Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Ελεύθεροι Πολιορκημένοι : Μνήσθητι Κύριε





Μνήσθητι, Κύριε, -εἶναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη!
ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ . . . . . . . .

Στὰ στήθια καὶ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια.

Μιὰ φούχτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο.

Ἰδού, σεισμὸς καὶ βροντισμός, κι ἐβάστουναν ἀκόμα,
ποὺ ὁ κύκλος φθάνει ὁ φοβερὸς μὲ τὸν ἀφρὸ στὸ στόμα·
κι ἐσκίστη ἀμέσως, κι ἔβαλε στῆς Μάνας τὰ ποδάρια,
 τὰ λίγα ἀπομεινάρια·
τ᾿ ἀπομεινάρια ἀνέγγιαγα καὶ κατατρομασμένα,
τὰ γόνατα καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ ῾ματοκυλισμένα.


Πάντ᾿ ἀνοιχτά, πάντ᾿ ἄγρυπνα, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου.



Μνήμη: 
Δίσταζα κι ακόμα διστάζω, μοιάζει ιεροσυλία να κάνεις χρήση των Ελεύθερων Πολιορκημένων για να πεις κάτι σαν σχόλιο. 
Γι' αυτό όμως θέλω να μιλήσω, για τη μη-χρήση του ποιήματος. 
Για την άλλη λειτουργία του, την σωτηριακή. 
Γι' αυτά που είπανε "ποιήματα" στα σαλόνια ενώ εκείνα ήταν προσευχές.
Για τις ημέρες που είπανε "εθνικές επετείους" στα μπαλκόνια ενώ εκείνες ήταν οι προσωπικές και συλλογικές μας σφαγές.
Kι ακολούθησαν κι άλλες.

Πιστεύω στα ποιήματα. 
Πιστεύω στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονυσίου Σολωμού
Πιστεύω στο Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον του Κ.Π. Καβάφη
Πιστεύω στο Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα 
Πιστεύω στη Κατάσταση Πολιορκίας της Ρένας Χατζηδάκη. 
Πιστεύω στα θαύματα. 

Η κατάστασή μας ήταν δύσκολη. 
Το ποτάμι, οι καμινάδες και δυό μεγάλοι δρόμοι που μας έζωναν ολόγυρα. 
Άλλες μέρες αναπνέαμε την μαυρίλα τους κι άλλες τη μυρωδιά της βροχής στο χώμα. 
Τις νύχτες, τειχοσκοπία στις ταράτσες με τις μπουγάδες, τα σύνεργα της οικοδομικής.
Τ' αστέρια. 

Η περίπτωσή μας ήταν δύσκολη. 
Αλφαβητάριο όλα. Ύλη κατέβαζε το ποτάμι αδιάκοπα.
Μαθαίναμε πώς περπατάνε στα δάκτυλα, μαθαίναμε πώς  μετράνε την απόσταση, μαθαίναμε από στήθους. Τη σιωπή. 
Οι μνήμες ήταν βαριές, ιωνικές και δωρικές κολώνες. Θέλαμε να ξεχάσουμε. 

                Μνήσθητι, Κύριε, -εἶναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη!

Έρχονταν και μας έβρισκαν Ποιήματα. 
Πώς ξέφευγαν απ' τον Εχθρό; Πώς έσπαγαν τον κλοιό του;
Άσματα μέσα σε Άσματα. Αγνώριστα και απαγορευμένα. 
Έρχονταν και μας έβρισκε η Ελένη του Ομήρου. Πώς έλαμπε, πώς μίλαγε; 
Πεινούσαμε κι εκείνη μας μίλαγε στο στόμα. 
Όμως η περίπτωσή μας ήταν δύσκολη. 
Κλοιός, κλοιός παντού. Διαταγές παντού κι απαγορεύσεις. 
Να ξεχάσουμε, να ξεχάσουμε. 
ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ . . . . . . . .
Στὰ στήθια καὶ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια.
Ψελλίζαμε μόνο προσευχές 
Μνήσθητι Κύριε είναι κοντά
Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτα ακουστεί αόρατος θίασος να περνά
Ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη, σκληρός ως Άδης ζήλος
Και μόνο εσύ θα ξέρεις πού χάθηκε το κορμί μου, τι έγιν’η φωνή μου, τι η αγρύπνια μου, τι ήχους έχει ο φόβος κι η απόγνωση τι πρόσωπα.


Πιστεύω στα ποιήματα, μια φούχτα χώμα  να κρατώ και να σωθώ με κείνο.
Μνήσθητι, μνήσθητι, μνήσθητι...
Στα χρόνια που πέρασαν και στις μέρες που θα έρθουν. 


 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός