Τα πρωινά του χειμώνα,
κάτω απ' τη γέφυρα της εθνικής,
στην διασταύρωση, περιμένοντας στη στάση του υπεραστικού λεωφορείου.
Είναι θαμπά όλα κι αχνίζουν.
Ανάμεσα μέρα και νύχτα, κάνει κρύο, αναπνέεις την υγρασία.
Εγώ και του χωριού ο τρελός.
Καλημέρα κυρία καθηγήτρια, μου λέει.
Τον καλημερίζω κι εγώ.
Καθόμαστε δίπλα δίπλα στο μεταλλικό παγκάκι.
Εγώ περιμένω.
Αυτός έχει μόλις φτάσει από την πρωινή του βόλτα
κατά μήκος του δρόμου, κρατώντας ένα ξύλινο ραβδί.
Έτσι γυρίζει μέρα-νύχτα.
Καμιά 35αριά χρονών, ντυμένος παράταιρα,
ρούχα φαρδιά, φθαρμένα παπούτσια, μισοβρώμικος.
Στην δεύτερη τάξη του Γυμνασίου, μου είπε,
τον απέβαλαν απ' όλα τα σχολεία αφού έκανε βλακείες...
και πότε- πότε παθαίνει κρίσεις επιληψίας,
αλλά παίρνει φάρμακα και είναι "εντάξει".
Μου λέει για τα χωράφια, για τις ελιές, για τον καιρό.
Εγώ του λέω για το πανεπιστήμιο,
για τα μαθήματα, για τη φιλοσοφία,
ότι είχαν και οι αρχαίοι μια ιερή νούσο
και πίστευαν ότι οι άνθρωποι που έπασχαν απ' αυτήν
δεχόντουσαν μέσα τους τον θεό...
Είχαν κι ένα θεό προστάτη των γιατρών...
Ζεσταίνουμε τα χέρια μας με την αναπνοή μας.
Περνούν από μπροστά μας με μεγάλες ταχύτητες
λεωφορεία, φορτηγά, ψυγεία, μπετονιέρες.
Αφήνουν πίσω τους ένα κρύο ρεύμα που μας συνεπαίρνει και τους δύο.
Ψόφος.
Χαιρετάει κάθε τόσο τους πρωινούς περαστικούς
που πάνε στις δουλειές τους.
Τους ξέρει όλους από τα γύρω χωριά.
Άλλους χαιρετάει με τ' όνομά τους
γειά σου Νικήτα, γειά σου Μανώλη...
Άλλους γενικά, γειά σου θειά... γειά σου μπάρμπα...
Μου λέει για ένα χωράφι
που βγήκανε χιλιάδες κόκκινες παπαρούνες,
ότι είναι τώρα η εποχή τους και θα πάει να μαζέψει,
του αρέσουν πολύ οι παπαρούνες
και ρωτάει αν μ' αρέσουν κι εμένα.
Υπάρχει κανείς που να μην τ' αρέσουν; του λέω.
Σηκώνει τους ώμους του, σ' ένδειξη απορίας. Πού να ξέρω;
Ο κόσμος φαίνεται δυσνόητος.
Περνάει σιγά η ώρα. Δεν φαίνεται το λεωφορείο.
Καθυστέρηση.
Γειά σου Ηλία, είπε φωναχτά.
Ξαφνιάστηκα γιατί δεν πέρναγε κανείς
πεζός ή οδηγός φορτηγού ή αγροτικού.
Γύρισα και τον κοίταξα με απορία.
Δυσνόητος ο κόσμος.
Σήκωσε τους ώμους τους
και μου'δειξε με το δάκτυλο τον ουρανό.
Βγήκε ο ήλιος, μου είπε.
Αρχές Μάρτη μέσα από σύννεφα.
Σιγά σιγά σηκώνεται η μέρα.
Έφτασε το λεωφορείο.
Γειά σου κυρία καθηγήτρια...
Ανεβαίνοντας για να φύγω του κάνω ένα νόημα με το χέρι μου,
έναν κύκλο ... γειά ...
Αυτός μένει πίσω.
Αύριο, του λέω χωρίς φωνή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου