Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Κ.Π.Καβάφης: Η υψηλή τέχνη της Αποτυχίας

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΩΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

  


1. Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η                                                                                                                        

Ο Κ.Π. Καβάφης (1863-1933), είναι ένας από πλέον γνωστούς Έλληνες ποιητές τόσο στην Ελλάδα όσο και στον έξω κόσμο, το δε ποιητικό του έργο[1], αν και σχετικά μικρό σε έκταση,  είναι ένα έργο ιδιαίτερης συμπύκνωσης, καινοτόμο και ιδιάζον σε σημείο που ανάμεσα στους ειδήμονες να γίνεται λόγος  για καβαφικό κανόνα[2] και για καβαφικές σπουδές, εννοώντας έναν ιδιαίτερο τρόπο ποιητικής γραφής και μια τεράστια παραγωγή κειμένων φιλολογικής αλλά και φιλοσοφικής  ερμηνείας του.
          Αλλά και μη-ειδικοί, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, συχνά –πολλές φορές χωρίς καν να το γνωρίζουν- συνοδεύουν με έναν τρόπο φυσικό, διάφορες εκφάνσεις του καθημερινού βίου με καβαφικούς στίχους.
         Το 2013, «έτος Καβάφη», σπαράγματα του καβαφικού λόγου, διακόσμησαν λεωφορεία και σταθμούς του μετρό της αθηναϊκής πρωτεύουσας, σε μια προσπάθεια[3] εξ-ανθρωπισμού της απάνθρωπης και απρόσωπης ζωής των πολιτών της πόλης που κατ’ ευφημισμό λέμε (ή λέγαμε, κάποτε) «κοιτίδα» του δυτικού πολιτισμού και της φιλοσοφίας.
          Ωστόσο, όλα αυτά έρχονται με τον τρόπο τους, θετικό ή αρνητικό, να συνεχίσουν έναν διάλογο που ποτέ δεν σταμάτησε σ’ αυτόν τον τόπο. Τον διάλογο που άνοιξε ο «εξ Αιγύπτου ποιητής» όταν πριν από 80 χρόνια παρέδωσε στην ιστορία το σύνολο της ποιητικής του παραγωγής και αναχώρησε, όπως λέει ο Διονύσης Καψάλης στο ποίημά του «Αποχαιρετισμός 27.10.1932»[4] για να επιστρέψει στην ποιητική «πατρίδα» του. Έκτοτε, όπως λέει στο ποίημα ο Καψάλης, εμείς όλοι, ένα «παρδαλό ανθρωπομάνι» μαζευόμαστε και συρρέουμε γύρω από τα πολύτιμα γραπτά του.

Σκοπός της εργασίας αυτής δεν είναι να αναδείξει όλα εκείνα τα σημεία που καθιστούν την ποίηση του Καβάφη «φιλοσοφικότερη» πολλών, σύγχρονων κυρίως, ιδεολογικών, ποιητικών και αισθητικών ρευμάτων -θα ήταν πολύ μεγαλεπήβολος στόχος- αλλά θα προσπαθήσει να επικεντρωθεί σε λίγα ποιήματα που δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, με τον καλύτερο τρόπο την βαθιά συνάφεια της Φιλοσοφίας με την υψηλή Ποίηση του Καβάφη.

Ο Χ. Θεοδωρίδης στην «Εισαγωγή στην Φιλοσοφία» με γλαφυρότητα παρομοιάζει την φιλοσοφία ως ένα οικόπεδο το οποίο γειτνιάζει με τ’ άλλα οικόπεδα του ανθρώπινου πνεύματος: της θρησκείας, της επιστήμης και της τέχνης.
Και σπεύδει να ομολογήσει ότι μεγάλοι φιλόσοφοι στην ιστορία της Φιλοσοφίας υπήρξαν σπουδαίοι ποιητές και λογοτέχνες και αντίστροφα[5]: «Γενικά οι μεγάλοι μεταφυσικοί είναι διαθέσεις ποιητικές και στα έργα τους δούλεψε η δημιουργική φαντασία. Τα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα είναι ποιήματα στο είδος τους….».
Ο Γκ. Χέγκελ αναφέρει στην «Εισαγωγή στην Φιλοσοφία της Ιστορίας» : «Η ποιητική τέχνη, που έχει σε μικρότερο βαθμό ανάγκη εξωτερικών μέσων (καθώς έχει για υλικό της ένα στοιχείο που παράγεται άμεσα από το πνεύμα: τη φωνή), εμφανίζεται με ιδιαίτερη τόλμη και με καλλιεργημένη έκφραση ακόμα και δίχως τη συνένωση ενός λαού σε έννομο βίο, η γλώσσα κατακτά αφ’ εαυτής και ανεξαρτήτως του πολιτισμού ένα υψηλό επίπεδο διανοητικής ανάπτυξης» και παρακάτω : «Ποίηση, εικαστική τέχνη, επιστήμη, καθώς και φιλοσοφία, απαντούν λοιπόν σε όλους τους κοσμοϊστορικούς λαούς»[6] .
Την πλέον όμως διαχρονική σύνδεση ανάμεσα στην Φιλοσοφία και την Ποίηση βρίσκουμε στην "Ποιητική" του  Αριστοτέλη:  
φανερν δ κ τν ερημένων κα τι ο τ τ γενόμενα λέγειν, τοτο ποιητο ργον στίν, λλ οα ν γένοιτο κα τ δυνατ κατ τ εκς τ ναγκαον. γρ στορικς κα ποιητς ο τ μμετρα λέγειν μετρα διαφέρουσιν (εη γρ ν τ ροδότου ες μέτρα τεθναι κα οδν ττον ν εη στορία τις μετ μέτρου νευ μέτρων)· λλ τούτ διαφέρει, τ τν μν τ γενόμενα λέγειν, τν δ οα ν γένοιτο. δι κα φιλοσοφώτερον κα σπουδαιότερον ποίησις στορίας στίν· μν γρ ποίησις μλλον τ καθόλου, δ στορία τ καθ καστον λέγει. στιν δ καθόλου μέν, τ ποί τ ποα ττα συμβαίνει λέγειν πράττειν κατ τ εκς τ ναγκαον, ο στοχάζεται ποίησις νόματα πιτιθεμένη· τ δ καθ καστον[7].

Οπότε δεν θα ήταν άστοχο να πούμε ότι Ποίηση και η Φιλοσοφία συναντιούνται εκεί που τα θεμελιώδη, βασανιστικά ερωτήματα της ανθρώπινης Περιπέτειας λαμβάνουν το μεγαλύτερο εύρος τους, γίνονται τα καθολικά θέματα της ύπαρξης, της ζωής, τα μεταφυσικά προβλήματα του όντος.
Και ποιος δεν μπορεί να διακρίνει την κοινή, κατά κάποιον τρόπο, μοίρα τόσο της Μεταφυσικής όσο και της Ποίησης, που επιφυλάσσει η άκρως θετικιστική και χρησιμοθηρική εποχή μας;
Ο Θεοδωρίδης αναφέρει πάλι: «Ή πρέπει να καταδικάσουμε μια για πάντα την μεταφυσική ή άμα της αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να υπάρχει, δεν πρέπει να ξαφνιαζόμαστε αν φανερώνεται έτσι όπως απαιτεί η φύση της. Όταν η διάνοια ξεπερνώντας τα όρια της εμπειρίας θέλει να βαθύνει στην ουσία του κόσμου και στην εσωτερική του συνάρτηση θα ζητήσει τη βοήθεια της φαντασίας»[8] .
Όσο η σύγχρονη Ποίηση αδυνατεί να μετουσιώσει σε λόγο στις κοινές αγωνίες και αναζητήσεις τόσο η κοινωνική – πολιτική – φιλοσοφική σκέψη θα σπρώχνεται στο περιθώριο και όσο η φιλοσοφική συζήτηση αναλώνεται σε νοητικά πειράματα τόσο θα φτωχαίνει και θα ιδιωτεύει ο παραγόμενος ποιητικός λόγος.


2. Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΠΙΤΑΓΗ                                          

Ο Καβάφης υπήρξε ολιγογράφος, έχει υποστηριχτεί ότι ως ποιητής ωρίμασε σε μεγάλη ηλικία, έχει  χαρακτηριστεί ως ο ποιητής του γήρατος και το έργο είναι όπως σημειώνει ο Σεφέρης μπορεί να ληφθεί ως ένα ποίημα εν προόδω[9].
          Τούτο σημαίνει ότι μπορεί να διαβαστεί ως ένα και μόνο ενιαίο ποίημα που συμβαδίζει με την σταδιακή, χρόνο το χρόνο ωρίμανση της ποιητικής του φωνής. Εάν έτσι το δούμε τότε όλη η ποίηση του Καβάφη φωτίζεται.
Θα πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την ποίηση του Καβάφη ένα αρθρωτό σύνολο  που εκθέτει σε παράταξη ποιήματα ηδονικά, παραινετικά και ιστορικά, χωρίς να φροντίζει για την επι-κοινωνία τους και χωρίς να διαθέτει εσωτερική συνοχή.
Αντίθετα, αυτή η επι-κοινωνία, όλων των ποιημάτων μεταξύ τους είναι το σταθερό μέλημα του Καβάφη και αντανακλά την μεγάλη του προσπάθεια να βρει τόσο το δικό του, μοναδικό κι ενιαίο ύφος γραφής όσο και την προσωπική βιο-φιλοσοφική θεωρία του.
Αυτός ήταν ένας διμέτωπος αγώνας λογοτεχνικής και πραγματικής επιβίωσης, που ο Καβάφης έδωσε με μια χαρακτηριστική αρχοντιά, περηφάνια και επιλεκτικότητα, αποτραβηγμένος στο μικρό του διαμέρισμα της rue Lespius  στην Αλεξάνδρεια [10].

      Εντυπωσιακά εύλογο για την στάση του που αποφάσισε να κρατήσει είναι ένα σημείωμα που έγραψε στα 1907, κι είναι θαρρείς ότι απευθύνεται σε κάθε πνευματικό δημιουργό, αλλά και ιδιαιτέρως τους σημερινούς της πλήρως εκχρηματισμένης συγγραφικής αγοράς :
                   …………………………………………………………………………………………………
Ο συγγραφεύς που έχει υπ’ όψιν βεβαιότητα, ή και πιθανότητα, να πουλήσει ολόκληρη την έκδοσί του, και ίσως κατόπι κι άλλες εκδόσεις, επηρρεάζεται ενίοτε απ’ αυτήν την μέλλουσα πούλησι. Όσο κι αν είναι ειλικρινής και με πεποιθήσεις θα τύχουν – σχεδόν χωρίς να το θέλει, σχεδόν χωρίς να το νοιώθει- στιγμές που, γνωρίζοντας πώς σκέπτεται και τι αρέσει και τι αγοράζει το κοινόν, θα κάμει κάτι μικρές θυσίες – θα πει τούτο κομμάτι αλλέως, και θα παραλείψει εκείνο. Και δεν υπάρχει πράγμα πιο ολέθριο για την Τέχνη (μόνο που το βάζει ο νους μου και φρίττω) παρά να λέγεται τούτο κομμάτι αλλέως και να παραλείπεται εκείνο[11].

Η τέχνη γράφεται με κεφαλαίο «Τ». Ο Καβάφης «φρίττει». Δεν μπορεί να ανεχθεί να λέγεται τούτο κομμάτι «αλλέως» ή να παραλείπεται «εκείνο», και μάλιστα «σχεδόν χωρίς να το νοιώθει», που πάει να πει με εγκληματική ελαφρότητα και ασυνειδησία,  διότι σ’ «τούτο δω» και σε «κείνο εκεί»  βρίσκεται αυτό που αγωνίζεται να πει.
Ο Γ.Π.Σαββίδης στο Εισαγωγικό Σημείωμα της έκδοσης του 1963 αναφέρει για τον Κ.Π.Καβάφη: «Μπορούσε, όμως να έχει την καθαρή συνείδηση του αγαθού δούλου, ο οποίος δεν καταχώνιασε μήτε εκπόρνευσε το τάλαντό του στην κοσμοπολίτικη έρημο της Αλεξάνδρειας ή στην βαλκανική σκόνη της Αθήνας…»[12]

          Ο Καβάφης δεν γαντζώνει την ποίησή του στο αναλλοίωτο, στον άφθαρτο κόσμο πλατωνικών ιδανικών μορφών του αθηναϊκού παρνασσισμού, για να μιλήσει διδακτικά και αφ’ ύψους στους συγκαιρινούς του ή/και διαχρονικά στον αναγνώστη κάθε εποχής. Κατορθώνει επίσης σχετικά γρήγορα να απελευθερωθεί από τα ομιχλώδη και τετριμμένα μελαγχολικά μοτίβα του ρομαντισμού.
Ο Καβάφης βρίσκει το δικό του στυλ την στιγμή που σκύβει πάνω στην στιγμή, στο συγκεκριμένο, και διαπιστώνει εκεί κάτι που μιλάει βαθιά μέσα στην ιδιοσυστασία της ψυχής του και τον κινητοποιεί : την απειλή της φθοράς, το γήρας, τον θάνατο, το μη-ον.
Ξεκινάει, λοιπόν, περίπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1890 μια μελέτη της μεταφυσικής του στιγμιαίου. Επιδίδεται σ’ αυτή τη μελέτη με  αυστηρότητα και ακρίβεια,  προσηλώνεται και ζει αφιερωματικά στην υπηρεσία της Τέχνης του.
          Ο υπαρξιστής φιλόσοφος Κ. Γιάσπερς θα μας πει μιλώντας για τον φιλοσοφικό άνθρωπο, για τις απόλυτες επιταγές: «Οι απόλυτες επιταγές προέρχονται από μέσα μου, συντηρώντας με εσωτερικά μ’ αυτό που μέσα στον εαυτό μου, δεν είναι μόνον ο εαυτός μου» και παρακάτω : «…η απόλυτη στάση συνεπάγεται μιαν απόφαση που παίρνεται σε στιγμές διαύγειας, μέσα από ένα απύθμενο βάθος, μια απόφαση που μ’ αυτήν ο εαυτός μου ταυτίζεται. Τούτο σημαίνει συμμετοχή στο αιώνιο, στο ον… σημαίνει απόλυτη αξιοποίηση και αφοσίωση που απορρέουν όχι απ’ τη φύση, αλλά απ’ την απόφασή μας[13]».
          Ο Καβάφης δεχόμενος την απόλυτη επιταγή που απορρέει από την ευφυΐα, την ευαισθησία, την πνευματική του καλλιέργεια και την προσωπική του ιδιαιτερότητα, υλοποιεί με τον πλέον ολοκληρωμένο τρόπο την διαλεκτική φύση του Απολύτου, έτσι όπως μας το δίδαξε ο Χέγκελ[14]. Η μετοχή του στο αιώνιο, στο άπειρο, στο καθόλου, γίνεται μέσα από την μελέτη του εφήμερου, του πεπερασμένου, του καθ’ έκαστον.
Η υλοποίηση αυτού του διαλεκτικού σχήματος καθιστά την καβαφική ποίηση «φιλοσοφικότερη» και μπορούμε καλύτερα τώρα να κατανοήσουμε την πηγή του βαθιού της ρεαλισμού, την υφή της  λεπτής της ειρωνείας, την επιστημονική της ακρίβεια, την σχολαστική της δεξιότητα.
Μπορούμε να κατανοήσουμε την φιλοσοφική δομή που την συνέχει και την κάνει να είναι ένα τόσο σταθερό και ανθεκτικό οικοδόμημα στο χώρο των ευρωπαϊκών γραμμάτων. Και βεβαίως την απαράμιλλη δεξιότητα επιλογής θεμάτων, προσώπων, σκηνοθετικών μοτίβων που χαρακτηρίζουν την καβαφική ποίηση.
Και έτσι, ενώ κάθε φορά ο Καβάφης μας δείχνει  με το δείκτη του χεριού του, «ετούτο εδώ», «εκείνο εκεί» των ζωών των ηρώων του, που πολλές φορές έχουν όνομα και επώνυμο, πόλη και χρονολογία (π.χ. «Για τον Αμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610» ή «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-655 μ.Χ.»), εμείς νιώθουμε ότι θα μπορούσε, το ίδιο εύκολα να δείχνει τις δικές μας ζωές.


3.ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΟΥ 

Ο καβαφικός κόσμος απλώνεται στην επικράτεια του εφήμερου. Σύνορά του είναι τα φθαρτά: το σώμα, οι μυρωδιές, η πρόσκαιρη δόξα, η εντύπωση.  
Ο Κ.Π. Καβάφης διατυπώνει μια πλήρη μεταφυσική του στιγμιαίου, αυτού που θαρρείς ότι δεν έχει καν υπόσταση, αυτού που πιέζεται και ασφυκτιά ανάμεσα στο πριν και στο μετά, αυτού που ήταν μέλλον και τώρα είναι παρελθόν, αλλά ποτέ ένα ασφαλές παρόν.

Η έλλειψη ασφάλειας, το επίφοβο που χαρακτηρίζει τ’ ανθρώπινα, δίνεται παραστατικά σ’ ένα από τα πρώιμα ποιήματά του τα «Κεριά»[15] (1899) :
Του μέλλοντος η μέρες σκέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα-
χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια.
Αυτή η θνήσκουσα αναλαμπή είναι η καλύτερη αναπαράσταση της ανθρώπινης τραγικής μοίρας. Τα μέλλοντα, τα  «κεράκια αναμένα/χρυσά, ζεστά και ζωηρά» δεν παύουν να ανήκουν σε μια ενιαία σειρά κεριών, δεν υπάρχουν έξω από αυτή τη σειρά που ορίζεται από το γρήγορο σβήσιμο :
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Εξάλλου το αναμμένο κερί έχει ήδη μπει στη τροχιά της φθοράς του, της αλλοίωσης και του τέλους, ακριβώς εκπληρώνοντας με την καύση του, τον σκοπό της ύπαρξής του. Η ανθρώπινη ζωή συντίθεται από αυτές τις θνήσκουσες φευγαλέες στιγμές που η μία διαδέχεται την άλλη.

Η φιλοσοφική ανθρωπολογία του Καβάφη ορίζει τον άνθρωπο ως μια «διακοπή». Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Διακοπή» [16].
Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Αλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται και επεμβαίνει.

Ο Πηλέας δεν μπορεί να γνωρίζει τα θεϊκά έργα, δεν μετέχει του θεϊκού νου, κι αυτή του η εγγενής αδυναμία, τον γεμίζει φόβο και αμφιβολία, τρέχει λοιπόν και επεμβαίνει, αυτός με τις επίγειες δυνάμεις του, κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει το κακό, πλην όμως αυτή η επέμβαση αν και γίνεται για καλό, διακόπτει το έργο των θεών, κρύβει μέσα της το σπέρμα του περιορισμένου, της αποσπασματικότητας του ανθρώπινου νου. Ο Πηλέας δεν μπορεί να δει όλη την εικόνα, όπως την βλέπουν η Δήμητρα και η Θέτιδα, κι αυτό είναι η καταδίκη του γιού του τού Αχιλλέα και του οίκου του.

Ένα άλλο ποίημα που αποδίδει την φιλοσοφική ανθρωπολογία του Κ.Π.Καβάφη είναι ασφαλώς τα «Άλογα του Αχιλλέως» [17]
Το ποίημα είναι ένα θαυμάσιο δείγμα της καβαφικής τεχνικής:
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
        που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
        άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Aχιλλέως·
        η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
        για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
        την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —
                ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.

                Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
        αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
        είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
        καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
        δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
        Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
      πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
      σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
                για του θανάτου την παντοτινή
      την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.

Όπως εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε να δεχθούμε τον θάνατο προσφιλών ανθρώπων, ιδίως νέων και εύρωστων έτσι και τα άλογα παρόμοια θρηνούν  πάνω στο άψυχο σώμα του ωραίου Πάτροκλου και κουνούν τις χαίτες τους όπως οι γυναίκες τραβούν τα μαλλιά τους, χτυπούν με τα πόδια τη γη όπως οι άνθρωποι με τα χέρια τα στήθια τους. Θρήνος ταιριάζει μόνο στην άθλια ανθρωπότητα, που είναι το παίγνιο της μοίρας. Τα αθάνατα άλογα δεν παρηγορούνται από τα λόγια του Δία ξέρουν ότι θα ακολουθήσει κι άλλος φρικτός θάνατος, δώρο είχαν δοθεί στον γάμο του Πηλέα με την Θέτιδα. Ακόμα και η συνεύρεση θεών και θνητών δεν μπορεί να αποτρέψει την ανθρώπινη μοίρα.

Νομίζω ότι τα παραδείγματα αρκούν για να καταλάβουμε μέσα σε ποιο πλαίσιο ορίζεται η προβληματική της ανθρώπινης μοίρας:
Από τη μια η στιγμή που περνάει και χάνεται σε μια άπειρη διαδοχή και από την άλλη η περιορισμένη δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίζει με ασφάλεια τα μελλούμενα, συνθέτουν τα «βιαστικά κι άπειρα όντα».  Και οι δύο αυτές δυναμικές που ορίζουν το ανθρώπινο είναι, συγκλίνουν στην επιστροφή στο μεγάλο Τίποτα, στην παντοτινή συμφορά του Θανάτου.

Επίταση της απαισιόδοξης αυτής φιλοσοφικής οπτικής δίνει το ιστορικό πλαίσιο. Η Ιστορία είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένα διαρκές γίγνεσθαι που τρέφεται από τις άπειρες στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης και δραστηριότητας: τα πρόσωπα, οι δυναστείες, οι θρησκείες, τα μύρια στιγμιότυπα που λαμβάνουν χώρα σε βασιλικές αίθουσες ή κρεβατοκάμαρες, σε χαμαιτυπεία ή σε φθηνά δωμάτια, στις παραλίες ή στην αγορά, όλα τα πάντα, αδιακρίτως αλέθονται στην ζωντανή ιστορική χοάνη.

Αυτή όμως η διαρκής ροή δεν γίνεται δίχως νόημα, δίχως σκοπό.
Εδώ ο Καβάφης κάνει το μεγάλο βήμα.
Η υψηλή του Ποίηση είναι μια Τέχνη της Αποτυχίας που αποτελεί τη μόνη δυνατότητα του ανθρώπου, για την απόλαυση της ελευθερίας του πνεύματός του.
Ας δούμε πώς το πετυχαίνει αυτό.


Η ΥΨΗΛΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ        

Παρακολουθούμε τον Καβάφη βήμα προς βήμα. Το επόμενο ποίημα που επιλέγω να παρουσιάσω είναι το «Επήγα»[18].
Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα.
Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες το μυαλό μου ήσαν,
επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.
Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.

Το βήμα που κάνει ο Καβάφης είναι αυτό πάνω από τις διαιρέσεις. Ο Καβάφης κάνει το βήμα της επικίνδυνης μεσολάβησης. Με τον όρο  «απολαύσεις», ας εννοήσουμε την πλήρη συνειδητοποίηση της ζωής´ αυτές λοιπόν, οι απολαύσεις ήταν μισές μέσα στην πραγματικότητα, δηλαδή στο είναι της υλικότητας και μισές μέσα στο νου, δηλαδή στη καθαρότητα της νόησης,  δεν ήταν όμως πουθενά ολόκληρες.
Η «φωτισμένη νύχτα» είναι το φως μες στα απώτερα σκοτάδια του εαυτού. Το σώμα στον Καβάφη δεν είναι κάτι ποταπό και βδελυρό και η σωματική ηδονή δεν είναι κάτι που απειλεί την πνευματική ακεραιότητα. Αντίθετα, το σώμα αναβαθμίζεται γίνεται σάρκωμα του λόγου, λαμπρύνεται ως φορέας της ανδρείας.
Ο Καβάφης δεν δεσμεύθηκε από καλόβολες θεωρίες, αφορισμούς και φοβικούς αποκλεισμούς. Η ελευθερία της μη – δέσμευσής του αυτής, υπονοεί μια συνειδητή δέσμευση : λέει «επήγα», «αφέθηκα κ’ επήγα».
Ο Καβάφης αναγνωρίζει το σώμα ως τιμημένο εταίρο του πνεύματός του. Από τις οδύνες του, τα πάθη του, τους αγώνες του, τις εγκαταλείψεις, τις αγωνίες του και κυρίως από το γήρας -κάτι που απασχολεί συστηματικά τον Καβάφη- ομολογεί ότι λαμβάνει το αναστοχαστικό υλικό που του χρειάζεται για να θρέψει τις πνευματικές του αναζητήσεις, την πνευματική του ελευθερία. Χάριν αυτού του υλικού που του φέρνουν οι αναμνήσεις του «μορφοποιούνται οι βουλήσεις της Τέχνης του».

Στον δρόμο τούτο που πηγαίνει, ξέρει ότι δεν χωρούν ψελλίσματα και μικρόψυχες δικαιολογίες. «Ομνύει[19]»
Ομνύει κάθε τόσο    ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα     με τες δικές της συμβουλές,
με τους συμβιβασμούς της,             και με τες υποσχέσεις της´
αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα      με την δική της δύναμι
του σώματος που θέλει και ζητεί, στην ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπηαίνει.

Η «καλή ζωή» είναι η ήσυχη ζωή που κάνουν οι πολλοί, αυτοί που συντονίζονται με τον μέσο όρο «που αφήνονται κι ενδίδουν» και υποτάσσονται. Σε αντάλλαγμα της υποταγής τους, του μη κινδύνου που επέλεξαν, λαμβάνουν την αναγνώριση, την κοινωνική επιτυχία, τις «σατραπείες και τέτοια» (από το ποίημα «Σατραπεία»).
Ο ποιητικός Καβάφης βρίσκεται στον αντίποδα των κοινωνικών συμβάσεων που υπόσχονται την κοινωνική επιτυχία. Είναι ένας χαμένος, ένας αποτυχημένος, που επενδύει στις μοιραίες χαρές.

Το ποίημα «Επέστρεφε»[20] δείχνει ανάγλυφα πώς η υλικότητα μπορεί να βαστάξει μια τόσο σπουδαία αποστολή. Πώς τελικά μπορεί το σώμα δεν αντιμάχεται αλλά μπορεί να σώσει το πνεύμα.
Επέστρεφε´ συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με –
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα´
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….

Σαφώς ο Καβάφης, όταν έγραφε το ποίημα αυτό, είχε στο νου του μια δική του ερωτική εμπειρία την οποία ανακαλούσε στη μνήμη του. Η εμπειρία αυτή προφανώς για να είναι υπαρκτή θα είχε να κάνει με κάποιον άλλο άνθρωπο.
Όμως στο ποίημα τόσο ο εραστής όσο και ο ερώμενος «εξαφανίζονται» ως συγκεκριμένα χρονικο-τοπικά υποκείμενα.
Την θέση τους παίρνει αυτό που είναι άχρονο και καθολικό, δηλαδή ο ερωτισμός και η ερωτική νοσταλγία. Πλην όμως κι αυτά τα αφηρημένα πράγματα στην ποίηση του Καβάφη λαμβάνουν υπόσταση.
Ο ποιητής έχει απέναντί του την «αγαπημένη αίσθησι» και της απευθύνεται με 6 προστακτικές («επέστεφε» και «παίρνε με») μέσα σ’ ένα τόσο ολιγόστιχο ποίημα. 
Τη θέση του ενιαίου «εγώ»  παίρνουν : το σώμα, το δέρμα, τα χείλη, το αίμα, τα χέρια. Το ενιαίο «εγώ» διασπάται σε επιμέρους στοιχεία που θυμούνται ανεξάρτητα  σαν να είναι υποστάσεις ξεχωριστές και η κάθε μια φέρει το βάρος της οδύνης αυτού που λείπει και αναζητά.

Έτσι ο Καβάφης, μπορεί να  μιλήσει και σε εμάς σήμερα και μας είναι αδιάφορο εάν αναφερόταν σε έναν άντρα ή σε μια γυναίκα, μας είναι αδιάφορο ποιος μιλάει εάν μιλάει άντρας ή γυναίκα. Είναι ατόφιο το συναίσθημα, «η αγαπημένη αίσθησι»  και αυτό μπορούμε όλοι να το νιώσουμε.
Σε άλλο ποίημα ο Καβάφης προστάζει «Θυμήσου, σώμα…» και αναθέτει στο σώμα να θυμηθεί όχι μόνο τα φανερά εκείνα που απόλαυσε αλλά επιπλέον, του αναγνωρίζει την δύναμη να θυμηθεί και τα αφανή, εκείνα που «τρέμανε μες στην φωνή-και κάποιο τυχαίο εμπόδιο τα ματαίωσε».

Για να πετύχει αυτό το αισθητικό αποτέλεσμα με τέτοια διαχρονική ισχύ ο ποιητής, βαδίζει τα «Επικίνδυνα» [21] κι αυτός είναι ο βηματισμός που ήθελα να αναδείξω και για τον οποίο έκανα λόγο στην αρχή του κεφαλαίου αυτού.
Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής
στην Αλεξάνδρεια´ επί βασιλεία
αυγούστου Κώνσταντος και αγούστου Κωνσταντίου´
εν μέρει ενθικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων)´
«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη,
εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός.
Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,
στες απολαύσεις τες ονειρεμένες,
στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες,
στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς
κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω-
και θάχω θέλησι, δυναμωμένος
ως θάμαι με θεωρία και μελέτη –
στές κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω
το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό.

Η ενοποίηση του «εν μέρει εθνικού και εν μέρει χριστιανίζοντος» Μυρτία, σε μια σταθερή απόφαση ζωής, συμβολίζει αφ’ ενός την συμφιλίωση των απαιτήσεων της εμπειρικής πραγματικότητας, της λάγνας ορμής με την ασκητική ενδυνάμωση του πνεύματος μέσα στην θεωρία και τη μελέτη. Μια συμφιλίωση που απαιτεί μια διακινδύνευση, μια υψηλότατη παίδευση που προμηνύει και την αποκοπή από ό,τι συμβατικά αναγνωρίζεται ως επιτυχία.

Αυτό που μας λέει είναι : Δεν θα μπορούσα να έχω ένα ασκητικό πνεύμα, δοσμένο στην Ποίηση, δεν θα μπορούσα ποτέ να έχω γράψει την ποίηση που έγραψα, εάν δεν είχα ζήσει αυτή τη ζωή : των ονειρεμένων απολαύσεων,    της θεωρίας και της μελέτης.
Μια έντιμη ομολογία, μια συνεπής στάση, που εξασφαλίζει την συνέχεια και την ενότητα της ελληνικής μας ψυχής, κάτι που ο Καβάφης διέβλεψε και ένιωθε ότι είχε για πάντα χαθεί και που παρ’ όλα όμως, αυτός κράτησε ζώσα και την υπηρέτησε με ανδρεία και αφοσίωση, μέσα από την ποιητική του τέχνη.


Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΘΙΑΣΟΣ                   

Υπάρχει ένα ποίημα μέσα στην καφαβική συλλογή που δεν μπορεί καμία εργασία ή αναφορά στην ποίησή του Καβάφη να παραβλέψει. Θα μπορούσε να είναι το «πυρηνικό» ποίημα, απ’ όπου κάποιος θα ξεκινούσε για να μελετήσει ακτινωτά το έργο του ή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και το «τελικό» ποίημα, εκεί δηλαδή που κατέληγε αναγκαστικά κάθε μελέτη.  
Αναφέρομαι στο «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»[22]
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

Η βαθύτερη και η τελική αναμέτρηση γίνεται πάντα με τον «αόρατο μυστικό θίασο». Το τέλος έρχεται ξαφνικά, μεσ’ τα μεσάνυχτα και νιώθει ο άνθρωπος ανέτοιμος, ακόμα. Κι όμως είναι το πλέον βέβαιο ότι βρίσκεται ενώπιον της ολοκληρωτικής του ήττας, όλα τα σχέδια της ζωής του βγήκαν πλάνες, όλα τα έργα του  μάταια.
Είναι το τέλος όπου ανασκοπείται η ωραία πόλη, όπου ο άνθρωπος αποχαιρετά την Αλεξάνδρειά του, εγκαταλελειμμένος από την τύχη του.
Στην κρίσιμη  αυτή στιγμή, για κάθε άνθρωπο,  μπρος στην μεγάλη απώλεια, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μηδενίσει την αξία της «πόλης του», της ζωής που αξιώθηκε να ζήσει, να θεωρήσει ότι γελάστηκε η ακοή του, ότι τούτος εδώ ο κόσμος δεν ήταν ο αληθινός, ότι πάει σε κάποιον άλλο αληθινότερο,  ότι όλα όσα έκανε σε τούτη την επίγεια διαδρομή του ήταν δίχως νόημα και αξία. 
Την ύστατη αυτή ώρα ο ποιητής μας συμβουλεύει να μην ενδώσουμε σε μια μίζερη και δειλή ενδοσκοπική αποτίμηση της ζωής μας, αλλά να πλησιάσουμε σταθερά προς το παράθυρο. Να κοιτάξουμε προς τα έξω.  Μας περιμένει ακόμα μια  υψηλή συγκίνηση, μια συνειδητοποίηση: ότι εμπρός μας περνά ο «μυστικός θίασος», ο Θεός ο ίδιος με τον εξαίσιο συντονισμό του τού εφήμερου και του αιώνιου, της αέναης περαστικής κίνησης.
Τα εξαίσια όργανα, οι ήχοι της συμπαντικής αρμονίας του θείου Λόγου, είμαστε εμείς οι άνθρωποι, ως τα μόνα όντα που μπορούμε να έχουμε μια τέτοια «τελευταία απόλαυσι».



Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ                                                                                     

Θέλω να κλείσω την εργασία μου παραθέτοντας ένα ποίημα, κατά την άποψή μου, ξεχωριστό, όπου ο ποιητής χρησιμοποιεί την προσφιλή του και  απλή φόρμα του επιτύμβιου.
Πρόκειται για το λιτό και επιβλητικό «Λυσίου Γραμματικού Τάφος»[23]:
Πλησιέστατα, δεξιά πού μπαίνεις, στην βιβλιοθήκη
της Βηρυτού θάψαμε τον σοφό Λυσία,
γραμματικόν. Ο χώρος κάλλιστα προσήκει.
Τον θέσαμε κοντά σ’ αυτά που θυμάται
ίσως κ’εκεί – σχόλια, κείμενα, τεχνολογία,
γραφές, εις τεύχη ελληνισμών πολλή ερμηνεία.
Κ’ επίσης έτσι από μας θα βλέπεται και θα τιμάται
ο τάφος του, όταν που περνούμε στα βιβλία.

Ο «σοφός Λυσίας», ο γραμματικός της Βηρυτού, που θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Καβάφης, ο μοναχικός ποιητής της Αλεξάνδρειας, θα είναι μια θύμηση, μια ανάμνηση όχι δική μας, εμάς που μένουμε πίσω ζωντανοί για να τον μνημονεύουμε, αλλά αυτού του ιδίου.
Ίσως κι εκεί που πάει, αυτό και μόνο να παραμένει : η ανάμνηση από τούτη εδώ τη ζωή του, που ήταν μια ζωή ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου, μια ζωή έρωτα, αφιερωμένη στα κείμενα, στις γραφές, στα τεύχη των ελληνισμών, στην ερμηνεία. Ποιος ξέρει;
Εμείς, εδώ, για όσο θα μένουμε εδώ, κάτι τι θ’ αρπάζουμε, κάτι τι θα νιώθουμε για όσο θα «περνούμε στα βιβλία».


Βιβλιογραφία


1.      Χ. Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου & Σια Α.Ε., Αθήνα 2009

2.      Γκ. Χέγκελ, Ο Λόγος στην Ιστορία, μτρ-σχόλια Π. Θανασάς, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2006

3.      Γκ.Χέγκελ, Η φαινομενολογία του Νου, μτφρ. Γ. Φαράκλας, εκδ.  Βιβλιοπωλείο
      της «Εστίας»,         

4.      Καρλ Γιάσπερς, Ο Δρόμος προς τη σοφία, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, μτφρ. Άννα
      Φιλαλήθη-Κουντουριώτου, εκδ. Γρ. Αναγνωστίδη,  

5.      Σεφέρης, Γ. Κ.Π.Καβάφης, Θ.Σ.Ελιοτ : Παράλληλοι, στο «Εισαγωγή στην Ποίηση του Καβάφη- Επιλογή Κριτικών Κειμένων», Επιμ. Μιχάλης Πιερής, Παν/κές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1994

6.      Edmund Keeley, Η Καβαφική Αλεξάνδρεια, μτφρ. Τζένη Μαστοράκη, εκδ. Ίκαρος   δ’ έκδοση, Αθήνα 2004   

7.      Κ.Π.Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), Νέα Έκδοση Γ.Π. Σαββίδη, Ίκαρος
           εκδοτική εταιρία, 10η έκδ. Αθήνα, 2007

8.      Κ.Π.Καβάφη, Τα Ποιήματα (1919-1933), Νέα Έκδοση Γ.Π. Σαββίδη, Ίκαρος
           εκδοτική εταιρία, 10η έκδ. Αθήνα, 2007


Στο Διαδίκτυο :
o       Επίσημος δικτυακός τόπος  Αρχείου Καβάφη : www.kafavis.gr
o        Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα,  Ανθολογία Αρχαία Ελληνικής Γραμματείας,  Αριστοτέλης,   Περί ποιητικής    μτφρ. Στ. Τσιτσιρίδη, www.greek-language.gr ]



















[1] Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα "Αναγνωρισμένα"[1] ), τα 37 "Αποκηρυγμένα"[2] ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα "Κρυμμένα"[3] , δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 "Ατελή"[4] , που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Ο ίδιος είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά. Η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του Καβάφη ήταν ιδιόρρυθμες και πρωτοποριακές για την εποχή.  Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης. [Πηγή: Επίσημος δικτυακός τόπος  Αρχείου Καβάφη : www.kafavis.gr]
[2] Στον  όρο «καβαφικός κανόνας» περιλαμβάνονται τα ποιήματα που ο ποιητής εν ζωή θεώρησε ότι αποδίδουν την ποιητική του δημιουργία, αποκλείοντας άλλα τα οποία αποκήρυξε.
[3] Μια προσπάθεια, κατά τη γνώμη μου, που θα ήταν απλώς αποτυχημένη εάν δεν ήταν βέβηλη, καθώς συνέδεσε έναν ποιητικό λόγο ιδιαίτερα στοχαστικό, μετρημένο και απαιτητικό, με την αισθητική των διαφημιστικών προβολών διαφόρων κοινωνικών, αθλητικών και πολιτιστικών «events».
[4] Δ. Καψάλη,  ‘’Αποχαιρετισμός 27.10.1932.
Μα τι συμβαίνει στο λιμάνι/Κι έχουνε τόσοι μαζευτεί; /Τι κοσμοσυρροή κι αυτή/Τι παρδαλό ανθρωπομάνι! //Το πλοίο της γραμμής «Αιγαίον» /Αναχωρεί κι έχει επιβάτη/τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, /τον εξ Αιγύπτου ποιητή/που στην πατρίδα του επιστρέφει.//Μα τι συμβαίνει στο λιμάνι/Κι έχουνε τόσοι μαζευτεί;/Τι κοσμοσυρροή κι αυτή/διακεκριμένων Αθηναίων//Το πλοίο της γραμμής «Αιγαίον» /Αναχωρεί κι έχει επιβάτη/τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. /Που μάλλον, λένε, θα πεθάνει,/
Και στην πατρίδα του επιστρέφει.
[5] Χ. Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου & Σια Α.Ε., Αθήνα 2009, σελ. 17-24
[6] Γκ. Χέγκελ, Ο Λόγος στην Ιστορία, μτρ-σχόλια Π. Θανασάς, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα,2006, σελ. 177-178
[7] Από όσα έχουν λεχθεί προκύπτει επίσης σαφώς ότι έργο του ποιητή δεν είναι να παρουσιάζει τα πραγματικά γεγονότα, αλλά αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν, δηλαδή τα δυνατά σύμφωνα με τους κανόνες της πιθανοφάνειας ή της αναγκαιότητας. Ο ιστορικός και ο ποιητής δεν διαφοροποιούνται κατά το ότι γράφουν έμμετρα ή χωρίς μέτρο (το έργο του Ηροδότου θα μπορούσε να στιχουργηθεί, αλλά και με μέτρο δεν θα ήταν λιγότερο ιστορία από ό,τι χωρίς το μέτρο)· η διαφορά τους είναι η εξής: ο ένας παρουσιάζει αυτά που έγιναν, ο άλλος αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν. Συνεπώς η ποίηση είναι και φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστοριογραφία. Γιατί η ποίηση έχει ως θέμα της πιο πολύ τα καθόλου, ενώ η ιστοριογραφία τα καθ έκαστον. [ βλ. Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα,  Ανθολογία Αρχαία Ελληνικής Γραμματείας,  Αριστοτέλης,   Περί ποιητικής  1451a36-1451b32 μτφρ. Στ. Τσιτσιρίδη, www.greek-language.gr ]
[8] Χ. Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου & Σια Α.Ε., Αθήνα 2009, σελ. 21
[9] Σεφέρης, Γ. Κ.Π.Καβάφης, Θ.Σ.Ελιοτ : Παράλληλοι, στο «Εισαγωγή στην Ποίηση του Καβάφη- Επιλογή Κριτικών Κειμένων», Επιμ. Μιχάλης Πιερής, Παν/κές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1994, σελ. 144
[10] Edmund Keeley, Η Καβαφική Αλεξάνδρεια, μτφρ. Τζένη Μαστοράκη, εκδ. Ίκαρος δ’ έκδοση, Αθήνα 2004, σελ. 33-45
[11] ό.π. σελ. 21
[12] Κ.Π.Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), Νέα Έκδοση Γ.Π. Σαββίδη, Ίκαρος εκδοτική εταιρία, 10η έκδ. Αθήνα, 2007, σελ. 14
[13] Καρλ Γιάσπερς, Ο Δρόμος προς τη σοφία, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, μτφρ. Άννα Φιλαλήθη-Κουντουριώτου, εκδ. Γρ. Αναγνωστίδη, σελ. 56-57
[14] Γκ.Χέγκελ, Η φαινομενολογία του Νου, μτφρ. Γ. Φαράκλας, εκδ.  Βιβλιοπωλείο της «Εστίας»,        Πρόλογος, σελ. 21-97
[15] Κ.Π.Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), Νέα Έκδοση Γ.Π. Σαββίδη, Ίκαρος εκδοτική εταιρία, 10η έκδ. Αθήνα, 2007, σελ. 101
[16] ο.π. σελ. 106
[17] ό.π. σελ. 114
[18] ό.π. σελ. 63
[19] ό.π. σελ. 62
[20] ό.π. σελ. 60
[21] ό.π. σελ. 50
[22] ό.π. σελ. 26
[23] ό.π. σελ. 47

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός