Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ιστορίες λεωφορείου (ΙV)







Τα πρωινά του χειμώνα, 
κάτω απ' τη γέφυρα της εθνικής, 
στην διασταύρωση, περιμένοντας στη στάση του υπεραστικού λεωφορείου. 
Είναι θαμπά όλα κι αχνίζουν. 
Ανάμεσα μέρα και νύχτα, κάνει κρύο, αναπνέεις την υγρασία.
Εγώ και του χωριού ο τρελός.

Καλημέρα κυρία καθηγήτρια, μου λέει.
Τον καλημερίζω κι εγώ.
Καθόμαστε δίπλα δίπλα στο μεταλλικό παγκάκι. 
Εγώ περιμένω. 
Αυτός έχει μόλις φτάσει  από την πρωινή του βόλτα 
κατά μήκος του δρόμου, κρατώντας ένα ξύλινο ραβδί. 
Έτσι γυρίζει  μέρα-νύχτα. 
Καμιά 35αριά χρονών, ντυμένος παράταιρα, 
ρούχα φαρδιά, φθαρμένα παπούτσια, μισοβρώμικος. 
Στην δεύτερη τάξη του Γυμνασίου, μου είπε, 
τον απέβαλαν απ' όλα τα σχολεία αφού έκανε βλακείες...
και πότε- πότε  παθαίνει κρίσεις επιληψίας, 
αλλά  παίρνει φάρμακα και  είναι "εντάξει". 

Μου λέει για τα χωράφια, για τις ελιές, για τον καιρό. 
Εγώ του λέω για το πανεπιστήμιο, 
για τα μαθήματα, για τη φιλοσοφία, 
ότι είχαν και οι αρχαίοι μια ιερή νούσο 
και  πίστευαν ότι οι άνθρωποι που έπασχαν απ' αυτήν
δεχόντουσαν μέσα τους τον θεό...
Είχαν κι ένα θεό προστάτη των γιατρών...

Ζεσταίνουμε τα χέρια μας με την αναπνοή μας.
Περνούν από μπροστά μας με μεγάλες ταχύτητες 
λεωφορεία, φορτηγά, ψυγεία, μπετονιέρες. 
Αφήνουν πίσω τους ένα κρύο ρεύμα που μας συνεπαίρνει και τους δύο. 
Ψόφος.
Χαιρετάει κάθε τόσο τους πρωινούς περαστικούς
που πάνε στις δουλειές τους. 
Τους ξέρει όλους από τα γύρω χωριά. 
Άλλους χαιρετάει με τ' όνομά τους    
γειά σου Νικήτα, γειά σου Μανώλη...
Άλλους  γενικά, γειά σου θειά... γειά σου μπάρμπα...

Μου λέει για ένα χωράφι 
που βγήκανε χιλιάδες κόκκινες παπαρούνες, 
ότι είναι τώρα η εποχή τους και θα πάει να μαζέψει, 
του αρέσουν πολύ οι παπαρούνες 
και ρωτάει αν μ' αρέσουν κι εμένα.
Υπάρχει κανείς που να μην τ' αρέσουν; του λέω.
Σηκώνει τους ώμους του, σ' ένδειξη απορίας. Πού να ξέρω;
Ο κόσμος φαίνεται δυσνόητος.
Περνάει σιγά η ώρα. Δεν φαίνεται το λεωφορείο. 
Καθυστέρηση.

Γειά σου Ηλία, είπε φωναχτά.
Ξαφνιάστηκα γιατί δεν πέρναγε κανείς 
πεζός ή οδηγός φορτηγού ή αγροτικού.
Γύρισα και τον κοίταξα με απορία.
Δυσνόητος ο κόσμος. 
Σήκωσε τους ώμους τους 
και μου'δειξε με το δάκτυλο τον ουρανό.   
Βγήκε ο ήλιος, μου είπε.
Αρχές Μάρτη μέσα από σύννεφα. 
Σιγά σιγά σηκώνεται η μέρα.
Έφτασε το λεωφορείο.
Γειά σου κυρία καθηγήτρια...
Ανεβαίνοντας για να φύγω του κάνω ένα νόημα με το χέρι μου,  
έναν κύκλο ...  γειά ... 
Αυτός μένει πίσω. 
Αύριο, του λέω χωρίς φωνή.









Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός