ρόλος που επιφυλάσσεται για τα κράτη, το λέει καθαρά ο συγγραφέας, είναι αυτός του επιτηρητή, θα μετατρέπονται δηλαδή σταδιακά και σταθερά σε κράτη – αστυφύλακες. Αν όμως σκεφτούμε ότι ακόμα και στις λαμπρότερες στιγμές τους τα αστικά κράτη μέσα στην πορεία των 250 χρόνων της αστικής δημοκρατίας ήταν σταθερά προσδεμένα με τα συμφέροντα εκείνων που κατείχαν τον πλούτο, δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνει τον κ. Κώνστα να πιστεύει ότι σήμερα, με την έλευση της εποχής των Αγορών που ευαγγελίζεται και την απόλυτη κυριαρχία τους, τα κράτη θα μπορέσουν να παίξουν ως δια μαγείας έναν άλλο ρόλο.  Παραμένει ανεξιχνίαστη πίστη του δημοσιογράφου και ως εκ τούτου δεν έχουμε καμία υποχρέωση να την δεχθούμε. Ας πιστεύει ότι θέλει ο άνθρωπος και ας το διακηρύσσει από πάνω (περί ορέξεως κολοκυθόπιτα). Αντίθετα, εμείς από την πλευρά μας έχουμε το θεμελιωμένο στην ιστορική και πολιτική πείρα (απώτερη και πρόσφατη) δικαίωμα να ισχυριζόμαστε ότι το κράτος – επιτηρητής – αστυφύλακας θα μετατρέπεται σε μια δύναμη καταστολής κάθε κοινωνικής - εργατικής κινητοποίησης και διεκδίκησης, πολύ περισσότερο θα μετατρέπεται σε μια δύναμη διασποράς του φόβου και εκφασισμού της κοινωνίας. 

4] «Στη σημαντικότερη Κυριακή της πασχαλινής αγοράς του 2013, τα καταστήματα ήταν κλειστά, η αγορά ήταν νεκρή. Ποιόν εξυπηρετεί αυτό; Σίγουρα όχι την παραγωγικότητα, σίγουρα όχι την επιχειρηματικότητα ούτε φυσικά την απασχόληση έστω και τη μερική απασχόληση».

4.1. Είναι αξιοσημείωτη η πενία Λ/λόγου που επιδεικνύει εδώ ο κ. Κώνστας.
Αναρωτιέται κι ο ίδιος, αδυνατώντας να καταλάβει, πώς μπορεί να υπάρξει ζωή όταν η αγορά είναι νεκρή. Εάν δηλαδή μπορεί να υπάρξει μια Κυριακή που δεν θα ορίζεται από αυτό το απεριόριστο δούναι και λαβείν και τι μπορεί να εξυπηρετεί η ύπαρξη μιας τέτοιας Κυριακής. Η χρήση της γλώσσας κι εδώ είναι ενδεικτική του πράγματος.  Η αγορά είναι το ουσιαστικό και το Πάσχα (όπως και άλλες μεγάλες θρησκευτικές γιορτές) είναι ο επιθετικός προσδιορισμός, που το συνοδεύει προσδίδοντας μια ειδική (εποχική) ποιότητα. Τίποτα πέραν αυτού.  Μπροστά στα μάτια του κ. Κώνστα οι άνθρωποι σαν πολύπλοκες και πολυδύναμες υπάρξεις, παραγωγοί αξιών ήθους και ηθικές αξίες οι ίδιοι, έχουν εξαφανιστεί. Το ότι προηγούνται οι άνθρωποι, οι οποίοι διαθέτουν μια κοινωνικότητα και μια πνευματικότητα που υπερβαίνει τις ανάγκες κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών, το ότι είναι οι άνθρωποι αυτοί που μπορούν και δικαιούνται να έχουν τον έλεγχο της λειτουργίας των αγορών, των ωραρίων και των αργιών και έπονται οι αγορές είναι γι’ αυτόν κάτι αδιανόητο. Το ότι η Κυριακή – αργία είναι σημαντική γιατί οι εργατικοί αγώνες το θεσμοθέτησαν είναι κάτι ανάξιο λόγου. Το ότι η σημαντικότητα των πραγμάτων δεν αντλείται από τις οικονομικές συναλλαγές ούτε και εξαντλείται σ’ αυτές, είναι κάτι πρωτόγονο. Μάλιστα όσο η αγορά δεν εξαπλώνεται σε όλο το μήκος και το πλάτος της ανθρώπινης μέρας, ζωής,  δραστηριότητας τόσο φαίνεται να τον ζώνουν τα φίδια. Διότι η αγορά έτσι όπως την θέλει ο κ. Κώνστας είναι κάτι που προβάλλοντας την φύση του εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα και καταλαμβάνει όσο χώρο και χρόνο βρει μπροστά του, επισκιάζοντας τα πάντα. Επομένως η αγωνία του είναι να αρθούν έστω και αυτοί οι ελάχιστοι περιορισμοί της Κυριακής.

4.2. Ναι, μέσα στην καρδιά του πράγματος που μας εξέθεσε ο κ. Κώνστας φωλιάζει ο μεγαλύτερος ανορθολογισμός. Η αγορά, ο καταναλωτής, ο επιχειρηματίας, ο εργαζόμενος ενώ αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες καταστάσεις ύπαρξης στον κόσμο,  στον ανατέλλοντα μετα-καπιταλισμό είναι καθαρές αφαιρέσεις, κενές από κάθε περιεχόμενο, αυτόνομες οντότητες που δεν υπόκεινται σε κανέναν έλλογο σχεδιασμό. Είναι αυτονομημένες στο βαθμό που δεν αντικατοπτρίζουν μια συνειδητή και οργανωμένη δράση της κοινωνίας των ανθρώπων που στοχάζεται την πράξη. Και είναι άλογες στο βαθμό που η κατατμημένη δραστηριότητα των μελών της κοινωνίας, (δηλαδή ο καθένας να κάνει την «δουλειά» του π.χ. ο επιχειρηματίας να βρει το ωράριο που βολεύει τους πελάτες του, ο εργαζόμενος να δουλεύει όπως διαταχθεί/υποχρεωθεί να δουλεύει, ο καταναλωτής να καταναλώνει, και το κράτος να επιτηρεί), αφαιρεί την δυνατότητα σύλληψης και απόδοσης νοήματος στο σύνολο της ανθρώπινης  δραστηριότητας. Την θέση του νοήματος καταλαμβάνουν καινοφανείς έννοιες όπως «παραγωγικότητα», «επιχειρηματικότητα» και άλλες. Κανείς δε από τους ένθερμους υποστηρικτές τους δεν κάνει τον κόπο να τις προσγειώσει στην πραγματικότητα και να τις μεταφράσει στα σημαίνοντα για την ανθρώπινη κατάσταση στην οποία αναφέρονται.

4.3. Ποιο κυνική, δε απ’ όλες, είναι η έννοια της «απασχόλησης», που αντικαθιστά την έννοια της εργασίας. Η έννοια αυτή πηγαινοέρχεται στα χείλη διαφόρων εργατολόγων και πολιτικών, οι οποίοι την συνδέουν, κάθε φορά μιλώντας για «αύξηση της απασχόλησης», με κάτι το επιθυμητό. Όμως μέσα στην ίδια την λέξη υπάρχει η κατάργηση της εργασίας. Δεν αναγνωρίζεται πλέον ο εργαζόμενος ως παραγωγός ενός έργου, αλλά αυτός που κάνει κάτι για να μην βρίσκεται σε «σχόλη», σε αργία. Κάτι παρόμοιο κάνουν π.χ. οι baby sitters με τα μικρά παιδιά που τους εμπιστευόμαστε , τα «απασχολούν» μέχρι να γυρίσουμε ή οι υπερήλικες άνθρωποι για να περνούν ευχάριστα την συνταξιοδοτική τους ημέρα. Η υποβάθμιση είναι εμφανής : οι εργαζόμενοι με την εργασία τους συνδέουν την διαβίωσή τους των ιδίων και των οικογενειών τους, κι αυτή η σύνδεση είναι εκ φύσεως άξια σεβασμού και αξιοπρέπειας και δεν έχει καμία σχέση με ό,τι μπορεί κάποιος να κάνει επειδή έχει διαθέσιμο πλείστο ελεύθερο χρόνο.

5] «Η επανεκκίνηση της οικονομίας δεν μπορεί να γίνει με κλειστές αγορές. Όλοι πρέπει να δουλεύουν, απλά το Κράτος οφείλει να επιβάλει με αυστηρότητα την επιβολή της εργατικής νομοθεσίας. Έτσι θα δημιουργηθούν δουλειές για περισσότερους και εισόδημα για δαπάνη….»

5.1. Η τελευταία παράγραφος του άρθρου, κινείται στο ίδιο πνεύμα. Θα μπορούσε  να λείπει, μια και έχουμε καταλάβει την αγωνία του αρθρογράφου Πάντως είναι απορίας άξιο πώς με τέτοια αβαθή επιχειρήματα προωθείται μια   πολιτική, που καθορίζει όχι μόνο την σφαίρα της οικονομικής δραστηριότητας αλλά επεκτείνεται στην καθόλου σφαίρα  της ανθρώπινης κοινωνικότητας.

5.2. Σε όλες τις φάσεις της ιστορικής τους διαδρομής οι ανθρώπινες κοινωνίες  διέθεταν μια μορφή οργάνωσης της εργασίας, έναν κοινωνικό καταμερισμό που ήταν πάντα μια άνιση και ταξική διευθέτηση, πλην όμως διέθεταν μια       αντίληψη περί του κοινώς ζην, που δεν εξαντλείτο σ’ αυτή τη διευθέτηση, για τον λόγο αυτό ήταν σε θέση να παράγουν αυτό που σήμερα αναγνωρίζουμε ως «λαϊκό πολιτισμό». Στις προβιομηχανικές κοινωνίες αλλά και στις πρώιμες βιομηχανικές αυτό το πλαίσιο αρχών, ιδεών, ιεραρχιών και προτεραιοτήτων ήταν πιο έντονο. Σήμερα όμως δεν υπάρχει τομέας της κοινής ζωής της κοινότητας που να μην υποτάσσεται σ’ αυτόν τον καταμερισμό της εργασίας κι αυτό επιτυγχάνεται σταδιακά με την ανάδειξη των Αγορών ως υπέρτατης νομοθετούσας αρχής. Ο μελλοντικός κόσμος είναι ήδη εδώ. Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι η χρήση εκφράσεων που χρησιμοποιούνται στον διαφημιστικό λόγο (τον μόνο καθημερινά αρθρωμένο με αξιώσεις παραγωγής αποτελεσμάτων,  λόγο) όπως: «είμαστε δίπλα σας», «σας κοιτάμε στα μάτια», «προσπαθούμε μαζί» και άλλα τέτοια, κλέβουν από την σφαίρα των ανθρώπινων αξιών που δίνουν νόημα στην ανθρώπινη ζωή, απογυμνώνουν τις έννοιες από κάθε περιεχόμενο για να τις θέσουν στην υπηρεσία της Αγοράς; Εξάλλου αυτός είναι ο στόχος, μας λέει ο αρθρογράφος: «δουλειές για όλους, εισόδημα για δαπάνη». Αυτά είναι τα όρια του «νέου κόσμου» και  Ουδέν πέραν αυτού.


Πολλοί άνθρωποι διακατέχονται από μια θλίψη και παραδίδονται εύκολα στην μελαγχολία, αναθυμούμενοι παλιότερες εποχές, τότε που «ήταν αλλιώς ο κόσμος». Αναφέρομαι σε ανθρώπους εκεί γύρω στα 45-50 ή και μεγαλύτερους όταν αντικρίζουν κάτι που τους θυμίζει «εκείνον τον κόσμο», όπως είναι παραδείγματος χάριν το παλιό Αναγνωστικό της πρώτης του Δημοτικού, το οποίο ανατυπώνεται συνεχώς και κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία κάνοντας καλές πωλήσεις.. Βλέπει τότε κανείς την χαρά αναμειγμένη με μια άγρια πίκρα που μένουν μετέωρες, γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν πώς γίνεται να αλλάζει ερήμην τους ο κόσμος. Μοιάζει σα να ήταν οι ίδιοι απόντες όλο αυτό το διάστημα κι όμως  ήταν εδώ, ανάμεσά μας, προσπαθώντας, δουλεύοντας καθημερινά, καταναλώνοντας, επενδύοντας και τόσα άλλα. Παραμένει γι’ αυτούς τους ανυποψίαστους και καλής θέλησης ανθρώπους ανεξήγητη η αιτία της μεταβολής του κόσμου.

Το άρθρο του κ. Κώνστα κινείται στην περιοχή της κοινοτυπίας μιας συζήτησης τηλεοπτικών παραθύρων που ωστόσο λέει πολύ σημαντικά πράγματα και το μικρό αυτό σημείωμα που προκάλεσε δεν φιλοδοξεί να συμβάλλει στην οξεία πολιτική αντιπαράθεση όπως αυτή απασχολεί το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Εάν είχε έναν στόχο αυτός ήταν κυρίως να δείξει πως για ό,τι συμβαίνει και παίρνει τη μορφή του ανεξέλεγκτου ή του μοιραίου υπάρχουν συγκεκριμένες αιτίες – παραδοχές που εάν τις υιοθετήσουμε ακόμα και εν αγνοία μας ή καλή τη πίστει,  εξηγούν τα «ανεξήγητα» φαινόμενα.
Στην βάση όλων των πραγμάτων υπάρχουν κάποιες παραδοχές: Υπάρχει μια ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ που λανθάνει και είναι δική μας ευθύνη να την γνωρίσουμε.
Έχει αξία αυτή η γνώση; Κατά τη γνώμη μου έχει τεράστια αξία, γιατί από την γνώση αυτή εξαρτάται η απόφασή μας να πράξουμε έτσι ή αλλιώς. Να πράξουμε δηλαδή ΕΛΕΥΘΕΡΑ. Τότε και μόνο τότε ο κόσμος παύει να είναι κάτι ξένο, δεν εννοώ καλύτερος ή χειρότερος, αλλά  κάτι μέσα στο οποίο η εφήμερη ύπαρξή μας έχει θέση, επειδή ακριβώς μπορέσαμε να τον δούμε μέσα στην πολύπλοκη ομορφιά του και να τον νιώσουμε έτσι καθώς ο Κόσμος αλλάζει.

Υ.Γ. Μακάρι να είχα την ευχέρεια του κ. Κώνστα να έγραφα με τόσο λίγες γραμμές αυτά που θέλω να πω. Όμως, πώς θα μπορούσα εγώ να πετύχω κάτι τέτοιο αφού σε πείσμα όλων η ζωή είναι κάτι αρκετά πολλαπλό και πολύπλοκο για να μην επιδέχεται απλουστεύσεις, και ταυτόχρονα δύστροπο για να μπαίνει σε κανόνες, και όχι κάτι απλό ή αγοραίο, όπως το θέλει ο κ. Κώνστας .

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός