Καθημερινές κουβέντες στήνονται σε καθημερινά μέρη, όπως οι πολυσύχναστοι δρόμοι της πόλης, τα μαγαζιά και οι δημόσιες υπηρεσίες, ανάμεσα σε καθημερινούς ανθρώπους και αφού περιδιαβούν το ζοφερό τοπίο του οικονομικού τρόμου, καταλήγουν, μ’έναν αναστεναγμό ανακούφισης και απαντοχής, στο κλασικό «να χουμε την υγειά μας, τουλάχιστον».
Και εγώ, που βρίσκομαι εκεί δίπλα τους, θέλω να φωνάξω : Όχι, δεν θέλω την υγειά μου. Τη ζωή μου θέλω, γαμώτο.
Την ζωή μου ολόκληρη. Σε όλο το πλάτος, το μήκος και το βάθος της.
Και θέλω να έχω εγώ τον έλεγχο όλης αυτής της έκτασης.
Ακούγεται βλάσφημο;
Πριν σταυροκοπηθώ, ας μου πει κάποιος λοιπόν, τι στα κομμάτια είναι βλάσφημο και τι προσβλητικό, τι είναι ταπείνωση και τι είναι χάλια ζωή και χάλια μέρα και χάλια μέλλον και χάλι αδιόρθωτο παντού.
Εγώ, λοιπόν, λέω ότι βλάσφημο και προσβλητικό είναι ό,τι μας έκανε και χάσαμε κάθε έλεγχο πάνω στη ζωή μας, ό,τι μας υποχρεώνει να παίρνουμε υπνωτικά για να κοιμηθούμε και δυναμωτικά για να σταθούμε στα πόδια μας Βλάσφημο είναι ότι ακόμα και ο ύπνος μας διακόπτεται από το φόβο. Βλάσφημο είναι ότι κανένα πραγματικό γέλιο δεν ακούγεται πουθενά. Βλάσφημο είναι ότι δεχθήκαμε να μας υποβιβάζουν, να μας καθηλώνουν με διάφορες θεωρίες περί εφικτών στόχων και ηλίθιους μεγαλοϊδεατισμούς περί ισχυρής Ελλάδας, Ολυμπιάδας και κουραφέξαλα.
Βλάσφημο και ταπεινωτικό είναι ότι παρακολουθήσαμε ένα ολόκληρο έθνος να κάθεται σιωπηλό, φρόνιμο και ένοχο στους προθαλάμους των βουλευτικών γραφείων, όπως οι πελάτες στα σαλονάκια των μπουρδέλων.
Βλάσφημο είναι ότι αναδείξαμε ηγέτες και κυβερνήτες χυδαία υποτακτικούς, ολοφάνερα ιδιοτελείς και απίστευτα κενούς. Ότι κάναμε την σιωπή μας χρυσό και το χρυσό κέρδη για ορισμένους.
Ταπείνωση είναι οι ουρές στον ΟΑΕΔ για το επίδομα ανεργίας, η σπατάλη των νέων παιδιών που γυρνάνε από δω και από κει με μάτσο τα βιογραφικά. Χάλι και εφιάλτης είναι για κάθε σπίτι ο μήνας που μπαίνει.
Βλασφήμια είναι τα τραγικά προσωπικά και τα οικογενειακά αδιέξοδα. Το κενό βλέμμα, το άρρωστο ξενύχτι, το ζευγάρι που δεν κάνει πια έρωτα, ο μετανάστης που πνίγεται, το κορίτσι που κάνει στριπτίζ στα κωλάδικα.
Δεν θέλω την υγειά μου.
Δεν θέλω να προσεύχομαι να μην κολλήσω καμία αρρώστια μέσα σ’ένα απέραντα μολυσμένο και άρρωστο κόσμο και να είμαι ευχαριστημένη μ’ αυτό.
Δεν θέλω την υγειά μου σαν επιβράβευση επιβίωσης ζωής κατσαρίδας.
Δεν θέλω την υγειά μου σαν επιβράβευση επιβίωσης ζωής κατσαρίδας.
Δεν θέλω μια απάντηση υγειονομική και ξεμοναχιασμένη.
Θέλω την ζωή μου ολόκληρη. Όχι αυτή που μετράνε με αποδείξεις ταμειακών μηχανών, που αθροίζουν, που υπολογίζουν με spread και επιτόκια. Όχι αυτή που ακρωτηριάζουν κάθε μέρα για να μου αφήσουν στο τέλος ένα υγιές τίποτα.
Θέλω τη ζωή μου ολόκληρη.
Και επειδή την φαντάζομαι ολόκληρη, δεν είναι μόνο δική μου, επεκτείνεται και πέρα από εμένα, πέρα από τα στενά όρια της δικής μου πεπερασμένης ζωής και ύπαρξης.
Συνδέεται απαραίτητα με τους άλλους ανθρώπους, μ’ αυτούς που ζήσαν πριν και αυτούς που θα ζήσουν μετά από μένα. Αλληλεπιδρά, συναντιέται στο δρόμο μαζί τους, συνομιλεί, συμπάσχει, εξελίσσεται, γίνεται ανθρώπινη.
Διαφορετικά αυτή η «υγειά μας τουλάχιστον», η υγεία της δυστυχίας μας, δεν με αφορά.
Γιατί αν ήμουν ένα τούβλο που δεν είχε καμία ραγισματιά, δεν του έλειπε κανένα κομμάτι και το διάλεγαν να κτίσουν ένα γερό τοίχο θα ήμουν ένα υγιές τούβλο, άνθρωπος όμως και μάλιστα ευγνώμων πώς θα μπορούσα να νιώσω;;;;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου