![]() |
Ποντίκια μιας πόλης άγνωστης, μιας σκοτεινής,
μιας πόλης που τελειώνει,
σ’ ένα τρελό κυνηγητό μέσα από σοκάκια
πάνω σε όνειρα,
τριγύρω από αγάπες,
στο πρώτο κυνήγι της τροφής,
στις πιο απόμερες γωνιές κρυμμένες είναι οι γάτες.
Αυτές οι άτρωτες, οι φοβερές, οι μανιασμένες γάτες
με φανερά τα νύχια τους και τ’ αφανέρωτα
επάνω στο κορμί σας
έντρομα ποντικάκια μου,
ένα έχασε τα μάτια του, τυφλό το λιώσαν,
έν' άλλο τριγυρνά με τρύπια την καρδιά του,
άλλο με το κεφάλι του μισό και φόβο στο μυαλό του,
τ' άλλο έχασε τα πόδια του, καρφώθηκαν στην άμμο,
κι ένα άλλο τις γρατζουνιές του συντηρεί παντού που
αιμορραγούνε
άρρωστα ποντικάκια μου
με τα κρυμμένα πρέπει σας,
με τους κρυφούς σας φόβους,
με τις κρυμμένες λέξεις σας
με τις κρυφές απάτες,
με τις κραυγές που πνίξατε,
και τη ζωή
που νιώθετε πως πια δεν σας ανήκει,
με τη ζωή σας την κρυφή, που θάνατος πια μοιάζει.
Ποιος ζει; εμείς; οι γάτες; ο φόβος;
- Υπάρχουμε;
- Κλαίμε, δεν ξέρω.
- Υπάρχουμε;
- Μιλάμε ψιθυρίζοντας, δεν ξέρω.
- Υπάρχουμε;
- Δεν ξέρω. Δεν ξέρω ποιος ζει και ποιος είναι ο πεθαμένος.
Και μόνο μπροστά μια είσοδος,
Να μπούμε;
ποιος δρόμος; ποιο γέλιο ακούγεται; ποια έξοδος;
Κάπου ένα παιδί γελά
κι αντηχεί το γέλιο του
μεσ’ τον λαβύρινθό μας
τυλίγεται στο σώμα μας,
χαϊδεύει τ’ αυτιά μας,
και στις πληγές μας κάθεται
σαν οδηγός , σαν μάνα, σαν πατέρας,
σαν μέτρο, σαν αγάπη,
σαν όλα αυτά που κέρδισαν οι πεινασμένες γάτες
σαν όλα αυτά που χάσαμε
σαν μαγεμένο φλάουτο
το γ έ λ ι ο
Γέλιο μιας άλλης πόλης, μιας απάτητης
μιας άγνωστης
πόλης που περιμένει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου